Χειμώνιασε...
Και ο παππούς μαζεύτηκε τώρα στο παραγώνι, άρχισε να κρυώνει.
Φοράει το ράσο του ανάρριχτα και μόνος του κάτι ψελλίζει. Κουνάει νευρικά τα χέρια του, την κεφαλή του ξύνει, στουμπάει ένα κρεμμύδι στο γόνατο και χάμου το αφήνει...

Με το δεξί το χέρι πιάνει τη μασιά και κάτι λέει, σαν κάποιον, κάποιους να φοβερίζει....
Ο εγγονός, ο εικοσάχρονος, που από μακριά τον βλέπει, σιγούλια-σιγούλια τον πλησιάζει και σιγανά-σιγανά του λέει, τον ερωτάει...
-Τί κάνεις έτσι παππού;...
Τί λες;...
Και ποιόνε φοβερίζεις;....
Όλα τα προβλήματα για σένα τώρα πια, είναι λυμένα... Αλίμονο σε μένα...
-Αμ δεν ... Αμ δεν... Τώρα έχω τα βάσανα, τα πιότερα από πρώτα...
Τώρα μου στροβιλίζουν όλα αυτά στο μυαλό, σαν τις μυλόπετρες στο μύλο και μου ξύνουν το μυαλό, τα αυτιά και μου βουίζουν στο κεφάλι, σαν το βαρδάλι…
Τα τώρα, αυτά, είναι βαριά, βαρύτερα, λωβύτερα, από τα πρώτα...
Αλλά να ξέρεις και τούτο...
"Τα στερνά νικούν τα πρώτα".
Αλλά, τα στερνά τα δικά μου πλησιάζουν και είναι χειρότερα από τα πρώτα και καιρός δεν μου απομένει τα άσχημα, τα λωβά να αλλάξω... να φτιάξω... Που μου τα κάνανε τώρα αυτά, οι άλλοι...
-Για λέγε μου, για πες μου παππού, ποια είναι αυτά;
-Αυτά... Αυτά... Τί να σου λέω....
Αυτά  είναι που να τους τα ειπεί ο διάβολος στο αυτί και ο παπάς, o διάκος στο κεφάλι...
-Αυτά που λες παππού δεν τα πολύ καταλαβαίνω...
-Θα έρθει η ώρα σου, αυτά και τα άλλα, τα πολλά θα καταλάβεις...
-Ποια είναι αυτά και τα άλλα ρε παππού, που το έχεις βάλει μεγάλο καημό και ντέρτι;
-Σας βλέπω τώρα εσάς τους νέους παιδάκι και σας λυπάμαι...
Κλαίει και καίγεται, παιδάκι μου, η καρδιά μου...
Όλοι στην ανεργία δουλεύουτε...
Το ποιο θα είναι το Μέλλον σας και ποια η προκοπή σας;...
Αυτό δεν ξέρω και δεν μπορώ να το μαντέψω... Και αυτή είναι λωβή δουλειά... Και τελειωμό δεν έχει...
Εμείς τότε, λίγα γράμματα μάθαμε στο σχολειό, αλλά από αυτά τα λίγα, αυτό θυμάμαι πολύ-πολύ καλά και το έχω καλά δεμένο, εσείς τώρα το λέτε κάπως αλλιώς...
Τότε εγώ, αυτό το ήξερα καλά και το έχω εμπεδώσει, αλλά δεν θέλουν να το εμπεδώσουν οι άλλοι...
-Ποιο παππού;
-Ποιο παιδάκι μου;... 
-Αυτό, αυτά που τώρα περνάτε...
Και καθόσαστε σαν χάνοι στον καφενέ, κοιτάτε και δεν τα μολογάτε...
-Ποιο είναι αυτό παππού που σε εκνευρίζει τόσο;...
Και όπως το πας εσύ, θα σε βρει κανένα κακό κεφαλιακό και εγώ δεν θα μπορώ για να σε σώσω...
-Ποιο είναι αυτό;... Ποιο είναι αυτό;...
Πολλά είναι, πολλά, τώρα μου μεσιάσανε τη συνταξούλα μου, που αυτή ήταν η μαγκούρα μου, η σιγουριά μου, η βακτηρία, η ελπίδα, το στήριγμα στα γεράματά μου...
Θες και τα περισσότερα;
-Ποια;...
-Τα χειρότερα είναι... Πως... Πως...
"Η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας".
Και συμφορές πολλές θα φέρει....
-Και τί θες να κάνεις τώρα παππού για εμάς;...
-Θέλω... Θέλω... Μα τώρα... Αλίμονο...
Είμαι παιδάκι μου αδύναμος και τους αδύναμους κανένας δεν τους υπολογίζει...
