Βασίλης Γ. Μαραγκός

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα είναι τα σημάδια που μας έρχονται από μια όχι και τόσο μακρινή εποχή -την εποχή πριν την παγίωση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια-, όταν η ανάμιξη ανάμεσα στις φυλές, τις θρησκείες και τους λαούς ήταν τέτοια που ήταν συχνά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διακρίνεις με βεβαιότητα την εθνικότητα κάποιου. Στο πλαίσιο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία κυριαρχούσε τότε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, οι άνθρωποι διακρίνονταν με βάση τη θρησκεία τους. Αυτή η παλαιά διάκριση έδωσε αργότερα τη θέση της στους σημερινούς εθνικούς προσδιορισμούς, με βάση μια περίπλοκη διαδικασία μετάθεσης και εναλλαγής θρησκευτικών, τοπικών και γλωσσικών ταυτοτήτων.

Ελλάδα και Ανατολή 

Το 1917, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Θεσσαλονίκη, πρώην δεύτερη πολιτεία της αυτοκρατορίας και αδιαφιλονίκητο κέντρο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, είχε ήδη ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος.

Βρισκόμαστε ωστόσο στην περίοδο πριν τη Μικρασιατική εκστρατεία και τη συνακόλουθη Καταστροφή και ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, και η Θεσσαλονίκη έχει σε μεγάλο βαθμό συγκρατήσει τον παλαιό της πολυεθνικό πληθυσμό. Είναι επομένως ακόμα μια πόλη της Ανατολής το 1917, χρονιά που ο Jean-José Frappa συγγράφει και εκδίδει στο Παρίσι, στη γαλλική γλώσσα, το μυθιστόρημα «Στη Σαλονίκη, κάτω απ' το βλέμμα των θεών» («A Salonique, sous l'œil des dieux»). Ο ίδιος ο Jean-José Frappa εξέδωσε αργότερα και ένα πόνημα με τις αναμνήσεις του από την εκστρατεία της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου υπό τον τίτλο «Μακεδονία. Αναμνήσεις ενός αξιωματικού-συνδέσμου στην Ανατολή» («Makédonia. Souvenirs d'un officier de liaison en Orient», Παρίσι 1921). Δεν θα πρέπει να μας ξενίζει η χρήση του όρου Ανατολή στην επικεφαλίδα της εργασίας αυτής. Κατά τον 19ο αιώνα και εμείς οι  Έλληνες ονομάζαμε την περιοχή των Βαλκανίων και τη Μικρά Ασία Καθ' ημάς Ανατολή αλλά και στη δυτική χρήση η Βαλκανική χερσόνησος έως τις αρχές του 20ού αιώνα ονομαζόταν γενικά «Ανατολή» ή «Εγγύς Ανατολή».

Ο λούστρος Ισμαήλ
Ο Jean-José Frappa ήταν δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1882. Πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε εκδώσει μερικά θεατρικά έργα, τα οποία είχαν γνωρίσει κάποια απήχηση στις παριζιάνικες σκηνές του βοντβίλ. Το «Στη Σαλονίκη, κάτω απ' το βλέμμα των θεών» ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε γνωστό στο μεγάλο κοινό.
Το μυθιστόρημα «Στη Σαλονίκη, κάτω απ' το βλέμμα των θεών» μας μεταφέρει στην παλαιά Θεσσαλονίκη, μέσα από την ερωτική ιστορία του λούστρου Ισμαήλ -θετού γιου του Τούρκου χαμάλη Μωχαμέτ- και της Τσιγγανοπούλας Αϊσέ. Από ηλικία έξι ετών ο Ισμαήλ εργαζόταν ως λούστρος. Τα ιστορικά γεγονότα εκτυλίσσονταν γύρω του χωρίς να του κινήσουν το ενδιαφέρον. Η επανάσταση των Νεοτούρκων, ο περιορισμός του σουλτάνου στη Βίλλα Αλλατίνι, τον είχαν αφήσει αδιάφορο. Το ίδιο και η κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό και η δολοφονία του Γεωργίου Α. Εκείνος «συνέχιζε να γυαλίζει μπότες χωρίς να ενδιαφέρεται αν τις φορούσαν πόδια ελληνικά, τουρκικά, σερβικά ή βουλγαρικά».  Ύστερα «η τάξη αποκαταστάθηκε - Έλληνες χωροφύλακες τυραννικοί και βίαιοι πήραν τη θέση των οκνηρών Τούρκων χωροφυλάκων». Καθώς όμως ο Ισμαήλ μεγαλώνει, η αποκάλυψη ότι ο Μωχαμέτ δεν είναι πραγματικός πατέρας του τον προβληματίζει. Ο  Έλληνας υπολοχαγός Αχιλλεύς Παπαζαφειρόπουλος, τακτικός πελάτης του, που καλείται να σχολιάσει το ζήτημα, του δηλώνει ότι, εφόσον είναι περιτμημένος, δεν μπορεί παρά να είναι είτε μουσουλμάνος είτε εβραίος, «δηλαδή ένα μηδενικό». Ο έτερος  Έλληνας της ιστορίας (μάλλον Μακεδόνας και όχι Παλαιοελλαδίτης όπως ο Παπαζαφειρόπουλος), ο παπα-Θεόκλητος, θεωρεί τον Ισμαήλ μάλλον εβραίο, όταν ο τελευταίος του δηλώνει ότι θέλει να δουλέψει για να κερδίσει χρήματα (αφού οι  Έλληνες, σύμφωνα με τον παπα-Θεόκλητο, θέλουν να κάνουν περιουσία χωρίς να κοπιάσουν!). Και ο εβραίος ραβίνος θεωρεί τον Ισμαήλ μουσουλμάνο.

