Γράφει ο Αθαν. Π. Στρίκος, ταξίαρχος ε.α., εκπαιδευτικός.

                                        

Έρωτα πονηρόν πουλίν και ’πίβουλο και πλάνο

μού ’δωκες λάθος γιατρικό και δε μπορώ να γειάνω

(Δωδεκανησιακό δίστιχο)

    

Είπε πάλι ο φίλος:    

Μας ενθουσιάζει ο στίχος του ποιητή ως άκουσμα. Αλλά δεν καθόμαστε να τον σκεφτούμε. Τον ζωγραφίζει τον έρωτα κυριολεκτικά εδώ ο ποιητής. Έδωσε πραγματικά την εικόνα του. Και μάλιστα με μια γραμμή, μ’ ένα στίχο τον έστησε μπροστά μας ολόρθον και ολοζώντανον. Χωρίς τα παρακάτω. Σπουδαία βέβαια όσα ακολουθούν μα αυτός ο στίχος μόνον είναι αρκετός. Έχει πληρότητα.

Έρωτα ανίκητε στη μάχη.

Δεν είναι το θέμα, τα νοήματα. Θέλει κυρίως νά ’χεις την τέχνη να το δώσεις. Αλλιώς δεν ενθουσιάζει. Τα νοήματα μπορεί να είναι βαθειά, επιστημονικά. Όμως θέλει και τέχνη για να συναρπάσει. Να γράψεις δύο, πέντε, μισό στίχο και να κάνεις τον άλλον να πετάει. Και τί ωραία η κλητική! Με μια κλητική ʺἔρως ἀνίκατεʺ μας τελείωσε ο Σοφοκλής. Κι εδώ μελαγχολείς. Γιατί η γλώσσα μας έχασε την ευλυγισία της. Πάει η κλητική, με την οποία έμπαινες δυνατά.

Ὦ ἄνδρες…, ὦ ξεῖν ἀγγέλλειν…, ὦ βουλή…

Πάει η δοτική, πάει η τρίτη κλίση. Πάνε οι μετοχές. Κι έχουμε ο διδάσκοντας, ο παρόντας, ο αιτώντας, ακόμα και ʺγια την αίτησηʺ στα δημόσια έγγραφα. Και οι μετοχές που δίδονται αναλυμένες δεν είναι μετοχές. Πάνε τα επιρρήματα. (Τί κακό με κείνο το άμεσα. Τόσο πολύ αμβλύνθηκε το γλωσσικό μας αισθητήριο ώστε δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το αμέσως από το άμεσα. Το προηγουμένως από τα προηγούμενα. Το χρονικό από το τροπικό). Πάει το ένα, πάει το άλλο και ενώ βλέπουμε την καταστροφή εμείς συνεχίζουμε να τραγουδάμε το γκρέμισμα. Και δεν διδαχτήκαμε τίποτα από την Ιστορία.

Κι ο λόγος έχασε την λυγεράδα του.

Προφορικός ή γραπτός, πεζός ή ποιητικός. Και η λογοτεχνία δεν είναι μόνο νά ’χεις την τέχνη, την ικανότητα, το ταλέντο, τη γνώση. Θέλει και τα κατάλληλα υλικά. Τις λέξεις, τη γλώσσα που εμείς καταστρέφουμε. Και αντί να την πλουτίζουμε την κάνουμε πιο στεγνή, πιο ξερή, πιο φτωχή, πιο κρύα. Παλιότερα σου πέταγε ένα ʺεἰρήσθω ἐν παρόδῳʺ, ʺσυνελόντι εἰπεῖνʺ, ένα ʺὄντωςʺ κι άλλα πολλά πανέμορφα που σε ξάφνιαζε. Και στον αναγνώστη, τον ακροατή άρεσε να βλέπει το συγγραφέα να παίζει με τη γλώσσα. Κι ήθελε να τον ακούει. Τ’ άρεσε να τα θυμάται και συγκρατούσε πολλά. Δέστε στον Κορνάρο: νυχτοπαρορούσι, παρατραγουδούσι, κακοθανατίζω, συνανάθροφος, φιλοξεφάντωση, εστηθοδάρθηκε, σκοποτραγουδίσματα, ωριόπλουμη, μυριορέγονταν, ανεπόλπιστα, πεζολάτης, μυριοχάριτο, ροδοπεριχυμένη, συχαλασμός, ανάβλεμμα, βλεπάτορας, διπλοκακορίζικος, στολίστρα, καλοπίχερος. Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Κάθε λέξη από μόνη της ένα ποίημα. Κλειδί π’ ανοίγει λες μαγικούς χώρους.

