.

Αθ. Π. Στρίκος, ταξίαρχος ε.α., εκπαιδευτικός.                                                                                      

Τα είπαμε πάλι με το φίλο:

Τυχαία έπεσε σε μια εκπομπή της τηλεόρασης από τις συνηθισμένες, χωρίς να παρακολουθεί τέτοιες εκπομπές. Και σε ’κείνη άκουσε κάτι που πολύ τον άγγιξε, όπως είπε. ʺΠρόσεχε τι εύχεσαιʺ, είπε ο ήρωας στον συμπρωταγωνιστή του. Φαίνεται ότι κάτι του βγήκε στραβά για να το ειπεί.

Και το μυαλό απ’ τό ’να στ’ άλλο σε χίλια πήγε. Εγώ, συνέχισε ο φίλος, πάντα ευχόμουν στη ζωή μου, από νέος κιόλας, να είμαι μόνος. Να μην ελέγχω ούτε να με ελέγχει κανένας. Δεν ήθελα ούτε οικογένεια, ούτε παιδιά, ούτε δεσμεύσεις τέτοιες. Και την έβρισκα τη λύση στη μοναξιά.

Τη μοναξιά την οποίαν οι Λατίνοι την αποκαλούν, την ονομάζουν, την χαρακτηρίζουν ειρήνη.

Και πράγματι είναι αδύνατον να είσαι μόνος και να καυγαδίσεις, να μαλώσεις. Είναι μεγάλος δάσκαλος η μοναξιά. Κι έχει ώρες που μας χρειάζεται όσο τίποτα. (Κι εγώ χαίρομαι το φίλο μου όταν μου λέει τέτοια, πολλές φορές αναρριγώ και πάντα αποζητώ την κουβέντα του.)

»Και να που πήγαν κ’ ήρθαν τα πράγματα, έφτασα σ’ αυτή την ηλικία και οι ευχές μου πραγματοποιήθηκαν. Είμαι εντελώς μόνος.

Συμπτωματικά θέλεις, τυχαία, αλλά οι ευχές βγαίνουν, πραγματοποιούνται.

Γι’ αυτό κατέληξε, πρόσεχε τι εύχεσαι, όπως είπε ο ήρωας της εκπομπής.

»Ακόμα, όταν με ρωτούσαν τι θέλω στα γεράματα, απαντούσα -πώς και γιατί μου ερχόταν κι απαντούσα έτσι;- ότι στα γεράματα θέλω να ασχολούμαι μόνο με τις αρρώστιες μου. Πώς μου κατέβαινε στο μυαλό και τό ’λεγα δεν ξέρω. Θυμάμαι όμως ζωντανά ότι αυτό έλεγα. Η ζωή και τα νιάτα άλλωστε έχουν τόσα προβλήματα, τόσες αγωνίες. Πολλά περισσότερα από τα γηρατειά. Να μπεις στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσεις, να τελειώσεις, να βρεις δουλειά, εξετάσεις επί εξετάσεων, να πας στρατιώτης, να παντρευτείς και να σου τύχει καλός άνθρωπος και τόσα άλλα. Ενώ στα γηρατειά δεν θά ’χεις να κάνεις με μεγάλα βάσανα. Έτσι εγώ θα ασχολούμαι έλεγα με τον εαυτό μου.

»Ούτε με τη συγγραφή, με εγγόνια, ούτε να κάνω ταξείδια κι εκδρομές, ούτε τίποτα απ’ αυτά.

Να ασχολούμαι με τις αρρώστιες μου.

Και να που πήγαν, ήρθαν τα πράγματα και μ’ αυτές ασχολούμαι. Αυτά ήρθαν στο νου μου και ο λόγος πρόσεχε τι εύχεσαι, που είπε ο ήρωας, με συγκλόνισε.

Από δω και πέρα η συζήτηση έλαβε άλλη τροπή. Τόσο απλή η φράση πρόσεχε τι εύχεσαι, που δεν την προσέχει σχεδόν κανείς. Τίποτα φανταχτερό, εντυπωσιακό, χτυπητό δεν έχει. Στο βάθος όμως τόσο σπουδαία. Όπως οι καλύτερες ευχές είναι οι απλές που τις λέμε από συνήθεια μάλλον, δίχως να συνειδητοποιούμε τι λέμε, καλημέρα, καλησπέρα, καλό βράδυ, χαίρεται, και του χρόνου, χρόνια πολλά, να ζήσετε, συγχαρητήρια, εις υγείαν κ.α, έτσι και τούτη. Τόσο απλή και ταυτόχρονα τόσο μεγαλειώδης.

