.

Γράφει ο Αθαν. Π. Στρίκος, ταξίαρχος ε.α. εκπαιδευτικός                              

                                 

     Έβλεπα τα δεντράκια και σκεφτόμουν πως αυτά είναι η πιο σπουδαία περιουσία. Που τα φύτεψαν και τα μεγάλωσαν με αγάπη οι γονείς. Γιατί τίποτα δε γίνεται χωρίς την αγάπη. Όλα από το δεντράκι και το λουλουδάκι που φυτεύεις μέχρι την πνευματική καλλιέργεια κι ό,τι λέμε αληθινό πολιτισμό ανασταίνονται και ζουν με την αγάπη. Οι κακόμοιροι οι γονείς φρόντιζαν για όλα. Να μη λείψει τίποτα από τα παιδιά τους. Να ’μαστε εμείς κατοχυρωμένοι. Κι είδαμε πού τα καταντήσαμε όλα. Τα παρατήσαμε, τα εγκαταλείψαμε, ρημάξανε, πεθάνανε. Τοπία Αποκάλυψης.

     Όμως πιστεύω ότι δεν υπάρχει πιο ιερό, πιο μεγαλοπρεπές από τα καρποφόρα δέντρα. Πιο άγιο. Και πού να βρω την κατάλληλη λέξη; Έτσι τα δέντρα, τα φυτά, τα αποκαλώ φυσικούς κήρυκες του θείου λόγου. Γιατί μου φαίνεται αντιδονούν το λόγο του Θεού.

     Φυτρώνει το δεντράκι, ό,τι δεντράκι (λεμονιά, πορτοκαλιά, μηλιά, αχλαδιά, συκιά, το κλήμα, η ελιά…) και δίνει απλόχερα. Μόνο δίνει. Ούτε απαγορεύει, ούτε περιορίζει, ούτε θυμώνει, ούτε εγωισμούς ή οργή και νεύρα, ούτε τίποτα απ’ όσα έχουν οι άνθρωποι και μερικά ζώα. Μήτε κακία σου κρατά αν το εγκαταλείψεις, το κακομεταχειριστείς, του κόψεις τους καρπούς, τα σύκα, τα σταφύλια, τα ροδάκινα, ακόμα και το ίδιο.

     Κι όλα αυτά να βγαίνουν απ’ το χώμα. Για φαντάσου! Κι είναι τούτο κυριολεκτικά ακατανόητο. Κι απ’ το ίδιο χώμα το ένα γλυκό, τ’ άλλο πικρό ή ξυνό, το ένα κόκκινο, τ’ άλλο πράσινο, το πιο πέρα να ευωδιάζει. Του ενός το χυμό να τον πίνεις με το ποτήρι, τ’ αλλουνού ο χυμός να είναι λάδι. Γιατί το λάδι ο χυμός της ελιάς είναι.

     Χάιδευα σήΕΛΙΑ 2μερα μιαν ελίτσα μόλις τριών χρονών γεμάτη ελιές. Έγραψα ʺμόλιςʺ γιατί τί είναι τρία χρόνια μπροστά στα χίλια και δυο χιλιάδες που μπορεί να ζήσει η ελιά, αν δεν την κόψει ή την κάψει ο άνθρωπος;

     -Κόρη μου, της έλεγα – ναι κουβεντιάζω με τα δέντρα – πώς μεγάλωσες τόσο γρήγορα και γέμισες καρπό;

     Και δίπλα της άλλα δέντρα. Μια συκιά, μια βερυκοκκίτσα, μια ροδιά. Απ’ όλα τα φαινόμενα της φύσης πιο πολύ με συγκινούν τα δεντράκια που τα βλέπω, το είπα ήδη, φυσικούς κήρυκες του θείου λόγου. Και κυρίως αυτά που κάνουν καρπούς για ανθρώπους, ζώα, πετούμενα. Μεγάλους ή μικρούς δεν έχει σημασία καίτοι ορισμένοι καρποί πολύ με εντυπωσιάζουν, όπως τα πορτοκάλια το χειμώνα, δηλ. τα χρυσά μήλα των εσπερίδων, τα λεμόνια, τα γκρέιπ φρούτ, τα μήλα, οι λωτοί… κι άλλα πολλά που κάνουν τα μονοετή φυτά. Να:

                                 Οι ώριμες ντομάτες ανθοδέσμες κόκκινες.