Έτσι το είδα σήμερα τόσο παραστατικά αυτό το ʺἔρως ἀνίκατε μάχανʺ. Σαν αντίπαλο. Που δεν νικιέται με τίποτα. Που είναι παντοδύναμος και σε καταβάλει. Σε παίρνει μαζί του μ’ όλη σου τη θέληση και το είναι αν είναι έρωτας. Του παραδίνεσαι. Τίποτα δεν μπορεί να του αντισταθεί. Δεν έχει γιατί ερωτεύτηκες. Μην ερωτευτείς. Όποιος αντιμαχητής εδώ παραμερίζεται κι ο έρωτας περνά. Καμμία λογική, καμμία δυσκολία, κανένα εμπόδιο. Όλα μεριάνε. Δεν αντέχουν μπροστά στον έρωτα. Στη δύναμή του όλα ωχριούν. Και χρυσάφια και αποστάσεις και λογική. Στον πόλεμο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Στον αγώνα της ζωής άλλοτε νικάς κι άλλοτε χάνεις. Σ’ όποιον αγώνα. Σ’ αυτόν εδώ όμως νικητής είναι πάντοτε ο έρωτας. Οι δυνάμεις του ακατάβλητες. Κι αυτό το πρώτο, το ʺἔρως ἀνίκατε μάχανʺ τα καλύπτει όλα. Είναι η μορφή του λόγου. Η λογοτεχνία. Μεγάλη λέξη.

ʺΤο μυστήριο, όπως την ορίζει ο Φώτης Βαρέλης, μιας σειράς λέξεων, όταν δεμένες η μια με την άλλη γίνονται κόσμημα ομορφιάς, μιλούν με την ψυχή μας, της δίνουν δύναμη και γνώση, την ενώνουν βαθύτατα με τον κόσμο, δεσμεύουν και σταματούν τα φαινόμενα της ζωής μέσα στο λόγο του ανθρώπουʺ, που πληρέστερο και ωραιότερο ορισμό της λογοτεχνίας δεν βρήκα πουθενά. Σαν εκείνον της τραγωδίας του Αριστοτέλη. Αρχαιοελληνικός ορισμός, καθαρός. Κλείστε τα μάτια και στείλτε την φαντασία σας στις λέξεις: μυστήριο, δεμένες, κόσμημα ομορφιάς, ενώνουν βαθύτατα τον κόσμο, σταματούν τα φαινόμενα της ζωής μέσα στο λόγο, σαν λέξεις και σαν λογοτεχνία όλον τον ορισμό. Τα φαινόμενα της ζωής τα σταματούν.

Η ζωή προχωρά και φεύγει. Όμως ο λόγος του ανθρώπου, ο Θεός, γιατί αυτός είν’ ο Θεός, τα σταματά, τα κρατά, τα αθανατίζει.

ʺἜρως ἀνίκατε μάχανʺ. Αιώνιος στίχος.

Γι’ αυτό ξεχώρισε η λογοτεχνία, η ποίηση απ’ όλες τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες και επιστήμες. Και γι’ αυτό το Νόμπελ λογοτεχνίας-ποίησης το θυμούνται πολλοί. Τα Νόμπελ όμως Φυσικής ας πούμε ή Οικονομίας ή Ιατρικής, ακόμα και Ειρήνης, σχεδόν κανείς. Και γι’ αυτό οι άνθρωποι έχουν τη λογοτεχνία σε τόσο μεγάλη εκτίμηση. Ακόμα και απ’ τις άλλες καλές λεγόμενες τέχνες η ποίηση υπερτερεί. Και θά ’πρεπε σ’ αυτά τα υπέροχα της ασύγκριτης αυτής τέχνης (ʺἔρως ἀνίκατε μάχανʺ) να επανέρχεται ο άνθρωπος. Να σβήνουν τα κακά, οι αδυναμίες του, τα λάθη του. Να ξαναγυρίζει με μιαν άλλη διάθεση. Εκείνη που δίνει η μορφή της τέχνης, η ομορφιά. Που καθόλου τυχαία δεν θεμελιώθηκε ανάμεσα στις ανάγκες της ψυχής του ανθρώπου. Αυτή που θα σώσει τον κόσμο, όπως λέει ο Ντοστογιέφσκυ.

Ως και ο θάνατος, η πίκρα του θανάτου, όταν τον τραγουδάς γλυκαίνει. Ποιός δεν την έχει ακούσει αυτή τη φράση. Για τα ζώα ο θάνατος είναι το τελειωτικό κλείσιμο. Για τον άνθρωπο, που έφτιαξε ένα σύμπαν μέσα στο μυαλό του, που έπλασε συνείδηση σιγά-σιγά από την ώρα που γεννήθηκε με τις αισθήσεις και το νου, αυτό το

ʺξαφνικά σβήνουν όλα με το θάνατοʺ

δεν μπορεί το μυαλό του να το σηκώσει. Αδυνατεί και δεν θέλει να το σηκώσει ο νους του που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Ξέρεις τί είναι να δημιουργείς έναν ολόκληρο κόσμο και να γνωρίζεις ότι θα τελειώσει κάποια στιγμή; Και τελειώνει. Ότι εσύ, ο άλλος, τα πάντα είναι ένα ψέμα.