Όλοι, όλο τους σπρώχνουνε στην άκρη...
Τί τα θες και τα γυρεύεις και τώρα τί τα τσιγκλάς, τί τα τσιγκλάς; Τι τα συγκυλάς;
Και τί όλο τα ανακατεύεις:..
Από παντού, τη μπόχα βγάζουν...
-Μπλέξαμε σου λέω μπλέξαμε... Μπλέξατε... Μας μπλέξανε και τώρα πια γέρασα....
-Όχι ρε παππού ακόμα είσαι νέος, κοτσονάτος και από μυαλό ξυράφι!...
Ο παππούς του άρεσε, ενθαρρύνθηκε, ανασηκώνει τους ώμους του, τινάζει το κεφάλι και στρίβει περήφανα, σαν παλληκάρι, το τσιγκελωτό μουστάκι....
Πάει να σηκωθεί, τρεκλάει... Πιάνεται στη μισάντρα στηρίζεται και λέει:
-"Τί να την κάνεις την κορυφή όταν αδυνατεί η βάση;... Θα γκρεμιστεί η κεφαλή [και το μυαλό] θα πέσει...".
-Τί να κάνω τώρα ρε παιδιά, με τα π....ρέλια του κερατά...
Αυτοί, όλοι τους δεν... δεν πιάνονται στην τσάκα, είναι τσακάλια, δεν τους βρίσκεις πουθενά...
Τώρα και τούτο σαν λέω... Αν θέλετε ακούστε το... και βάλτε το καλά μέσα στο μυαλό σας, στο νιονιό σας. Τα χρόνια που έρχονται θα είναι δίσεκτα, πολύ δύσκολα, μαύρα και αραχνιασμένα!...
Ας πούμε και μια αλήθεια στον κόσμο, στο λαό, που αυτοί που κάνουν τους ηγέτες, οι πολιτικοί, οι πολιτικάντηδες, δεν την λένε και τον λαό δεν συμβουλεύουν, για να μην πεινάσει.
Δεν την λένε αυτοί, μα δεν την λένε και ξάστερα, οι πνευματικοί και Θρησκευτικοί ηγέτες, που από αυτούς πρέπει, έχει ελπίδα και περιμένει ο κόσμος, ο κοσμάκης, να αρχίσει η αναγέννηση...
Εγώ, από όσα καταλαβαίνω, μια συμβουλή - ορμήνια τώρα σε εσάς στους νέους δίνω, καλά να τη βάλετε στο μυαλό τους:
Να αυξήσουτε πιότερο τις γνώσεις σας, για να είσαστε χρήσιμοι, πρώτα -πρώτα στον εαυτό σας και μετά στους άλλους, να μπορείτε να ζήσετε καλά στα πέρατα της Γης...
Τη Γη σας, όσοι την έχετε να την καλλιεργήσετε, να μην την πουλήσετε και στην αυλή του σπιτιού σας, να θρέφεται ανελλιπώς από μια κατσίκα, ένα ζευγάρι κότες, και μια κουνέλα!...
Τότε θα έχετε στο σπιτικό σας, πάντοτε, επάρκεια και αυτάρκεια.
Ποτέ δεν θα πεινάσετε.
Όλοι οι πόλεμοι, θερμοί, θερμικοί, συμβατικοί και οικονομικοί, γίνονται για το Χώμα το Νερό και τον Ήλιο...
Και από αυτά η Χώρα μας είναι πλούσια... Δεν της λείπουν...
Σε πιο μέρος του κόσμου μπορούν να γίνουν τρεις και τέσσερις, εναλλακτικές γεωργικές καλλιέργειες τον Χρόνο;...
Αυτά οι άρπαγες τα επιβουλεύονται και θέλουν, εφόσον μας βρήκαν μαλθακούς, στη στοίβα, στην ανάγκη, στο μπίρ παρά να μας τα πάρουν...
Και Λαός που γίνεται μαλθακός, στο σώμα και στο πνεύμα και περιμένει να ζήσει από τα κόκαλα των προγόνων του, αντί αυτά τα κόκαλα των προγόνων του, να τα τιμά, από αυτά να παίρνει δύναμη και θάρρος. Περιμένει, περιμένει, να αναστηθούν αυτά για να σωθεί... Να ζήσει...
Και στο περίμενε- περίμενε, θα το πάθει σαν την αλεπού με το κριάρι...
Και η αλεπού περίμενε - περίμενε να πέσουν του κριαριού τα λιόκια για να φάει...
Αλλά αυτά δεν πέσανε και αλεπού από την πείνα ψόφησε και πάει...

