Stella Dimitropoulou 200 248.

Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, ντάλα μεσημέρι,
θάνατος είναι οι κραυγές των πουλιών, το μαντάτο,
που αντηχεί στις πλαγιές, χτυπά πάνω στις πέτρες,
κυλά με τα νερά που κελαρύζουν στις πηγές,
και χάνεται στα βάθη της γης, όπου παλεύει να κρύψει το κακό.

Στην έξαρση της μπουμπουκιασμένης φύσης,
δεν είναι θάνατος τα αρώματα, τα χρώματα, τα κρινάκια,
τα αγριολούλουδα, που κέντησε η άνοιξη στις πλαγιές,
μόνο τα πλέκουν στεφάνι στα μαλλιά σου, τα πουλιά,
για να μην σου πουν αστόλιστη το αντίο.

Ο ήλιος αστραποβολά, ασάλευτος, προσμένει,
στο άτι του σαλτάρει, τα γκέμια του κρατάει,
για να ανεβεί η όμορφη, η ζηλευτή, για να ανεβεί η Στέλλα,
που χαιρετάει την πλάση, τη θάλασσα και τα βουνά,
μάνα, πατέρα κι αδερφό, τον άντρα και τα λατρευτά παιδιά της.

Το ουράνιο στερέωμα έχασε ένα από τα άστρα του,
που πλούμιζε τις νύχτες, όταν τσούρμο παιδιά,
κοιτώντας τα πεφταστέρια, κάνοντας κρυφές ευχές,
τα όνειρά μας έστηναν χορό και κρατώντας τα χέρια,
τραβούσαμε, νομίζαμε, προς την αιωνιότητα.

Τώρα, το θλιβερό μαντάτο έπεσε βαρύ στη γη,
η Στέλλα έφυγε, ο ήλιος την έκλεψε και μας αποχαιρετάει,
μας πλάκωσε παγόβουνο, το αίμα στις φλέβες μας παγώνει,
πετρώνει η καρδιά, η σκέψη πικρή αδυσώπητα πονάει,
και μόνη η αγάπη της μας αγγίζει τρυφερά,
για να μην στεκόμαστε σαν απολιθωμένοι.

Ε. Κ. Μπόρα, 17.7.2018