 Γι’ αυτό ο άνθρωπος πήγε κι έφτιαξε εκείνο που λέμε ʺμετά θάνατον ζωήʺ, ʺαθανασία της ψυχήςʺ, ʺμετεμψύχωσηʺ, ʺπαράδεισοʺ, όπως θέλετε πέστε το. Γιατί δεν μπορεί να αντέξει ότι με το θάνατο πεθαίνουν όλα. Και για να τον αλαφρώσει τον τραγούδησε. Με το λόγο του τον έκανε μοιρολόι, ʺζωή μετά θάνατονʺ κτλ. Όλα που είναι δημιουργήματα του νου, της συνείδησής του, του θεού.

Γιατί αυτός είναι ο Θεός. Ο νους του ανθρώπου. Και όλη η γοητεία της ζωής είναι τούτο το ανεξήγητο ψάξιμο.

Κι ο έρωτας είναι που κάνει τον άνθρωπο και πιστεύει στη ζωή.

Επαναλαμβάνω: Σε κανένα είδος μάχης δεν νικιέται ο έρωτας.

Ό,τι και να βάλεις απέναντί του ο έρωτας όλα τα νικάει. Και κούραση και πόνο και φτώχεια και ορφάνεια και ανάγκη ακόμα, μπροστά του είναι ένα μηδενικό. Ούτε θρησκεία του αντιστέκεται, ούτε ιδεολογία, ούτε λογική, ούτε απόσταση, ούτε τρικυμία, ούτε σκλαβιά ή φυλακή, ούτε ταπείνωση, δυνατός ή αδύνατος, σοφός ή άσοφος. Άλλωστε αν δεν υπήρχε δεν θα υπήρχε και ζωή. Τη ζωή αυτός τη δημιουργεί. Ούτε μπορούμε να τον εμποδίσουμε. Απόδειξη τρανή σ’ αυτό είναι ότι αδυνατούμε να φράξουμε τη συνέχεια της ζωής. Αν το κάνουμε αλίμονό μας. Και απ’ αυτόν νικιώνται ως και οι θεοί. ʺΛόγιασε τέχνη κι αρετή και μαστοριά μεγάληʺ. Ακαταδάμαστος πραγματικά.

Πρώτη φορά είδα το στίχο του Σοφοκλή τόσο παραστατικά! Πώς το βρήκε και το κράτησε τόσο ακαριαία μέσα στο λόγο; Πού βρήκε λέξεις, τρεις μόνο, να ζωγραφίσουν τη μεγαλοπρέπεια! Με τόσο απλές λέξεις τόσο δυνατά και τολμηρά πράγματα! Και κάτι ακόμα: (Κάτι; ένα ακόμα; Εδώ θα μπορούσες να τα λες και να μην τελειώνεις ποτέ. Κάτι λοιπόν ακόμα) Ετούτο: Εντυπωσιάζει ο δωρικός ρυθμός. Ο ρυθμός αυτός είναι η ίδια η μεγαλοπρέπεια. Έχει μια στερεότητα, μια βαρύτητα. Κι άμα ο δωρικός κάτσει έκατσε. Τά ’χει ειπεί βαρειά, σταθερά, οριστικά, αμετακίνητα, όπως εδώ όλα. Κι αυτό φαίνεται καλύτερα αν αλλάξουμε ρυθμό. Αν έλεγε ʺἔρως ἀνίκητε μάχηνʺ δεν θα ήταν το ίδιο. Το δωρικό όμως  ʺἔρως ἀνίκατε μάχανʺ συντριπτικό, ασήκωτο. Δεν αφήνει περιθώρια για αντίρρηση. Φανταστείτε να είχαμε και τη μουσική του ! Κι όπως μες την Αθήνα όλα είναι ιωνικά και γύρω-γύρω από τον Παρθενώνα το ίδιο, ο ναός όμως δωρικός, έτσι και στις τραγωδίες. Οι τραγωδίες όλες στην αττική διάλεκτο. Μα όταν ο ποιητής φτάνει στο χορό το γυρίζει στα δωρικά. Γιατί άραγε; Και στις τραγωδίες αυτά τα αποστάγματα είναι που συγκλονίζουν. Αυτά τα πετράδια. Είτε για τον έρωτα μιλούν ή για την παντεχνία του ανθρώπου ή για το θάνατο.

ʺΤι έρωτας τι θάνατος δεν έχεις να διαλέξειςʺ

άλλος μέγας στίχος του δημοτικού μας τραγουδιού αυτός. Κι αυτά τα διαμάντια είναι συνήθως φωνές του χορού. Θησαυρός αδαπάνητος. Μεγαλύτερος δεν υπάρχει. Μην ψάχνετε. Βέβαια όταν τα σκέφτεται κανείς είναι βασανιστικά. Όταν όμως τα μιλάμε με κάποιον τα μεταγγίζουμε και τα μοιραζόμαστε παίρνουν άλλη διάσταση. Περνάμε διαφορετικά. Όπως ίσως εμείς σήμερα.     

 

(ΧΙΜ)