.

.Αθανασίου Π. Στρίκου, εκπαιδευτικού, ταξιάρχου αστ. ε.α.

                         Η  Δ ω ρ ο θ έ α

«Ο πόνος του ενός ανθρώπου μένει πάντα πόνος του ενός ανθρώπου»,

λέει ο πνευματικής μοναδικότητας στοχαστής Φ. Βαρέλης που συχνά πυκνά επικαλούμαι. Κι αυτός ο ίδιος είναι που σε αναγκάζει να τον δεχτείς. Τέρμα κι έληξε. Κι είναι τούτο τελικά μία βοήθεια. Ο δικός μου πόνος. Ο οποίος δεν μεταβιβάζεται, δεν μπορεί να τον πάρει ο άλλος να αλαφρώσεις. Και δε μιλώ για τα λόγια της παρηγοριάς που βεβαίως λέγονται και είναι σημαντικά και κάποτε λυτρωτικά. Τον πόνο καθ’ εαυτόν όμως δεν του τον παίρνουν. Αυτός μένει δικός σου.

Μπρος στα λόγια του λαού, του ανώνυμου λαού, όλοι είμαστε νήπιοι.

«Δέρνω το νου μου να σταθεί κι ο νους μου δέρνει εμένα/και τσακωνόμαστε τα δυο λες και δεν είμαστε ένα»,

λέει το δίστιχο. Και ο πιο μεγάλος εχθρός είναι ο εαυτός μας.

«τὸ νικᾶν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη καὶ ἀρίστη»

έλεγε ο αρχαίος. Και πράγματι ο εαυτός μας είναι ο μεγάλος εχθρός. Άμα μπορείς να τον ηρεμήσεις, να τον οδηγείς σωστά είναι η μεγαλύτερη νίκη.

Με τον εαυτό μας ζούμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αυτή είναι η παρέα μας που μόνο με το θάνατο αποχωριζόμαστε. Και η μόνη λύση, να παλέψεις με τον εαυτό σου. Είναι ο μόνος συγκεκριμένος αντίπαλος να πολεμήσεις, να συμμαχήσεις, να συνυπάρξεις. Η ζωή είναι πρώτα ο εαυτός μας και ο καθένας μας μια οντότητα. Αυτός υποφέρει, πονάει, πεινάει, διψάει, θυμώνει, μισεί, οργίζεται, φοβάται, απελπίζεται. Κι εμείς πρέπει να μάθουμε να ελισσόμαστε σ’ αυτήν τη ζωή. Εσύ πρέπει να βρεις λύση με τον εαυτό σου, σε κάθε δυσκολία μέσω του εαυτού σου πάντα. Εγώ είμαι το πρόβλημα. Άρα μέσα μου είναι και η λύση και εγώ είμαι εκείνος που πρέπει να βοηθήσω. Οι άλλοι ακόμα και να θέλουν δεν μπορούν.

Και για να βρεις τη λύση κάθε φορά, πρέπει να δεχτείς την τραγωδία σου και να την παλέψεις. Γιατί η ζωή δεν είναι κάτι απρόσωπο ή κοινό. Η ζωή του καθενός είναι προσωπικό δεδομένο. Κι ο πόνος του ενός ανθρώπου, θα το ξαναπούμε, πόνος του ενός ανθρώπου. Κι όχι μόνο ο πόνος αλλά και η χαρά του ενός ανθρώπου.

Και αυτή η χαρά είναι που θέλω σήμερα να μοιραστώ μαζί σας κοινολογώντας ένα περιστατικό.

Τελευταία βρέθηκα σε ένα τόπο μακρινό και άγνωστο για τα δικά μου δεδομένα. Πήγαινα για πρώτη φορά, κινημένος από ιερό οικογενειακό καθήκον σε κοινωνική εκδήλωση. Πολλοί ήσαν γνωστοί, συγγενείς, φίλοι. Αρκετούς έβλεπα για πρώτη φορά και προσπαθούσα να εξοικειωθώ μαζί τους. Μεταξύ των γνωστών και ένας πρώτος ανιψιός, της αδερφής μου παιδί, με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι τους τη Δωροθέα- τ’ όνομά της είναι κι όχι επινοημένο από μένα- ένα λουλουδάκι, ένα αηδονάκι πεντέμισυ χρονών, πανέμορφο σαν όλα τα παιδάκια της ηλικίας της κι ο Θεός με τη χαρά του.

