Διάβασε τούτο το χαρτάκι βρε φτωχό μου εγγονάκι,
του παππούλη το φαρμάκι όταν ήτανε παιδάκι,
σαν μικρό σαλιγκαράκι στης μανούλας το κορμάκι. 
Πως ξεκίνησε η ζωή θα σου τα πει τούτο το χαρτί.
Περπατούσαμε μαζί με μια γιδούλα με σκοινί,
Η μανούλα με τα μαύρα που αχε την κάψει λαύρα.
Τα φορούσε για τον άντρα, που σκοτώθη μεσ΄ στη λαύρα,
στην κορυφή μεσ΄στο Μπιζάνι, με τους Τούρκους του Οσμάνη.
Και πηγαίναμε στη "μούζγα" με την γίδα την κορμπούλα,
να βοσκήσει και να βγάλει γάλα για να φάμε βράδυ.
Πέρασαν πέντε-έξη χρόνια πάει και η μάνα στα αιώνια.
κι΄έμεινα σαν το πουλάκι κρεμασμένο στο κλαράκι.
Καθόμουν στο κλαράκι επάνω, σαν την καλαμιά στο κάμπο
μαραμένο σαν πουλάκι μες στο χιόνι, μες στη φράχτη.
Κοίταζα γύρω-τριγύρω, μήπως βρω κανένα φίλο
και ρωτούσα τους γειτόνους μες στις στράτες, μες στους δρόμους.
Ποιά στράτα εγώ μπορώ να πάρω τη μανούλα μου να ψάξω;
Έβλεπα τα ξαδερφάκια, τάβλεπα σαν αδερφάκια,
με φωνάζαν "ορφανό", μα είχανε κι΄αυτοί καημό,
στάλα-στάλα το φαρμάκι έπινα μικρό παιδάκι.
Τότες τάχασα κι΄εγώ, για της μανούλας το χαμό.
Πέταξα απ΄το κλαρί σε μιας θειάς μου την αυλή.
Φόραγε κι΄αυτή τα μαύρα γιατί έχασε κι΄αυτή τον άντρα,
σκοτώθηκε στη Μανολιάσα, στου πολέμου αυτού την κάψα.
 
Την ελέγανε Σταθούλα, που της κάηκε η καρδούλα.
Σε ξένες πόρτες μπαινοβγαίνω και δεν ξέρω τι θα γένω,
σε ξένες πόρτες τρώ ψωμί, σε ξένες κάνω το κορμί
και διαβαίνουνε τα χρόνια μέσ΄το κρύο μέσ΄στα χιόνια.
 
Τώρα που γέρασα, τόνους φαρμάκια απόχτησα....