Γιάννης Στ Βέργος{ Γορτύνιος}
25.10.2015

Σημ: Ίσως αυτά που γράφω εδώ για τους λίγους, ή για τους πολλούς είναι δυσνόητα, ακαταλαβίστικα, γι’ αυτό εξηγώ τα περί της παμπόνηρης Αλεπούς και για το δυνατό το βαρβάτο Κριάρι... Όπως μου το έλεγε ο παππούς μου που ήτανε τσοπάνος, όταν ήμουνα μικρός, σαν σε παραμύθι. Και όταν το τελείωνε του έλεγα, πάλι παππούλη, πάλι παπουλάκο, μέχρι που νηστικός με έπαιρνε και μένα ο ύπνος...

[Ήταν, τότε, η μαύρη περίοδος του Εθνικού διχασμού... Πείνα και δυστυχία].
Και τότε δεν καταλάβαινα τη σημασία τους, όπως δεν την καταλαβαίνουν και οι άλλοι.
Μα, μετά… μετά την ένοιωσα καλά, καλά και τώρα το λέω σε άλλους...

-Ο παππούς λέει...
" Ήταν αρχάς Νοέμβρης μήνας, τα πρώτα χιόνια είχανε πέσει στα βουνά.
Ό ήλιος έπαιζε με τα σύννεφα...
Ο τσοπάνος, διπλωμένος με την κάπα του, καθισμένος στο απάγκιο, στην τούφα, έβοσκε τα προβατάκια του στο λιβάδι, στα κατώμερα, και περίμενε να γεννήσουν τα αρνάκια τους...
Το κριάρι, ο αρχηγός του κοπαδιού, με τη μεγάλη κουδούνα του, τα καθοδηγούσε στη βοσκή.
Η παμπόνηρη Αλεπού, κρυμμένη στην προσήλια φωλιά της, λιαζότανε και κατάστρωνε τα σχέδιά της, το βράδυ σε ποιο κοτέτσι θα επιτεθεί και πόσες κότες θα αρπάξει.
Εκεί, εκείνη τη στιγμή, περνάει από δίπλα της, σιμά της, το βαρβάτο κριάρι και κουνιώσαντε πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, καμαρωτά-καμαρωτά τα σφριγηλά του λιόκια...
Λούμωξε και κρυφοκοίταγε, να μην την πάρουνε χαμπάρι...
Τα λιμπίστηκε του κριαριού τα λιόκια και της άνοιξε η όρεξη, τρέχανε τα σάλια της και είχε μεγάλη την επιθυμία να τα φάει.
Και εκεί που καθόταν και διαλογιζόταν, το τί να κάνει, να ορμήσει και τα λιόκια του κριαριού να αρπάξει να τα φάει;... Μα να, ο τσοπάνος απέναντι κάθεται με ορθάνοιχτα το μάτια και το ντουφέκι του παρά πόδας, μου ρίχνει και με σκοτώνει...
Ας μην το αποτολμήσω....
Εξάλλου, αυτά κουνιόνται, σε λίγο θα πέσουν από μόνα τους, θα πάω σιγά, σιγά και έξυπνα, να τα αρπάξω, να τα φάω, το μόνο που πρέπει να κάθουμαι ξεκούραστα, ξαπλωμένη, να τα παρακολουθώ...
Θα αφήσω τώρα τις κότες...
Γατί, εξ άλλου, να κουράζουμε και να ξενυχτάω;...
Έτσι και έκανε...
Περίμενε, περίμενε όλη μέρα, αλλά τα λιόκια του κριαριού δεν πέσανε...
Βράδιασε...
Η Αλεπού σκέφτηκε και είπε:
Τώρα νύχτωσε, αν πάω να ψάξω για κοτέτσι, να αρπάξω καμιά κότα, θα κουραστώ και είναι και επικίνδυνα να με κυνηγήσει και κανένα σκυλί και κουρασμένη αύριο που θα έρθει το κριάρι, δεν θα μπορώ να το παρακολουθώ, που θα πέσουν τα λιμπιστά τα λιόκια του, να πάω να τα πάρω, ξεκούραστα να τα φάω...
Δεν πεινάω και πολύ... Ας πέσω να κοιμηθώ...
Την άλλη μέρα το ίδιο, περίμενε, περίμενε, αλλά τα λιόκια, δεν πέφτανε...
Αυτό συνεχίστηκε και τις άλλες ημέρες και κάποια στιγμή την έκοψε η πείνα και απεφάσισε να πάει να κλέψει κότες...
Σηκώθηκε, έκανε να περπατήσει, μα δεν μπορούσε, ζαλίστηκε, λιποθύμησε από την πείνα και εκεί ψόφησε... Περιμένοντας, περιμένοντας, να πέσουν του κριαριού τα αρχ... "

Και τώρα... Άχ... Άχ...  Αρχίζει η αρχή της ζωής!!...

Γιάννης Στ. Βέργος