Από την ποιητική συλλογή «Το διάβα του χρόνου», Αθήνα 1989.

 

Βοριάς φυσάει στον Αγιαντριά

και φτάνει ως την Αχαγιά.

Αρπάζει δάσκαλο παιδιά,

τους φέρνει απάνω στα βουνά.

 

Μα δεν τους πάει στον Αγιολιά.

Τους ρίχνει λίγο πιο μακριά,

λίγο έξω από το χωριό,

στο διάσελο …στης «Γριάς το «Σωρό».

 

Τάμα είχανε από καιρό,

να φτιάξουν μνημείο σοβαρό.

Μαζεύτε πέτρες ρε παιδιά,

λιθάρια από δω κοντά.

 

Βάλτε στη μέση μια κολώνα,

να μένει εδώ για πάντα αιώνια.

Για τη Σερβαίικη λεβεντιά,

που κόλασε του Ιμπραήμ τα σκυλιά.

Κι έγινε ο τάφος τους εδώ,

παιδιά μου σε τούτο το «Σωρό».

 

Όλοι οι καπεταναίοι,

Πλαπουταίοι και Σερβαίοι.

Θα βάλουμε υπογραφή,

να μένει αιώνια σε τούτη τη γη.

 

Να βλέπει ο διαβάτης σαν περνά,

σε τούτη τη δύσβατη πλαγιά,

πως έγινε μάχη στο «Σωρό»,

στον τόπο τον αγναντερό.

 

Από Σερβαίους και Νταραίους

και τους άγριους τους Τρουπαίους.

Κι ο Πλαπούτας που βλέπει από μακριά…

 

…Κρατάτε κι έρχομαι παιδιά.

 

(XIM)