Την είχα ιδει τη Δωροθέα, πριν ένα χρόνο ακριβώς σε άλλη κοινωνική εκδήλωση στη Μονεμβασιά μαζί με τους γονείς της, μα δεν τη θυμόμουν καλά καλά. Φυσικά ούτε το παιδί εμένα. Χαιρετηθήκαμε με τους γονείς της, φιληθήκαμε, μιλήσαμε. Φίλησα και τη Δωροθέα και μετά ο καθένας στράφηκε σε άλλους συγγενείς, φίλους και γνωστούς όπως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Αργότερα, μετά το μυστήριο της βαφτίσεως – αυτή ήταν η κοινωνική εκδήλωση – στο μαγαζί που καθήσαμε σ ‘άλλο τραπέζι εγώ κι αυτοί, η Δωροθέα έτσι όπως έπαιζε, ξαφνικά στάθηκε, με κύτταξε από μακριά «πέραν του δέοντος» με κείνα τα λαμπυριστά ματάκια κι έτρεξε μ’ όλη την ορμή του παιδιού της ηλικίας της, με αγκάλιασε, με έσφιγγε με τα χεράκια της μ’ όση δύναμη είχε, σα να ήθελε να πνίξει κάτι βαθύ μέσα της, ώστε δεν κρύβω ότι έμεινα κυριολεκτικά αποσβωλωμένος, κεραυνοβολημένος από την τόση αγάπη που έβγαζε ένα τόσο δα μικρό παιδάκι, ξένο στην πραγματικότητα, που δεν είχα τι να κάνω τη συγκίνηση, προσπαθώντας να μην το δείχνω.

Όμως χίλιες σκέψεις άρχισαν να κατεβαίνουν. Τελικά βρίσκεις αγάπη, είπα, από κει που δεν το περιμένεις. Ένα τόσο δα παιδάκι σου δίνει μεγάλο μάθημα αγάπης. Δεν ξέρεις ποιος θα σου δώσει αγάπη: Μπορεί το παιδί σου να μη σου δώσει και να πάρεις από ένα ξένο παιδί.

Λέμε καμμιά φορά πως όλα είναι συμφέρον. Ακόμα και η μάνα που σε γέννησε, σε αγαπάει γιατί κατά βάθος κάπου αποσκοπεί. Όμως σ’ αυτόν τον κόσμο είναι και κάποια που δεν περιλαμβάνουν συμφέρον. Και είναι τούτα τα πραγματικά υπέροχα και μεγαλειώδη. Γιατί τι συμφέρον είχε από μένα ένα παιδάκι που έβλεπα για πρώτη φορά; Που ποτέ δεν του είχα δώσει ούτε μια καραμέλα να ειπώ πως κάτι περίμενε ή ήθελε να ανταποδώσει. Από μόνο του την πρόσφερε, με έναν αυθορμητισμό ώστε όλη η σκηνή ήταν όπως είπα, ένα μεγάλο μάθημα σ’ αυτή την ηλικία. Έφυγα λες και η ζωή ήταν αλλού. Κι αυτό αρκεί. Τελικά από τον κάθε άνθρωπο μικρόν ή μεγάλον και την κάθε ανθρώπινη επαφή παίρνεις μεγάλα μαθήματα.

Πολλά κοινά - χείμαρρος οι σκέψεις όσο μ’ έσφιγγε- ο γέροντας με το μικρό παιδί. Οι δύο άκρες του κύκλου. Του ενός που κλείνει πια και του παιδιού που αρχίζει είναι τόσο κοντά η μία στην άλλη. Ωραίες σκέψεις. Γλυκές, αγνές που μόνον η άδολη κι ανιδιοτελής αγάπη φέρνει και σε πάει σε άλλους κόσμους… Μεγάλος φιλόσοφος ο Χριστός που είπε

«ἄφετε τὰ παιδία ἐλθεῖν πρός με»,

Θεός. Γι’ αυτό μπρος στη διδασκαλία του έπεσαν όλα τα κάστρα και όλες οι εξουσίες.

