Πήγαινα να πάρω τα ρούχα μου και να ξενοικιάσω το δωμάτιο που έμενα μαθητής τότε στο γυμνάσιο της Δημητσάνας. Την παραμονή πήγα να πάρω άδεια από τους αντάρτες που είχαν την έδρα τους στου Κοκκορά ή στου Λώτη. Πέρασα στου Παλούμπα. Ερημιά.

Στα πρώτα σπίτια στου Λώτη στο δρόμο με τις φραγκοσυκιές είδα μια γριά ξεδοντιάρα και μονόματη να σέρνει ξύλα για το φούρνο και σήκωνε πολύ μπουχό. Τη ρώτησα που είναι οι αντάρτες. Ήταν καλά πληροφορημένη η γερόντισσα και ήθελε να μου τα ειπεί όλα για να μου δείξει πως το χωριό τους ήταν τόπος με αρχές και πόστα και πολλούς αγωνιστές.

Κράτησα μόνο τη λέξη «σχολείο»... και τη διεύθυνση του δάχτυλου της γριάς και προχώρησα. Έφτασα στο σχολείο. Ιούλιος μήνας. Σε τούτον τον τόπο το καλοκαίρι είναι πολύ ζεστό, αποπνιχτικό. Τα δημητριακά θερίζονται στις αρχές του θεριστή και προφταίνουν και τους ντόπιους και τους βουνίσιους της περιοχής, που τα σπαρτά τους αργούν να γίνουν για θερισμό κι αλώνισμα.

Στην αυλή του σχολείου πολλές προβατοκοπριές. Στον ίσκιο της μουριάς κοιμότανε ένας αξύριστος αρματωμένος με τρύπιο το χακί παντελόνι στα γόνατα, βγαλμένες τις αρβύλες και βαλμένες... προσκέφαλο! Στην είσοδο του σχολείου στέκονταν δύο άλλοι αρματωμένοι και σιγοκουβέντιαζαν. Δεν μου έδωσαν σημασία. Καλημέρισα. Δεν με πρόσεξαν. Παραμέρισαν να περάσω, να μπω. Με τον τρόπο τους μου έλεγαν...πως μέσα είναι... ο πρώτος...Μπήκα. Πριν προλάβω ν' ανοίξω το στόμα μου με πρόλαβε ένας γεροδεμένος σαραντάρης με μαύρα μαλλιά, κατάμαυρο μουστάκι κι ένα δόντι καπρί χρυσό.

- Ακούω!
- Αδεια θέλω να πάω στη Δημητσάνα.
- Γιατί;
- Να πάρω τα ρούχα μου και να ξενοικιάσω το δωμάτιο.
- Σε ποια τάξη πας;
- Στην πέμπτη θα πάω.
- Θες να πας στα Τρόπαια να γίνεις δάσκαλος στο χωριό σου; Από που είσαι;
- Από του Σέρβου.
- Μετά από έξι μήνες θα πάρεις πτυχίο δασκάλου και θα σε διορίσουνε στο χωριό σου.
- ....
- Σκέψου και εμείς εδώ είμαστε. Όνομα! Είπα τ' όνομα μου.
- Μαζί σου δεν θα πάρεις ούτε ένα αβγό! θα την κλείσουμε από παντού τη Βαβυλώνα...να πεθάνουν από την πείνα...

Έλεγε κι έγραφε.
Σε ένα λεπτό η άδεια ήταν έτοιμη κι έγραφε:

"Επιτρέπουμε στο μαθητή... (Τάδε) από τον Σέρβον να πάει χωρίς τρόφιμα στη Δημητσάνα για να πάρει τα ρούχα του".
Λώτη Ηραίας, 20 Ιούνη 1948
ο φρούραρχος
Χρήστος.

Παίρνοντας στα χέρια μου την άδεια, τον ευχαρίστησα. Εκείνος σηκώθηκε από την καρέκλα που καθότανε και μ' οδήγησε σ' ένα χαμόσπιτο, όπου έβραζαν κρέας προβάτου σ' ένα φρεσκογανωμένο λεβέτι.

- Περίμενε εδώ, μου είπε. Αν δεν φας δεν θα φύγεις.

Πεινούσα πολύ. Ήμουν από το βράδυ νηστικός και η ώρα πλησίαζε τρεις το απόγεμα. Σε λίγο μου πρόσφεραν κρέας, ζουμί και ψωμί ζεστό κι έφαγα μέχρι χορτασμού. Ήταν τρυφερό, καλοβρασμένο το κρέας και μοσχοβόλαγε φλισκούνι.