Οι συμβουλές της θεάς Αφροδίτης
Στο σημείο αυτό ωστόσο επεμβαίνουν οι θεοί του Ολύμπου που παρακολουθούν τις εξελίξεις από το ιερό βουνό, όπως παρακολουθούσαν τις μάχες μεταξύ Τρώων και Αχαιών μπροστά στα τείχη του Ιλίου. Εξάλλου ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου οφείλεται σε αυτό το εύρημα της εμπλοκής των θεών στην ιστορία. Ο Ισμαήλ λοιπόν, λόγω της ομορφιάς του και του έρωτά του για την Αϊσέ, είχε κερδίσει την εύνοια της Αφροδίτης. Η θεά του έρωτα υπαγορεύει λοιπόν στην Αϊσέ να συμβουλέψει τον Ισμαήλ να γίνει εβραίος:
«Πάρ' το απόφαση ότι είσαι εβραίος, Ισμαήλ.  Όντας εβραίος, μπορείς να γίνεις στο μέλλον ό,τι υπαγορεύει το συμφέρον σου: Γάλλος,  Άγγλος, Αμερικανός, Ισπανός, Ιταλός κτλ.».
Και έτσι έγινε... Ο Ισμαήλ έγινε εβραίος, και ο φύλακας-άγγελός του, η Αϊσέ, παρουσιάζοντας τον Ισμαήλ ως βλαστό εβραϊκής προσφυγικής οικογένειας από την Καβάλα, κατόρθωσε να του βρει προστάτη στο πρόσωπο του εβραίου εμπόρου Ααρών Λεβή. Ο Λεβή τον έκανε κράχτη στο μαγαζί του και πολύ σύντομα τον ανακάτεψε σε μια υπόθεση λαθρεμπορίου με τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Βορειοδυτικής Μακεδονίας που απέφεραν σημαντικό κέρδος στον Ισμαήλ. Οι επαφές που απέκτησε φέρνοντας πελάτες σε ένα πολυτελές πορνείο αλλά και η στρατολόγησή του στην υπηρεσία πληροφοριών της γαλλικής ασφάλειας έφεραν στον Ισμαήλ την επιτυχία. Σε καιρούς πολέμου οι ευκαιρίες για τους τολμηρούς αφθονούν, αρκεί να τις αδράξει κανείς. Οι καταγγελίες και οι σπιουνιές του τον έκαναν τον υπ' αριθμόν 1 χαφιέ της ασφάλειας και τον εισήγαγαν στην υψηλή κοινωνία της πόλης. Ο ραβίνος ανακάλυψε ότι ήταν παιδί μιας ξεκληρισμένης εβραϊκής οικογένειας και του χορήγησε ένα πιστοποιητικό που τον μετέτρεψε από λούστρο σε ευυπόληπτο νεαρό αστό με το όνομα Ισραήλ Οσμανίας. Λόγω των δεσμών του με τις αρχές, εξασφάλισε μια σημαντική προμήθεια σε έναν εβραίο έμπορο, τον Ναΐμ Εζεκία, που με τη σειρά του τον έκανε συνεταίρο του.

