Μαρίνας Αθ. Μαραγκού-Texnografia
Ο Μάνος Χατζιδάκις, εκτός από μια ύψιστη μουσική ιδιοφυΐα, ήταν και ένας διανοούμενος  με μια καθαρή σκέψη, που είχε αποτινάξει πολλών ειδών αγκυλώσεις και ένας άνθρωπος με μια συνεπή στάση ζωής χωρίς εκπτώσεις, τις οποίες εμείς πλέον ξέρουμε τόσο καλά! Τα λεγόμενά του, μπορούμε να το πούμε,  προαναγγέλλουν πολλά από τα τωρινά τεκταινόμενα που τότε δεν υπήρχαν καν  ή βρίσκονταν ακόμη εν τη γενέσει τους.  Διά του λόγου  το αληθές, χωρίς πολλά λόγια, αξίζει να τον παρακολουθήσουμε.
 
Σε μια συνέντευξή του για την Ελλάδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εν έτει 1990, λέει:
Κοιτάξτε, ετοιμαζόμαστε για μια άλλου είδους σκλαβιά τώρα. Είναι μια άλλη σκλαβιά.
Η Ευρωπαϊκή Ενότητα τι νομίζετε ότι είναι; Είμαστε πραγματικά ένα κράτος με δύναμη ώστε να μπορέσουμε να επιβάλλουμε απόψεις;
Θα γίνουμε μια επαρχία στην οποία θα μας διοικεί η Ευρώπη. Και θα έχουμε μια ψευδαίσθηση ότι συνδιοικούμεθα στην Ευρώπη!
Λοιπόν αυτή δεν είναι μια σκλαβιά; Τουλάχιστον με τα κριτήρια που είχαμε επί Τουρκοκρατίας. Και πάλι οι εξαιρέσεις υπήρξανε και αναπτυχθήκανε στον ευρωπαϊκό χώρο. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Μόνο που δεν θα ζουν στην Αθήνα, και θα ζουν στον ευρωπαϊκό χώρο. Μα ποιος από μας δεν θα το έκανε αν είχε τις δυνατότητες έστω και πριν από 20 χρόνια; Υπάρχει καμιά εγγύηση σωστής αναπτύξεως;
Εδώ μέσα στον τόπο αυτόν; ΠΟΤΕ.
Αλλά βέβαια ο τόπος μας  προχωράει πάντα με τις εξαιρέσεις του! Έτσι θα προχωρήσουμε και στο μέλλον.
Περί Τουρκοκρατίας λοιπόν. Ασφαλώς θα είναι μια μορφή της ευρωπαϊκής μας θητείας που βέβαια δεν θα μπορέσουμε ποτέ να απαλλαγούμε ούτε να ελευθερωθούμε διότι θα είναι μια επιλογή μας. Ενώ επί Τουρκοκρατίας έγινε μια υποταγή μας. Αυτή είναι η διαφορά.
Και σε ένα άλλο σχόλιό του αφηγείται ότι τον ρώτησαν κάποιοι δημοσιογράφοι:
-          Ποιοι θα μας κυβερνήσουνε μελλοντικά στην Ενωμένη Ευρώπη;
Κι απάντησε: Ελπίζω για τους επερχόμενους μια δημογεροντία πνεύματος κι όχι η Άγια και Αποστολική Οικογένεια του Φράνκεσταϊν.
Η δική του θεώρηση για την ελληνικότητα:
Από την ώρα που μας βοηθάει η Ελλάς να γίνουμε άνθρωποι, με μια παγκοσμιότητα, πολύ καλό. Από την ώρα που μας δίνει μια φουστανέλα και μας εμποδίζει να υπάρχουμε με τους άλλους συνανθρώπους μας είναι αντιδραστικό. Το ίδιο, λοιπόν , αν αυτό που λέμε ελληνικό είναι εμπόδιο στο να ενωθούμε με έναν μαύρο, είναι καταδικαστέο. Αν αντιθέτως, αν αυτό είναι βοηθητικό για να ενωθούμε με τους άλλους, είναι υπέροχο. Η έννοια του ελληνικού για πολλούς ανθρώπους έχει διαφορετική όψη. Εγώ πιστεύω σ’ εκείνη την ελληνικότητα που εξαφανίζει τις διαφορές. Φυσικά, από κάπου ξεκινάμε. Όλοι ξεκινάμε και τις πρώτες λέξεις που ψελλίζουμε είναι της μάνας μας. Αλλά δεν μένουμε με τις τέσσερις λέξεις που μάθαμε απ' τη μάνα μας: πηγαίνουμε και μαθαίνουμε και μιλάμε και σκεπτόμαστε και ξαναμαθαίνουμε να μιλάμε και απορρίπτουμε σκέψεις και προχωράμε. Αν η μάνα μας μας βοήθησε τόσο πολύ, πράγματι, αν δεν μας βοηθάει, να την ξεχάσουμε. Τουλάχιστον ως προς τον τρόπο που θα μιλάμε και θα σκεπτόμαστε.
Και ένα απόσπασμα από ένα κείμενο που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, για τον νεοναζισμό, τον φασισμό και τον ρατσισμό, το οποίο δημοσιεύθηκε και στην Ελευθεροτυπία:
 
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
 
Το 1978, πάλι από τα «Σχόλια του Τρίτου»:
 
Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει [...] Η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά [...] Η υποταγή ή ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη, ή συνδιαλλαγή, δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκεφτόμαστε, να πράττουμε και να μιλάμε; Αναμφισβήτητα αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή, πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουν με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά. Η μορφή του τέρατος είναι αποκρουστική. Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει, τότε πρέπει να φοβόμαστε... γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε.
[…] Και το τανγκό να συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις του, να κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί της γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ’ όσους εννοούνε ν’ αντιδράσουνε στο τέρας, και εξαφανίζονται μες σε χαντάκια, σε ρεματιές ή στις αγροτικές ερημιές.
 
Από την ώρα που ο Φράνκεσταϊν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ’ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ’ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;
 
(χιμ)