Ήμουν αρκετά προβληματισμένος την ημέρα εκείνη, κουρασμένος, κακόκεφος, πονεμένος. Κι όλα αυτά μονομιάς μεταμορφώθηκαν σε χαρά, αγαλλίαση, ευτυχία. Κι έτσι όπως μ’ έσφιγγε με τα χεράκια της, πλήρης εναγκάληση τόσο καθαρή, νόστιμη και μυρωδάτη που ανακουφίζεται η ψυχή, σκέφτηκα: Το παιδάκι αυτό δεν είπε πώς θα πλησιάσω αυτόν το γέροντα. Πώς να τον αγκαλιάσω, να τον σφίξω με τα χεράκια μου, να τον φιλήσω. Δεν έκανε κανέναν απολύτως υπολογισμό. Δε φοβήθηκε.

Μα δεν τα σκέφτονται αυτά τα παιδιά θα ειπείτε. Γι’ αυτό και δεν τα κάνουν κιόλας. Αυτά τα παράξενα που τα έχει ανάγκη ο άνθρωπος ανακαλύπτει το πιο ακριβό δώρο του θεού δημιουργώντας του όμορφα συναισθήματα.

Αλήθεια τι κάνει το μικρό παιδί που δεν έχει πυργώσει συνείδηση, εγωισμούς, πάθη, δεν ξέρει τι θα πει συμφέρον και τόσα άλλα! Τι της ήρθε της Δωροθέας να συμπεριφερθεί έτσι σ’ έναν ξένον; Καλά τη μάνα της ή τον πατέρα της ή τη γιαγιά της που τους έχει και τους βλέπει κάθε μέρα. Αλλά έναν ξένον που ποτέ δεν της μίλησε, δεν τη φίλησε; Είναι τούτα πράγματα για περισυλλογή και ανίχνευση της ψυχής του ανθρώπου.

Υπάρχουν πολλών ειδών έλξεις. Πατρική, μητρική, ερωτική. Τούτη δεν ήταν τίποτα απ’ αυτά. Ποιος ξέρει τι του δημιούργησε του παιδιού αυτή την επιθυμία και με είδε τόσο φιλικά!

Θέλησα να εξιχνιάσω κάπως το μυστήριο κι όταν πια σταμάτησε να με σφίγγει με τα δυο χεράκια της τη ρώτησα γιατί με αγκάλιασε και μ’ αγαπάει τόσο πολύ. Για να πάρω απάντηση από ένα παιδάκι έξι (6) χρονών που δεν περίμενα ποτέ. Που με καρφωμένα τα ματάκια του, τα παραγεμισμένα αθωότητα και γλύκα στα δικά μου, ήτανε σα να απαντούσε στο που έχει αρχή η αγάπη κι άκρη, είπε:

Γιατί ήθελα να σου κάνω ένα δώρο. Κι όταν θά ’χεις τα γενέθλιά σου θα σου ξανακάνω δώρο μια μεγάλη αγκαλιά. Κι ένιωσα όλη τη γλύκα της αγάπης. Αληθινά τόσο μεγάλη, απέραντη, η τόσο μικρούλα αγκαλιά της. Ήμουν λυτρωμένος σα να είχα μπει στον παράδεισο. Ποτέ δεν είχα φανταστεί αυτόν τον παράδεισο και ξαφνικά τον είδα ολοζώντανο μπροστά μου. Δώρο Θεού πραγματικά η Δωροθέα που με έκανε να δακρύσω και την ευχήθηκα βαθειά, μυστικά μέσα μου….

Πόσο αγνά μέχρι μια ηλικία τα παιδιά. Κι αύριο όταν θα μεγαλώσει θα ντρέπεται. Θα χαθεί ο αυθορμητισμός με τα ʺδεν πρέπειʺ, τα ʺμηʺ και όλα εκείνα που καταργούν τα αυθόρμητα. Και δίδουν υλικό για σκέψη. Όπως ότι ο γέροντας και το μικρό παιδί, ο πολύ γέροντας με το πολύ μικρό παιδί, είναι παρέα ιδανική και τόσα άλλα.

Ήταν πραγματικά για μένα ένα αναπάντεχο καλό, ένα θαύμα, όπως ορίζει το θαύμα ο Θανάσης Βέγγος. Και εύχομαι να συμβαίνουν σε όλους μας συχνά τέτοια αναπάντεχα καλά, τέτοια θαύματα.

(χιμ)