Ο καταραμένος τούτος τόπος, η Μακεδονία
«Η περιουσία του Ισραήλ μεγάλωνε εμφανώς. Το στρώμα, που δεν έφτανε πια να χωρέσει όλα τα συσσωρευμένα χαρτονομίσματα, είχε αντικατασταθεί από την Τράπεζα Θεσσαλονίκης όπου ο λογαριασμός του κυρίου Οσμανία λάμβανε κάθε μήνα νέες διαστάσεις. Ο ήρωάς μας γινόταν μεγάλη προσωπικότητα του εμπορικού κόσμου. (...) Κανείς δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί ότι είχε ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του γυαλίζοντας μπότες μπροστά στο ξενοδοχείο Splendide. Νομίζω μάλιστα ότι και ο ίδιος το είχε ξεχάσει».
Στο τέλος ο Ισμαήλ απομακρύνεται τελείως από τις ρίζες του, και αφού κατόρθωσε να αποκτήσει ιταλική υπηκοότητα, ετοιμάζεται να φύγει από «τον καταραμένο τούτο τόπο», τη Μακεδονία.
Το μυθιστόρημα είναι αναμφίβολα γραφικό, ενώ και οι χαρακτήρες του αλλά και η πλοκή χαρακτηρίζονται από κάποια απλοϊκότητα. Η επικαιρικότητά του εξάλλου δεν φαίνεται να το έσωσε από τη λήθη κατά τις δεκαετίες που πέρασαν. Ωστόσο, πέρα από τους χαρακτήρες, η Θεσσαλονίκη και η μακεδονική ενδοχώρα της με τον πολύχρωμο, πολύγλωσσο πληθυσμό τους, είναι οι πραγματικοί ήρωες του βιβλίου. Είναι κρίμα που, απ' ό,τι φαίνεται, ούτε προσέχτηκε ούτε μεταφράστηκε ποτέ στην Ελλάδα. Σήμερα, με την απόσταση των 90 χρόνων που μας χωρίζουν από την έκδοσή του, μπορούμε να το δούμε περισσότερο ως ιστορική πηγή παρά ως λογοτεχνικό δημιούργημα.
Γράφει ο ίδιος ο Frappa για τη Θεσσαλονίκη στο βιβλίο με τις αναμνήσεις του «Μακεδονία...»:
«Υπάρχει ό,τι θέλεις σε τούτη την πολύβουη πόλη που δίκαια της έδωσαν το όνομα "Το σταυροδρόμι των εθνών". Εδώ βλέπει κανείς  Έλληνες από την Αθήνα, Κρητικούς, Ρουμάνους, Θεσσαλούς, Τσιγγάνους, Θράκες, Αλβανούς, Τούρκους, Βούλγαρους, ακόμα και Καυκάσιους και Ουκρανούς (...) Οι άνθρωποι είναι βρόμικοι, τα σκουπίδια περιβάλλουν τα πεζοδρόμια, ανθυγιεινές μυρωδιές ανεβαίνουν κατά κύματα από τους πρωτόγονους υπονόμους και ωστόσο αισθάνεται κανείς συνεπαρμένος από αυτήν την πλούσια ζωή, αυτόν το θόρυβο και ιδίως από αυτά τα έντονα χρώματα που χορεύουν μπροστά στα μάτια του».

Φυλετικό μίγμα, εκφυλισμένο αποπαίδι
Στο μυθιστόρημά του ο Frappa μιλάει για τον λαουτζίκο της πρόσφατα απελευθερωμένης οθωμανικής πόλης, για τους μικροαπατεώνες και τους μεροκαματιάρηδες, για τις πόρνες και τους λούστρους. Μιλά για όσους δεν ενδιαφέρονται για τις μεγάλες ιδεολογικές διαμάχες αλλά για το τομάρι τους. Για όσους βρίσκονται στο περιθώριο των διάφορων εθνικών ομάδων, και που ενώ από τη μια μεριά δεν μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν σε αυτές, διαθέτουν την ευελιξία να διαλέξουν στρατόπεδο ανάλογα με το συμφέρον τους. Αναρωτιέται κανείς ποια ήταν η μοίρα εκείνων που σαν τον Ισμαήλ επέλεξαν τότε την ταυτότητα που τους συνέφερε με βάση το προσωπικό συμφέρον τους.
Γράφει ο Frappa στη «Σαλονίκη» του:
«Οι Σαλονικιοί, και ιδίως οι εβραίοι, έχουν μια βαθιά αντιπάθεια για τις στρατιωτικές ασχολίες και μια απέχθεια για τις μάχες την οποία δεν επιδιώκουν να αποκρύψουν. Εξάλλου, κανένα ιδανικό, κανένα συμφέρον δεν τους ωθούν να διακινδυνεύσουν τις πολύτιμες ζωές τους στο πεδίο των μαχών. Φυλετικό μίγμα, εκφυλισμένο αποπαίδι, ο μακεδονικός λαός, έχοντας αποκτήσει τόσο πολλές και διαφορετικές πατρίδες, κατέληξε να μην έχει καμία πλέον. Ο δύστυχος, όλοι τον διεκδικούν, το ένα μετά το άλλο όλα τα βαλκανικά έθνη τον στρατολογούν κάτω από τη σημαία τους. Από χρόνια, δεν κάνει άλλο από το να λιποτακτεί από τον ελληνικό στρατό για να παραδοθεί στους Βούλγαρους, από τον βουλγαρικό στρατό για να παραδοθεί στους Σέρβους και από τον σερβικό στρατό για να πάει πίσω στους Βούλγαρους.  Όσο για τον εβραίο, εδώ είναι αποκλειστικά εβραίος.  Όταν τον πιέσει η ανάγκη, διαλέγει κάποια πατρίδα αλλά αυτή συνήθως δεν είναι η Ελλάδα».
Στις αναμνήσεις του εξηγεί ότι δεν είναι ανθέλληνας, όπως πολλοί αναγνώστες του βιάστηκαν να συμπεράνουν μετά τη δημοσίευση του «Στη Σαλονίκη», όπου ένας από τους πιο αρνητικούς χαρακτήρες είναι, όπως είδαμε, ο  Έλληνας υπολοχαγός Παπαζαφειρόπουλος.

