Από την ποιητική συλλογή «Το προσωπείο του χρόνου», Αθήνα 2010.

 

     1.   Οπτασίες

Πρέπει να παίρνουμε τα πράγματα ως έχουν

Να μη ρωτιόμαστε

Άτοπο είναι οι θνητοί να ξέρουν

Πίσω απ΄ το προσωπείο το κενό

Πίσω απ΄ το προσωπείο είναι το είναι

Αδιανόητο σ΄ εμάς.

 

Ζήσε, εργάσου, ύπνωττε, θυσίασε, θυσιάσου

Ντύσε με λόγο και ρυθμό το χώρο

Μα μη ρωτάς

Όταν κοιμάσαι

Οι οπτασίες που προβάλλει

Στα πετάσματα του νου σου ο Θεός

Γνωρίζουν ίσως την απάντηση

Μα έστω κι αν το ίδιο είναι

Το νοείν και το νοούμενο

Το αίνιγμα

Όταν προσπαθείς να καταλάβεις τι ορίζουν

Μένει ακέραιο.

 

        2.  Ο Λαμπίρης

Μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή

έρχεται ο Λαμπίρης

ο αινιγματικός μου φίλος-ή εχθρός;

 

Βυσσοδομεί,

Βρίζει θεούς και δαίμονες

και τη μοίρα, καθώς και την ιεραρχία που τον καθήλωσε

στο πρώτο σκαλοπάτι του σταδίου του,

καπνίζει ένα τσιγάρο – το τελευταίο του;

 

Με το αποφασισμένο βλέμμα του αγγίζει

ξεδιάντροπα το στήθος του κοριτσιού

σκέφτεται «Είναι άραγε η στερνή φορά;

Τότε θα πρέπει άμεσα να δράσω»

όμως τα γεγονότα ξεγλιστρούν απ΄ την απόχη του.

 

Οδηγημένος απ΄ το δαίμονα

μέσα στην εκκωφαντική βαριά ησυχία

παίρνει το μετρό.

Πλησιάζοντας αυξάνει ο ήχος με την αγωνία του.

 

Μες στην ομπρέλα του, όταν τελικά θα με πλησιάσει,

θα ΄χει κρυμμένη σαν πεντόβολα τα τελευταία του δευτερόλεπτα

ή μήπως είναι δικά μου τελευταία δευτερόλεπτα;

 

(χιμ)