Η πόλη, ολούθε, καλυμμένη από χιόνι, αναπαύεται,
και αναγαλλιάζει γλυκά, κάτω από πέπλα πάλλευκα.
Ανασυγκροτείται η ζωή, γιατρειά αγωνίζεται να βρει.
Οι στιγμές ανάπαυσης, στα λευκά, μια ανάπαυλα,
μια άρνηση καταστροφής, σε ενός πολέμου ξέσπασμα οργής.

Η φύση λαβωμένη, σε αταραξία βυθίζεται βουβή,
καθώς, στην παύση της διαμάχης, επουλώνεται η πληγή.
Την πίκρα, όμως, ποιος να κρύψει, παντού δεσπόζει η θλίψη.
Έπαψε η αντάρα, κόπασαν τα μίση, ο ορίζοντας αδιάσπαστος,
ολόλευκη η γη, μαύρος ο ουρανός, ο γάμος κείτεται ματωμένος,

Η γη καθηλωμένη από ανθρώπινη οργή, αδυσώπητα πυρά,
κάτω από το φορτίο του χιονιού, πλήττει μονότονα.
Προσμένει ανυπόμονα την ώρα της βλάστησης.
Να πλανέψει αποζητά, με τη φρεσκάδα της, το βαρύ ουρανό,
και από την αρχή, ποθεί να ανθήσει νέο ανθό.

Οι στέγες, που ασφυκτιούν στο χιονιά, ακόμα κρατούν γερά.
Όσο κι αν βασανιστικά βαραίνουν,
τρυφερά πάνω από μια εστία παγωμένη γέρνουν.
Την τώρα πια ορφανεμένη φλόγα αγκαλιάζουν και επιμένουν,
πώς να μην δοθεί τέλος στη θαλπωρή.

Ένα παιδί, μέτωπο κολλημένο στο τζάμι, μια αναμονή,
το παραθύρι είναι ελπίδα και απόδραση μαζί.
Τί κι αν το δάκρυ το καυτό γίνεται κρύσταλλο και μέλι,
με πλώρη την αγάπη του γονιού του ταξιδεύει,
και τη νύχτα αυτή, το γιορτινό του όνειρο ζωντανεύει.

Το σπίτι σαν πορφυρό δειλινό και η αγάπη φεγγοβολά,
γυρνούν οι γονείς από τη δουλειά με μάτια χαμογελαστά,
το φαγητό ζεστό, η μυρωδιά σκορπίζει ανάλαφρα,
τα λόγια της μητέρας, μελωδίες, ηχούν γλυκά,
η αγκαλιά του πατέρα, απόλαυση, χαρά.

Η έρημη αυλή ανθίζει και από ευτυχία διάπλατα ξεχειλίζει.
το λαμπερό αστέρι φέγγει, τη γαλήνη του σπιτιού προστατεύει,
Γονείς, παιδιά, συγγενείς και φίλοι, στο σπίτι ξανά φθάνουν,
σήμερα, τα Χριστούγεννα ειρήνη ήρθαν να σημάνουν.

Αγνώ, 24.12.2017

(ΕΚΜ)