Η «χίμαιρα» της κλασικής Ελλάδας
Οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με την Ελλάδα και τους  Έλληνες καθορίστηκαν από την επαμφοτερίζουσα στάση που κράτησε η επίσημη Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και από την ανώμαλη προσγείωσή του σε μια χώρα που απείχε πολύ από την κλασική Ελλάδα και τα ιδανικά της.
Ο Frappa στηλιτεύει κυρίους τους κωνσταντινικούς και τις γερμανικές τους συμπάθειες: «Η στάση των Ελλήνων υπαλλήλων, οι συνεχείς οχλήσεις, οι προκλήσεις τους Κωνσταντίνου κατέστησαν τους  Έλληνες μισητούς ή ύποπτους». Εξάλλου ο  Έλληνας αξιωματικός που σατιρίζει στο μυθιστόρημά του είναι γερμανόφιλος και συνεργάζεται με τους Βούλγαρους, τους κατεξοχήν αντιπάλους των Γάλλων στο μακεδονικό μέτωπο.
Ωστόσο, παρά τη συστράτευση των βενιζελικών, και αυτούς τους αντιμετωπίζει με καχυποψία. Η συμφιλίωσή του με την Ελλάδα και τους  Έλληνες επιτυγχάνεται στη γαλήνη και το βουκολικό τοπίο του Ολύμπου, όπου, σε μια εκδρομή, ανακαλύπτει τον «Έλληνα χωρικό, πιστό φύλακα της [αρχαιοελληνικής] παράδοσης. Τότε κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να κρίνω την Ελλάδα από τους δημοσίους υπαλλήλους της».
Στα Βαλκάνια η εποχή προ του Α' Παγκοσμίου Πολέμου φαντάζει πολύ μακρινή. Ιδίως στην Ελλάδα με τις μετακινήσεις πληθυσμών, τις πολιτικές εναλλαγές, τις εθνικές και άλλες καταστροφές, τα γεγονότα αλλά και οι συνέπειές τους από την εποχή εκείνη μας διαφεύγουν στην ολότητά τους. Είμαστε εξάλλου τόσο προσανατολισμένοι στην εθνική διάσταση της ιστορίας που οι πολλές και ποικίλες αποχρώσεις των μεταβατικών περιόδων μάς διαφεύγουν. Ωστόσο οι μεταβατικές περίοδοι είναι αυτές που καθορίζουν ποικιλότροπα τις ιστορικές περιόδους που ακολουθούν. Παρά τις μερικές αντιδράσεις και διαφωνίες που προκάλεσε, η εμπορική επιτυχία που φαίνεται ότι έχει στην ελληνική αγορά ένα βιβλίο σαν το «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων» του Μαρκ Μαζάουερ (το οποίο επιχειρεί να αποκαταστήσει αυτή την ιστορική πολυφωνία των μεταβατικών περιόδων) δείχνει ότι το ελληνικό αναγνωστικό κοινό διψά να μάθει περισσότερα γι' αυτή την αποσιωπημένη πλευρά της ιστορίας.

Ιούλιος 08 2007