Γεωργίου Γ. Σχίζα (Αρφάνη 1912-2000)

Διάβασε τούτο το χαρτάκι βρε φτωχό μου εγγονάκι,

του παππούλη το φαρμάκι όταν ήτανε παιδάκι,

σαν μικρό σαλιγκαράκι στης μανούλας το κορμάκι.

.

Πως ξεκίνησε η ζωή, θα στα πει τούτο το χαρτί.

.

Περπατούσαμε μαζί, με μια γιδούλα με σχοινί,

η μανούλα μες στα μαύρα, που αχέ την κάψει η λαύρα.

(Τα φορούσε για τον άντρα που σκοτώθηκε στη Λαύρα,

στην κορφή μες στο Μπιζάνι, με τους Τούρκους του Οσμάνη).

Και πηγαίναμε στη Μούσγα, με τη γίδα την κορμπούλα

να βοσκίσει και να βγάλει γαλατάκι για το βράδυ.

.

Πέρασαν πέντε-έξη χρόνια, πάει και η μάνα στα αιώνια.

.

Έμεινα έτσι σαν πουλάκι κρεμασμένο στο κλαράκι,

και καθόμουνα κει πάνω σαν την καλαμιά στον κάμπο.

μαραμένο…

σαν πουλάκι μες στο χιόνι μες στο φράχτη.

.

Κοίταζα γύρω τριγύρω μήπως βρω κανένα φίλο

και ρωτούσα τους γειτόνους μες στις στράτες μες στους δρόμους,

ποια στράτα για να πάρω τη μανούλα μου να ψάξω.

Έβλεπα τα ξαδερφάκια, τάβλεπα σαν αδερφάκια,

με φωνάζαν αρφανό, μα είχανε κι αυτά καημό.

.

Στάλα-στάλα το φαρμάκι έπινα μικρό παιδάκι,

τότες τάχασα κι εγώ με της μανούλας το χαμό.

.

Πέταξα απ΄το κλαρί σε μιας θειάς μου την αυλή.

Φόραγε κι αυτή τα μαύρα γιατί έχασε τον άντρα,

που σκοτώθηκε στη Μανολιάσα, στου πολέμου αυτή την κάψα.

Την ελέγανε Σταθούλα και της κάηκε η καρδούλα.

.

Σε ξένες πόρτες μπαινοβγαίνω και δεν ξέρω τι θα γένω,

σε ξένες πόρτες τρω ψωμί, σε ξένες κάνω το κορμί.

Και διαβαίνουνε τα χρόνια, μες στο κρύο μες στα χιόνια…

.

Τώρα που εγέρασα τόνους φαρμάκια απόκτησα.

.

(ΧΙΜ)