Η. Κ. Θαρετός 

"Περί τού μή δείν δανείζεσθε" Πλούταρχος

"Τα δάνεια τους ελευθέρους δούλους ποιεί" Μένανδρος

Αφότου ενέσκηψε η οικονομική κρίση στη χώρα μας και τα μέτρα που ακολούθησαν, ακούμε καθημερινά και διαβάζουμε αναλύσεις και σχόλια, έγκυρα και μη, περί του δημοσίου χρέους αλλά και των ιδιωτικών δανειακών υποχρεώσεων στις τράπεζες (από κάρτες και στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, που αδυνατούν οι πολίτες να τα ξεπληρώσουν).

Για να προσεγγίσουμε το πρόβλημα των συνεπειών του δανεισμού θα συνιστούσα, σε όσους έχουν χρόνο και κέφι για διάβασμα, ένα μικρό βιβλιαράκι που το έγραψε πριν από 2000 χρόνια περίπου ο Πλούταρχος που καταγόταν από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Το βιβλίο  εκδόσεως Νεφέλη φέρει τον τίτλο «ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΣΜΟΥ» αλλά ο αρχικός του τίτλος στην αρχαία Ελληνική είναι «περί τού μή δείν δανείζεσθε». Από το κείμενο φαίνεται ότι οι δυσμενείς συνέπειες του δανεισμού είναι διαχρονικές και αιώνιες όπως και ο τρόπος που τις  αντιμετωπίζουν τόσο οι πιστωτές όσο και οι οφειλέτες δανειολήπτες.

Για όσους δεν θέλουν να μπουν στον κόπο να διαβάσουν το βιβλίο θα κάνω μια προσπάθεια να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο, παραθέτοντας τόσο  το αρχαίο κείμενο όσο και την αντίστοιχη μετάφρασή του στη νεοελληνική. Από την ανάγνωση του αρχαίου κειμένου ακόμη  και να μην γνωρίζει κανείς την ερμηνεία της κάθε λέξης η ηχητική τους υπεροχή έναντι της νεοελληνικής είναι πασιφανής. Είναι κρίμα που οι νεότερες γενιές έχουν αποξενωθεί από την κλασική παιδεία τη στιγμή που σε αρκετές χώρες στην Ευρώπη διδάσκονται στα γυμνάσια αρχαία Ελληνικά.  

Περικοπές από το αρχαίο κείμενο

   Απόδοση στη Νέα Ελληνική 

ἆρ’οὐ δή ἒδει καί περί χρημάτων εἶναι νόμον, ὃπως μή δανείζωνται παρ’ ἑτέρων μηδ’ ἐπ’ ἀλλοτρίας πηγάς βαδίζωσι, μή πρότερον οἲκοι τάς αὑτών ἀφορμάς ἐξελέγξαντες καί συναγαγόντες ὣσπερ ἐκ λιβάδων τό χρήσιμον καί αναγκαῖον αὑτοῖς;

 

 

Δεν θα έπρεπε λοιπόν να υπάρχει και για τα χρήματα νόμος, που να απαγορεύει στους ανθρώπους να δανείζονται από άλλους και να καταφεύγουν σε ξένες πηγές, αν πρώτα δεν εξετάσουν τη δική τους περιουσία και τις δικές τους δυνατότητες, και δεν ξεχωρίσουν και συγκεντρώσουν, σταγόνα σταγόνα,  ό,τι τους είναι χρήσιμο και αναγκαίο.

Τί θεραπεύεις τόν τραπεζίτην ἤ πραγματευτήν; ἀπό τῆς ιδίας δάνεισαι  τραπέζης˙ ἐκπτώματ’ ἒχεις, παροψίδας ἀργυρᾶς, λεκανίδας ὑπόθου ταῦτα τῇ χρείᾳ.

 

 

Γιατί καλοπιάνεις τον τραπεζίτη ή τον μεσάζοντα; Δανείσου από το δικό σου τραπέζι. Έχεις κύπελλα, ασημένια πιάτα, πιατέλες ας τα στερηθείς στη δύσκολη ώρα.

Σημείωση δική μου: προκειμένου για τη χώρα οι ιδιωτικοποιήσεις τα ασημικά που έλεγε και ένας υπουργός.

ἀλλ’ ὄνῳ τινί τῷ τυχόντι καί καβάλλῃ χρώμενος φεῦγε πολέμιον καί τύρανον δανειστήν, οὐ γῆν αἰτοῦντα καί ὕδωρ ὡς ὁ Μῆδος, ἀλλά τῆς ελευθερίας ἁπτόμενον καί προγράφοντα τήν ἐπιτιμίαν· κἄν μή διδῷς,ἐνοχλούντα κἄν ἔχῃς, μή λαμβάνοντα κἄν πωλῇς ἐπευωνίζοντα· κἄν μή πωλῇς,ἀναγκάζοντα.