Ανηφόρισα στην κάψα του καλοκαιριού. Όπου έβρισκα ίσκιο πάνω στο δρόμο ξεκουραζόμουνα. Το μυαλό μου ήταν απασχολημένο επίμονα μ' ένα πρόβλημα. Τι θα έκανα την άδεια των ανταρτών, όταν πλησίαζα κοντά στη Δημητσάνα; Ήταν απρόβλεπτες οι συνέπειες αν, μπαίνοντας, μ' έψαχναν; σπάνιο φαινόμενο, κι έβρισκαν πάνω μου την άδεια των κομμουνιστοσυμμοριτών; Σκέφτηκα πολλά. Τέλος αποφάσισα να την κρύψω στο σαμάρι του μουλαριού. Μικρό χαρτάκι ήτανε από μπακαλοδεύτερο με μπλε και κόκκινες γραμμές. Διπλωμένη στα οχτώ θ' αφανιζότανε κάτω από μια παϊδα του σαμαριού... Αλλά και να την έκαιγα, λίγο πριν μπω στη Δημητσάνα, ήταν η καλύτερη λύση. Οι αντάρτες ζητούσαν άδεια απ' αυτούς που πήγαιναν στη Δημητσάνα κι όχι απ' αυτούς που έβγαιναν. Έφτασα αργά το βράδυ στο χωριό μ' αυτές τις κρίσιμες αποφάσεις.

Τοιμάστηκα. Νύχτα το πρωί ξεκίνησα. Στης Γριάς το σωρό συνάντησα μερικούς αρματωμένους αντάρτες να φέρνουν στο χωριό ανθρώπους που πήγαιναν για δουλιές τους στη Δημητσάνα. Τους γύρισαν στο χωριό. Έστησαν λαϊκό δικαστήριο και τους δίκασαν σε χρηματικές ποινές που τις εξαγόρασαν οι καταδικασμένοι με καρπούς και τρόφιμα διάφορα.

Εμένα μ' άφησαν και πέρασα, χωρίς να με ρωτήσουν που πάω. Παραξενεύτηκα. Ήμουν καβάλα στο μουλάρι. Παραμέρισα να περάσουν εκείνοι και συνέχισα. Λίγο πριν περάσω το ποτάμι, έκανα ψιλά - ψιλά κομματάκια την άδεια, τόσο που να μην συναρμολογείται και, φτάνοντας στο αυλάκι της Σολωμής, την έριξα στο νερό.

Νωρίς γύρισα στο χωριό. Στο σπίτι είχαμε κάποιες τάβλες από τα έλατα για να ταβανώσουμε το χειμωνιάτικο και να φτιάσουμε καινούργια τα κουφώματα. Τα είχαν πάρει οι αντάρτες για να φτιάσουν παράγκες να κατοικούν οι λουόμενοι στα Λουτρά της Ηραίας. Πήρανε όλα τα ελατίσια ξύλα που βρήκαν στο χωριό. Πήρανε και τα γιδοπρόβατα του Μητροσπήλιου, γιατί το παιδί του ο Μήτσιος ήτανε αξιωματικός της χωροφυλακής, θα καίγανε και το σπίτι αλλά κάποιος από τους ίδιους τους εμπόδισε. Τέτοια κοπάδια είχαν συγκεντρώσει αρκετά στη Λιωδόρα και στην περιοχή της. Έσφαζαν κάθε ημέρα και τα έβραζαν με δυόσμους και φλισκούνια για να τρώνε ντόπιοι και περαστικοί αντάρτες.

Πέρασε το καλοκαίρι. Στις τριάντα Αυγούστου χτύπησαν οι αντάρτες τη Δημητσάνα. Έπαθαν μεγάλη ζημιά. Πάνω από εκατό κοιμούνται στο ρόβολο... κάτω από την Καλλιθέα. Οι τραυματίες ανυπολόγιστοι.

 

 

«Έτσι διάταξε το κόμμα τότε»...

μου έλεγε ο καπετάνιος που χτύπησε το φυλάκιο της Αγίας Παρασκευής σαρανταπέντε χρόνια αργότερα. Πετάξανε στην άκρη, στ' άχρηστα τον Πέρδικα...Φέρανε άλλους στην κορφή... Τους αχρηστέψανε και κείνους...Κι όλο ψάχνουν για τους άξιους κι είν' όλοι έτοιμοι να τους καταπατήσουν και δεν τ' ομολογούν...ότι δεν ξέρουν πότε θα φάνε και ποιόν... και πώς...

Κι όλα είναι για το καλό μας. Κι όλα σε κακό μας βγαίνουν... Και κείνο που δεν περνάει είναι το μαράζι που φωλιάζει στις καρδιές των μανάδων, όταν χάνουν τα παιδιά τους μόνο για το μίσος και για το τίποτα.

Θ.Κ.Τρουπής