ʺΠρόσεχε τι εύχεσαιʺ .

Και για να αλαφρώσουμε κάπως το λόγο, ποιος δε θυμάται από την πρώτη τάξη του παλαιού εξαταξίου γυμνασίου τον γέροντα ξυλοκόπο που παρακαλούσε να έρθει ο θάνατος να τον γλυτώσει απ’ τα βάσανά του που δεν είχαν τελειωμό. Κι ο θάνατος τον άκουσε. Κι αφού ήρθε (θάνατος ἐπιφαίνεται) τον ρώτησε γιατί τον φώναξε. Και ο γέροντας:

Ἵνα τὸ φορτίον ἄρῃς (για να σηκώσεις το φόρτωμα).

Πρόσεχε λοιπόν τι εύχεσαι.

Κι αν πάμε ακόμη πιο πέρα, ακούμε σε συζητήσεις ανθρώπους, που για να ενισχύσουν τις θέσεις τους και να γίνουν πιστευτοί, ορκίζονται ακόμη και στα παιδιά τους και λένε (εύχονται)

ʺνα μη χαρώ τα παιδιά μουʺ.

Εγώ τουλάχιστον τό ’χω ακούσει, δυστυχώς, αρκετές φορές. Ακούγοντάς το δε με διαπερνά κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα, ανατριχιάζω. Δεν το αντέχω. Αλήθεια πώς το λένε; Κι εκείνη τη στιγμή παρεμβαίνω δυναμικά λέγοντας ότι δεν θα ήθελα ποτέ ν’ ακούσω ό,τι άκουσα, το οποίο επί τέλους δεν προσδίδει κανένα κύρος στο λόγο. Αντιθέτως τον ακυρώνει μονομιάς. Αποτρόπαιη ευχή.

Δεν είμαι προληπτικός ούτε πιστεύω στις προλήψεις. Θυμάμαι όμως έντονα μια τέτοια ʺευχήʺ και είδα την εξέλιξη. Πραγματικά εκείνος που την είπε δεν χάρηκε τα παιδιά του. Κι ας μην ειπούμε τίποτ’ άλλο. Αυτό αρκεί. Και τα μάτια έτοιμα να κλάψουν.

Μια πολύ βαριά κατάρα που την έλεγαν παλιότερα οι γυναίκες κυρίως στη Γορτυνία ήταν

ʺκονταρεμμένοςʺ.

Δηλαδή να ρέψει, να σαπίσει στο εγγύς μέλλον [κοντά + ρέπω (μελλ. ρέψω, αορ. έρρεψα)= κλίνω προς τα κάτω, γέρνει η πλάστιγγα προς τα κάτω, προς τον θάνατο· και ροπή ʺμία ῥοπὴ καὶ πάντα ταῦτα θάνατος διαδέχεταιʺ = λίγο να γείρει η ζυγαριά… Το ρήμα είναι ομηρικό].

ʺΆσπρη μέρα να μην ιδεί ο κονταρεμμένοςʺ.

Και δυστυχώς έλεγαν και τα παιδιά τους, αγοράκια της αγκαλιάς κονταρεμμένα, χωρίς ουσιαστικά να ξέρουν εκείνες οι μαύρες κι άλλοτρες (κακορίζικες, δύστυχες) τι λένε. Κι όλ’ αυτά αναφέρονται μόνον ενδεικτικά.

Επαναλαμβάνω πως δεν είμαι προληπτικός. Πιστεύω όμως ότι οι ευχές συμπτωματικά θέλετε, τυχαία, πάντως βγαίνουν. Κι αν τα δεις απ’ την αρχαιότητα ως σήμερα με το μάτι της συνέχειας, θα δυσκολευτείς να τα πετάξεις. Ύστερα οι όρκοι κι όλα τούτα είναι τόσο σοβαρά, ώστε δεν είναι καλό ούτε καν να ορκίζεσαι. Όχι μόνον

ʺοὐ ψευδομαρτυρήσεις μαρτυρίαν ψευδήʺ και ʺοὐ λήψει το ὄνομα Κυρίου τοὺ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳʺ,

που λέει η Γραφή, αλλά

ʺμὴ ὁμῶσαι ὅλωςʺ

(να μην ορκιστείς καθόλου), που είπε το παλληκάρι ο Χριστός, και να είναι το ναι ναι και το ου ου.