                                 Τα φασολάκια σκουλαρίκια σ’ αυτιά πράσινα.

                                 Οι μελιτζάνες, οι πιπεριές, οι κολοκυθιές

                                 με τα μωρά της φυλής τους αγκαλιά.

                                Οι μπάμιες μ’ ορθά τα γιαταγάνια.

                                 …………………………………………………

                                 Και κάπου κάπου μεσ’ στ’ ανάριο καλαμπόκι

                                 Ένα καρπούζι στιβαρό, ένα πεπόνι ζωναράτο…

καθώς λέει ο ποιητής Φ. Βαρέλης. Κι όλα πια γίνονται φορείς συναισθημάτων.

     Κι αναρωτιέσαι: Όλ’ αυτά ποιός τα κανόνισε; Για να δώσει την απάντηση ο απλός λαός: Ο Θεός! Υπάρχει Θεός! Και για ποιόν τά ’κανε; Για τον άνθρωπο; Για να ζει ο άνθρωπος; Για ποιόν γίνονται αυτοί οι φαγώσιμοι καρποί απ’ τα δέντρα που τους προσφέρουν τόσο πλουσιοπάροχα, χωρίς όπως είπαμε, να διαμαρτύρονται όταν τους παίρνουμε;

     Και μετά ο άνθρωπος επεκτάθηκε πέρα απ’ τα φυτά. Πήγε και στα ζώα. Άρχισε να τα σκοτώνει. Να τα εκμεταλλεύεται παίρνοντας το γάλα τους, το μαλλί τους, τη δύναμή τους, το δέρμα τους και τελικά να τα σφάζει για να φάει και τα ίδια. Παράξενα πράγματα. Ανακατεμένο το καλό με το κακό στο μυαλό του ανθρώπου.

     Και ο άνθρωπος από φυτοφάγος έγινε σαρκοφάγος. Δεν του φτάνανε τα φρούτα, οι καρποί, τα βλαστάρια, οι ρίζες, οι κόνδυλοι. Άρχισε να σκοτώνει τα ζώα. Έγινε αρπακτικό, μάλιστα το χειρότερο απ’ όλα τα αρπακτικά. Και πήγε και πιο πέρα. Πολύ πέρα. Καλλιεργεί κι άλλα ζώα για να τα φάει. Εκατομμύρια κοτόπουλα εκτρέφονται και σφάζονται κάθε μέρα για να τα φάει ο άνθρωπος. Κι απ’ τη στιγμή που βγαίνουν απ’ τ’ αυγό δεν αλλάζουν τόπο. Πάντα στην ίδια θέση για να παχύνουν όσο πιο σύντομα όσο πιο πολύ με το λιγότερο κόστος για να τα φάει ο άνθρωπος.

     Ή τα γουρουνάκια μέσα στα κλουβιά σε μισό τετραγωνικό τόπο. Εκεί τρώνε, εκεί αποπατούν κι αδύνατο να κάνουν έστω μια στροφή γύρω απ’ το σώμα τους. Δεν βολεύει το κλουβί ιδίως όταν κάπως μεγαλώσουν. Και από μικρά τους βγάζουν λέει τα δόντια –ναι, έχουν ιατρική παρακολούθηση μ’ όλους τους κανόνες της επιστήμης – γιατί δεν τα χρειάζονται, αφού οι τροφές που τρώνε είναι αλεσμένες και υδαρείς, και για να μην δαγκώνουν τα σύρματα στα κλουβιά και τα κόβουν ματώνοντας, διότι έτσι υπάρχει χασούρα.

    ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ Τά ’βλεπα προχθές που κοίτταζαν όλα μαζί τα κακόμοιρα με ’κείνα τα ματάκια τους σαν του ανθρώπου και λυπήθηκα όχι για την κατάντια και τη σκλαβιά τους και τη μοίρα τους, αλλά για την ανθρώπινη κατάντια. Κι όλα τούτα για τη μεγάλη θυσία.

     Και σφάζουμε. Κι επιλέγουμε. Εκείνο το κομμάτι. Το ψαρονέφρι, τη μπριζόλα, το μπούτι, το καρέ. Αυτό κάνει για κείνο το φαΐ, εκείνο για το άλλο. Και να μην έχει κόκκαλο, λίπος ή δέρμα. Και νά ’ναι όσο πιο μικρό το σφαγμένο ζώο…

     Είμαστε φρικτοί.

Εμείς όλοι οι κατ’ επίφασιν φυσιολάτρες, Έλληνες κι Ευρωπαίοι, θιασώτες των ευρωπαϊκών ιδεών, τρομάρα μας. Το χειρότερο θηρίο ο άνθρωπος, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το είπε άλλωστε τόσο ωραία και μ’ ένα στίχο – αλήθεια πώς μπόρεσε; - ο Σοφοκλής:

Πολλά τα δεινά κοὐδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει.

Πολλά τα θεριά χειρότερο θεριό όμως απ’ τον άνθρωπο κανένα. Το χειρότερο, το πιο ύπουλο, το πιο πονηρό, το πιο κακό. Και ζώα και φυτά τα κάναμε υβρίδια, μικρές ύβρεις δηλαδή, τα κλωνοποιήσαμε, τα μπασταρδέψαμε και φέραμε όλα τα κακά του κόσμου. Και τα δέντρα, αν δεν εξαφανίζουμε ολόκληρα δάση για να τα εκμεταλλευτούμε, τους βάζουμε φωτιά και τα καίμε από μανία να χτίσουμε βίλες εκεί οι νεόπλουτοι, ακόμα κι απ’ την τρέλλα μας για κάψιμο. Και να λες και να μην τα σώνεις. Έτσι κατακάψαμε τον Κάλαμο, τη Ζάκυνθο, τα Κύθηρα, το Καπανδρίτι, τα… την… το… σήμερα και χθες και προχθές άλλα. Κι αν πρέπει κάποιον ή κάτι να φοβόμαστε για όλα τούτα, αυτός δεν είναι σίγουρα ο Θεός αλλά ο άνθρωπος. Και πιο πολύ τον εαυτό μας ο καθένας.

     Και τουλάχιστον να το ήξερε, να το παραδεχόταν αυτό ο άνθρωπος, θα ήταν πολύ σημαντικό. Θα τον έκανε τουλάχιστον να ντρέπεται, να είναι ταπεινός, να ζητά συχώρεση για τον εαυτό του. Να ήξερε ότι είναι κακός. Μόνον αυτό να παραδεχόταν και να προσπαθούσε να κάνει το μικρότερο κακό, το

ʺτο νοήμον ζώον άνθρωποςʺ.

     Όμως αλλοίμονο. Έχει την έπαρση, την αλαζονεία, τον εγωισμό, την υπεροψία, τη μεγάλη ιδέα ότι αυτός είναι και τίποτ’ άλλο. Ο δυνατός, ο μοναδικός ζει στη δίνη του τρελού νου του. Κι είναι αυτή η έπαρση του ανθρώπου που με σκοτώνει εμένα. Μ’ ενοχλεί, μ’ εξοργίζει. Άλλωστε η λέξη ενοχλώ (όχληση) δεν έχει κακή σημασία.

Το δε αόργητον ανδραποδώδες,

έλεγε ο Αριστοτέλης. Δηλαδή το να μην οργίζεσαι είναι χαρακτηριστικό των δούλων. Και ο ελεύθερος άνθρωπος κάποτε πρέπει να οργίζεται. Άλλως έχουμε ηθική κρίση.  

 

(ΧΙΜ)