 

Πάρε έναν γάιδαρο, όποιον να είναι, ή ένα απλό άλογο, και φύγε να γλιτώσεις από τον εχθρό και τύραννό σου, τον δανειστή, που δεν ζητά γήν και ύδωρ όπως ο Μήδος , αλλά θίγει την ελευθερία σου και βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου· και αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν έχεις, δεν παίρνει· αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις σε αναγκάζει.

 

Καὶ γάρ οὗτοι τήν ἀγοράν ἀσεβῶν χώραν ἀποδείξαντες τοῖς ἀθλίοις χρεώσταις γυπῶν δίκην ἔσθουσι καί ὑποκείρουσιν αὐτούς «δέρτρον ἔσω δύνοντες» τοὺς δ΄ὣσπερ Ταντάλους ἐφεστῶτες εἲργουσι γεύσασθαι τῶν ἰδίων τρυγῶντας καὶ συγκομίζοντας. 

 

Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν «βυθίζοντας το ράμφος τους στα σωθικά τους», και σαν άλλους Ταντάλους  τους εμποδίζουν να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού.

Οὔτε γάρ ἀγρούς οὕς ἀφαιροῦνται τῶν χρεωστῶν γεωργοῦσιν, οὔτ΄οἰκίας αὐτῶν, ἐκβαλόντες ἐκείνους, οἰκοῦσιν, οὔτε τραπέζας παρατίθενται  οὔτ΄ἐσθῆτας ἐκείνων· ἀλλά πρῶτός τις ἀπόλωλε,καὶ δεύτερος κυνηγετεῖται ὑπ΄ἐκείνου δελεαζόμενος. νέμεται γάρ ὡς πῦρ τό ἂγριον αὐξόμενον ὀλέθρῳ καὶ φθορᾷ τῶν ἐμπεσόντων, ἂλλον ἐξ ἂλλου καταναλίσκον.

 

 

Γιατί ούτε τα χωράφια που κατάσχουν από τους οφειλέτες τα καλλιεργούν· ούτε τα σπίτια τους απ΄τα οποία τους έχουν πετάξει έξω, κατοικούν· ούτε στα τραπέζια τους  τρώνε· ούτε τα ρούχα τους φορούν παρά, με το που θα καταστρέψουν έναν, ρίχνονται στο κυνήγι και δεύτερου, χρησιμοποιώντας τον πρώτο για δόλωμα. Και η άγρια αυτή πρακτική εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά, που μεταδίδεται από τον ένα στον άλλον  και φουντώνει από τον όλεθρο και τον αφανισμό όσων βρεθούν στο πέρασμά της ·

ἀλλ΄ἐνδεικνύμενον τοῖς προχείρως δανειζομένοις, ὃσην ἒχει τό πρᾶγμα αἰσχύνην καὶ ἀνελευθερίαν καὶ ὃτι τό δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης και μαλακίας ἐστίν. Έχεις ; μή δανείσῃ, οὐ γάρ ἀπορεῖς. οὐκ ἒχεις; μή δανείσῃ, οὐ γάρ ἐκτίσεις. Κατ’ἰδίαν δ΄οὓτως ἑκάτερα σκοπῶμεν.

 

 

Θέλω όμως να δείξω σ’ όσους  σπεύδουν απερίσκεπτα να δανειστούν πόσην ντροπή φέρνει αυτό και πόση στέρηση της ελευθερίας, καθώς και ότι ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύνης και μαλθακότητας. Έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου. Ας τα δούμε αυτά τα δύο, το καθένα ξεχωριστά.

Πενίαν  φέρειν μή δυνάμενος δανειστήν ἐπιτίθης σεαυτῷ, φορτίον καὶ πλουτοῦντι δύσοιστον. Πῶς  οὖν διατραφῶ; Τοῦτ’ ἐρωτᾷς, ἔχων χεῖρας, ἔχων πόδας, ἔχων φωνήν, ἂνθρωπος ὢν, ᾧ τό φιλεῖν ἔστι και φιλεῖσθαι και το χαρίζεσθαι και τό εὐχαριστεῖν; Γράμματα διδάσκων, καί παιδαγωγῶν, καί θυρωρῶν, πλέων, παραπλέων· οὐδέν ἐστι τούτων αἲσχιον οὐδέ δυσχερέστερον τοῦ ἀκοῦσαι «ἀπόδος».

