Δ.Η.Χ.

Στην πόλη των χιλίων αστεριών δεν χρειάζεται να κλείνεις τα μάτια. Το να σταυρώνεις τα δάχτυλα είναι περιττό. Γιατί κάθε ευχή, με μια σου μόνο σκέψη, γίνεται αληθινή. 

Ποτέ η φθονερή η Μέρα δεν άπλωσε το πέπλο της σ' αυτές τις κατοικίες. Δεν έφθειρε με το σκληρό της φως τον Οίκο της Σελήνης.

 

Περπατώ στους δρόμους, ένα φάντασμα με σάρκα και οστά, και γεύομαι την ευωδιά της νύχτας. Γύρω μου κάθε σύννεφο, ένας κήπος, κάθε πέταλο, αυτόφωτος πλανήτης που φέγγει ντροπαλά. Κάτω από τα πόδια μου η αστερόσκονη γράφει τα όνειρά μου με γράμματα χρυσά. Και ψηλά, πάνω από τα χρυσά εκείνα μονοπάτια, υψώνονται τα κτήρια σμιλεμένα απ' τα χέρια των γιγάντων: κρυστάλλινα, από πάγο καμωμένα, που ποτέ δεν έλιωσε γλυκό, καυτό φιλί.

Κατευθύνομαι δειλά προς το λευκό παλάτι, ενώ δίπλα μου, καβάλα στους ανέμους, περνούν καλπάζοντας οι ιππότες κάθε άστρου με λάβαρο την φιλόδοξη ελπίδα. Μ' ένα φιλί θα γενούνε βασιλιάδες, αν σπάσουν την κατάρα που 'ταν μαζί κι ευχή. Τρέχουν όλοι στο μαρμάρινο παλάτι που 'ναι και τάφος και κλίνη παγερή.

Μα η βασίλισσα Σελήνη δε ξυπνάει τα κρύα χείλη ενός ιππότη σαν δεχθεί. Σε ύπνο βαθύ μονάχα πέφτει και το φως της κινδυνεύει να χαθεί. Τ' αστέρια πνίγουν την αιθέρια ομορφιά της, βασίλισσα ναι είναι αλλά και δεσμώτης τους αυτή.

Ένα φιλί μονάχα περιμένει του πρίγκιπα Ήλιου, τη ζεστασιά του να χαρεί. Και όταν απλόχερα το φως του θα σκορπίσει, τη λάμψη του μαζί της τρυφερά θα μοιραστεί.

Εννιά φορές ήδη τον έχουν διώξει απ' την παγωμένη τούτη πόλη, ζηλόφθονα φυλάγοντας τη Σελήνη, άλλος κανείς να μη τη δει. Μονάχα εγώ, που έχω αίμα στις φλέβες μου ζεστό, μπορώ ελεύθερα τα μέρη τους να πατήσω. Φτάνει μόνο να ονειρευτώ και θα έχω ό,τι ζητήσω. Μάννα γι΄ αυτούς οι εικόνες μας του ύπνου, νέκταρ κάθε φαντασία μοναδική.

Κι έτσι με φόβο μήπως τι κρύβω βρούνε, διαβαίνω τις πύλες του ουράνιο κλουβιού. Με βήμα κάθε στιγμή και πιο γοργό ελίσσομαι μέσα από τα πλήθη σιωπηλά, μέχρι που έχω πια μπροστά μου την πανώρια, χλομή θεά: ένα φιλί ακόμη και η αύρα της θα σβήσει. Ένα φιλί και η κόρη της Νύχτας θα χαθεί.

Κλείνω τα μάτια και ανοίγω την καρδιά μου, να βγει αυτός που μέσα της είχε κρυφτεί: Μια λάμψη καίει τα βλέφαρά μου και αμέσως ακούγονται κραυγές θυμού και φόβου. Το φιλί ποτέ μου δεν το είδα, η θνητότητά μου εμπόδιο στο να δεχθεί το σώμα τέτοια λάμψη. Άκουσα όμως το γάργαρο γέλιο της Σελήνης, δέχθηκα όμως το φιλί της δροσερό, του ήλιο το χάδι το ζεστό.

Και εγώ που κουβάλησα τον ήλιο στην καρδιά μου μες απ' τους δρόμους της σιωπής, άνοιξα τα μάτια στην πόλη τη δικιά μου και καλωσόρισα τη νεογέννητη κόρη τους την Αυγή.