Αυτό γιατί κανείς δεν ξέρει, ο εγκέφαλος που περιέχει τα πάντα, τις χαρές, τις καλοσύνες, τις κακίες -ό,τι βάλει ο νους σας εκεί μέσα είναι- πως λειτουργεί. Και οι προεκτάσεις του ανεξερεύνητες.

Για τον εγκέφαλο ελάχιστα ξέρουμε. Εκεί μέσα υπάρχει ένα ολόκληρο σύμπαν.

ΧΙΜ-brain-functionsΚι όποιος ειπεί, νευρολόγος, ψυχίατρος, φιλόσοφος ή άλλος ότι τον γνωρίζει, αυτός πια είναι που δεν γνωρίζει τίποτα. Και αδυνατούμε να τον ελέγξουμε τον εγκέφαλο. Αν τον ξέραμε θα μπορούσαμε να χαλιναγωγήσουμε τους εγωισμούς μας, τα πάθη μας. Όμως δεν μπορούμε. Και κάνει αυτός ό,τι θέλει κι όχι εγώ.

Για παράδειγμα, αν νευριάσεις, δεν μπορείς να τον ηρεμήσεις. Και περνάει ώρα μέχρι να το πετύχεις. Θεατρινίστικα μπορεί, μέσα σου όμως βράζεις. Και ηρεμεί μόνος του, σιγά σιγά, δίχως τη δική μας δύναμη. Σαν τις θάλασσες με τα κύματα. Τους ιλίγγους των βυθών και τη μανία τους. Τα σύννεφα με τους ανέμους που σφυρίζουν στα βράχια. Έτσι ένα τέτοιο πράγμα. Αφήστε δε που πολλές φορές παλεύουμε, δερνόμαστε με τον εαυτό μας.

Δέρνω το νου μου να σταθεί κι νους μου δέρνει εμένα

Και τσακωνόμαστε τα δυο λες και δεν είμαστ’ ένα,

λέει το δίστιχο. Τον καλώ να σταθεί, αλλά αυτός δεν πειθαρχεί. Πύρινα λόγια. Είναι να προσκυνάς τα κόκκαλα των ανθρώπων που τα είπαν.

Επαναλαμβάνω, μην πει κανείς ότι γνωρίζει πως λειτουργεί, τί εκπέμπει, πόσο επηρεάζει ο ένας εγκέφαλος τον άλλον. Εδώ το ζώο προαισθάνεται το σεισμό, τη βροχή. Ο άνθρωπος με τον εγκέφαλο επενόησε μηχάνημα που μπορεί να ξεκουφάνει τον κόσμο π.χ τη Μοσχοβίτικη καμπάνα, τη σειρήνα, χώρια τ’ άλλα τα πολύ τρομερά.

Αστραπόβολο είναι ο εγκέφαλος. Σ’ αυτόν δεν υπάρχουν σύνορα όπως στο σύμπαν.

ΧΙΜ-εγκέφαλοςαΓιατί λοιπόν, όπως έχουμε κύματα φωνητικά και άλλα να μην υπάρχουν και να εκπέμπονται και εγκεφαλικά κι ο ένας εγκέφαλος να μην μπορεί να επηρεάσει τον άλλον;

Κι εδώ πάει το μυαλό και στο ʺμάτιʺ, που λέει ο λαός, στη βασκανία.

Αφήστε που από άνθρωπο σε άνθρωπο δουλεύει τόσο διαφορετικά! Και από άνθρωπο σε άνθρωπο το τίποτα είναι πολύ και το πολύ τίποτα. Ή πνίγεται με το τίποτα και με το τίποτα βγάνει φτερά ο νους και πετά.

Τρομάζω μπρος στο ανθρώπινο μυαλό, το τερατώδες αυτό μηχάνημα! Δεν βλέπουμε άλλωστε τί τερατουργήματα κάνει;

Ας προσέχουμε λοιπόν τι ευχόμαστε. Πέραν του ότι τον κακό τον λόγο δεν πρέπει να τον λέμε ποτέ, για τίποτα και για κανένα, πολλώ δε μάλλον για τον εαυτό μας και τους δικούς μας ανθρώπους.

Γιατί μπορεί να είναι η στιγμή σημαδιακιά και η ώρα ανοιχτή, όπως λέει ο λαός και να πραγματοποιηθεί η ευχή ή η ʺευχήʺ.

Πρόσεχε λοιπόν πάντοτε τι εύχεσαι. Η σοφία του λαού, που είναι τόσο βαθειά ώστε ούτε ο Σωκράτης ούτε ο Αϊνστάιν ούτε τίποτα δεν τη φτάνει.      

 

(ΧΙΜ)