 

 

Ενώ λοιπόν δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τη φτώχεια σου, φορτώνεις στον εαυτό σου και τον δανειστή, φορτίο δυσβάστακτο και για άνθρωπο πλούσιο. Μα πώς θα ζήσω; Ρωτάς, ενώ έχεις χέρια, έχεις πόδια, έχεις φωνή, είσαι άνθρωπος και άρα ικανός να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να προσφέρεις και να εκφράζεις ευγνωμοσύνη για όσα σου προσφέρουν. Γίνε δάσκαλος, παιδαγωγός, θυρωρός, ναυτικός· Τίποτε απ’ αυτά δεν είναι πιο επαίσχυντο ούτε και πιο δυσάρεστο από το ν’ ακούς να σου λένε «πλήρωνε».

Τοιγαροῦν ἵν’ἐλεύθεροι ὦμεν δανεισάμενοι, κολακεύομεν οἰκοτριβέας ἀνθρώπους καί δορυφοροῦμεν καί δειπνίζομεν καί δῶρα καί φόρους ὑποτελοῦμεν, οὐ διά τήν πενίαν (οὐδείς γάρ δανείζει πένητι), ἀλλά διά τήν πολυτέλειαν. Εἰ γάρ ἠρκούμενθα τοῖς ἀναγκαίοις πρός τόν βίον, οὐκ ἂν ἦν γένος δανειστῶν, ὣσπερ οὐδέ Κεντάυρων ἔστιν οὐδέ Γοργόνων· ἀλλ’ ἡ τρυφή δανειστάς ἐποίησεν οὐχ’ ἧττον ἤ χρυσοχόους καί ἀργυροκόπους καί μυρεψούς καί ἀνθοβάφους. οὐ γαρ ἂρτων οὐδ’ οἴνου τιμήν ὀφείλομεν, ἀλλά χωρίων καί ἀνδραπόδων και ἡμιόνων και τρικλίνων και τραπεζῶν, και χορηγοῦντες ἐκλελυμένως πόλεσι, φιλοτιμούμενοι φιλοτιμίας ἀκάρπους καί ἀχαρίστους. Ὁ δ’ ἃπαξ  ἐνειληθείς μένει χρεώστης διά παντός ἂλλον ἐξ  ἂλλου μεταλαμβάνων ἀναβάτην, ὣσπερ ἵππος ἐγχλανινωθείς·

 

 

Για να διατηρήσουμε λοιπόν την ελευθερία  μας ενώ έχουμε συνάψει δάνεια, κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακές τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους, και όλα αυτά όχι γιατί μα αναγκάζει η φτώχεια (αφού κανείς δεν δανείζει σε φτωχό), αλλά για χάρη της πολυτέλειας. Αν αρκούμασταν στα απαραίτητα, οι δανειστές δεν θα υπήρχαν ως είδος, όπως δεν υπάρχουν Κένταυροι και Γοργόνες. Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή, όπως ακριβώς και τους χρυσοχόους, τους αργυροχόους, τους αρωματοποιούς και τους βαφείς υφασμάτων. Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώνουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια (σημ. σημερινά αυτοκίνητα), ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε, χωρίς καμία συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις, επιδιδόμενοι σε στείρους και δυσάρεστους ανταγωνισμούς. Άνθρωπος όμως που μπλέκει μια φορά, μένει χρεώστης για πάντα και, σαν άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον·

     

 

Το πιο πάνω κείμενο,  παρόλο  που γράφηκε πριν από τόσα χρόνια είναι επίκαιρο,  όσον αφορά  δε τον κρατικό δανεισμό, τη δεινή θέση του κράτους και  της εθνικής  αξιοπρέπειας ο Πλούταρχος είναι πολύ εύστοχος στην διατύπωση των δυσμενών επιπτώσεων του δανεισμού!  Σήμερα ο λαός πληρώνει ακριβά τον υπερδανεισμό των κυβερνήσεων για τη συντήρηση του υπερτροφικού κράτους, τη χλιδή των Ολυμπιακών αγώνων,  την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος σε υπερτιμημένα έργα υποδομής και την εμφύτευση του παραδείγματος της σπατάλης στη συνείδηση του κάθε Έλληνα. 

Ας αναλογιστούμε όλοι τις συνέπειες του δανεισμού και να θυμόμαστε τη γνώμη του Μένανδρου που αιώνες πριν συνόψισε μονολεκτικά «τα δάνεια τους ελεύθερους δούλους ποιεί». Αυτό τα λέει  όλα!