Το γυμνάσιο ήτανε στη χώρα... δύο ώρες στράτα από το χωριό. Κείνο το γυμνάσιο ήτανε ξακουστό σχολειό για τα εργαστήρια της Φυσικής και της Χημείας πού ‘χε. Κρεμότανε το χτήριό του στην ορθή βουνοπλαγιά όπως κι όλα τα σπίτια της χώρας κι είχε και μια αυλή ίσαμε δύο σπιτοτόπια τόπο. Και στα ριζά πίσω του γκρεμού με τους πορόβραχους ήτανε απαγκιασμένη η εκκλησούλα της Παναγίτσας. Κρυμμένο μπιζουδάκι.

 

 

Κείνο το γυμνάσιο μάζευε παιδιά από δέκα – δεκαπέντε χωριά και τα γραμμάτιζε, τα ’κανε πελεκημένα ξύλα. Από το δικό μας το χωριό πηγαίναν τότες, με το ξεκούμπισμα της γερμανουριάς, καμιά δεκαπενταριά παιδιά σ ’ ούλες τις τάξεις. Τα Σαββατοκύριακα ερχόντουσαν τα παιδιά στο χωριό. Ήτανε να ξεπονέσουν. Να ζαλωθούν τις τροφές της βδομάδας, που θα ’ρχότανε, ν’ αλλάξουνε και να λουστούνε, να λειτουργηθούνε στην εκκλησία της Κυριακής, και να μεταλάβουν, αν ήτανε καιρός νήστιας ή λαμπρής.

 

Μια χειμωνιάτικη Κυριακή, τ’ απομεσήμερο, κινήσανε να πάνε αντάμα πεντέξι παιδιά από το χωριό στη χώρα. Ούλα είχαν το ζαλίκι τους με το κάτι ντίς. Άλλο κράτηγε την μπαλωμένη ομπρελίτσα του, άλλο είχε ανάριχτο το στρατιωτικό κοπετινιασμένο αμπέχωνο του πατέρα η του γείτονα, άλλο τό κόζινο σακκί κατσιούλα στο κεφάλι... να του κρατεί το πολύ νερό στις πλάτες... κι ολάκερη η συντροφιά ανηφόριζε.

Δεν ήτανε καιρός μπόρας. Βγήκανε στο διάσελο στ’ αλώνι με δρολάπι. Αγναντέψανε. Τη χώρα που τους καρτέραγε ήτανε που ηθέλανε να ιδούν. Και κείνη ήτανε καταχωνιασμένη στον πάτο μιας σταχτιάς κατσιφάρας. Οι λαγκαδιές αχολογούσαν από τα θολόνερα, που γκρεμίζουνταν στα ξεροχάντακά τους. Σαν κατηφόρισαν δυνάμωσε το δρολάπι. Σφίχτηκαν τα σκουτιά της συντροφιάς στα κορμιά και τα βήματα γόργωναν. Βροντόφωνο αχολογούσε το κουβεντολόι... Κάποιο τόλμησε να τραγουδήσει! Δεν το βοήθησαν τ’ άλλα και σώπασε.

 

Μ’ ανοιχτή την ομπρελίτσα της τη σταχτιά και η Ρηνιώ κατηφόριζε συντροφιά με τη Χριστίνα. Στην πισέλα της παρέας τα ψιλόλεγαν. Με ψιλοβροχή φτάσανε στο ποτάμι. Το είδανε θολό και φουρτουνιασμένο και δεν τολμήσανε να το πηδήσουνε ή να το περάσουν ξυπόλητα. Λοξοδρόμησαν και το περπάτησαν στη ζερβιά του άκρη, για να φτάσουνε στο ξύλινο γιοφύρι, στη «Βέργα». Εκεί θα περνάγανε. Περάσαν κι ανηφόρισαν και η βροχή δυνάμωνε. Κι ερχότανε μ’ αέρα κι αστραπομπουμπουνιτά!   Και σήκωνε ομπρέλες κι άρπαζε σκουφιά. Και βραχήκανε τα παλικάρια και μούσκεψαν τα κοντοφουστανάκια των κοριτσιών κι όλοι βιάζουνταν να φτάσουνε στη χώρα, πριν νυχτώσει. Και φτάσανε στα νοικιασμένα σπίτια ανώρας. Βρήκανε τις νοικοκυρές να καρτερούν ανήσυχες. Βγάλανε τα παιδιά τα βρεγμένα τους σκουτιά, να τα στεγνώσουν στου τζακιού την πύρα και χωθήκανε τα ιδιανά στα στρωσίδια τους, να μην πουντιάσουνε.

Έβγαλε και η Ρηνιώ τ’ απόξω μοναχά σκουτιά της και τα στέγνωσε και πλάγιασε να κοιμηθεί με υγρό το μεσοφουστανάκι της... Και τη Δευτέρα την αυγή δεν είχε όρεξη για το σχολειό το αηδονάκι. Και της αγγίξανε το κούτελο κι έκαιγε. Της βάλανε και θερμόμετρο και είχε, λέει , πολλή κάψα, για κείνο παραμίλαγε τη νύχτα. Στείλανε τα μαντάτα στο χωριό και καταφθάσανε γονιοί και συγγενήδες. Φέρανε γιατρό. Την ξέτασε και γύρεψε την υπογραφή του κύρη της, για να της ψάξει τη ραχοκοκκαλιά με τη σύριγγα!.. Άλλοι από τους δικούς της είπανε το «ναι», άλλοι είπανε το «όχι». Κατασταλάξανε στο «Ναι». Κι έκανε ο γιατρός την παρακέντηση. Κι είπε πως είχε μελιγγίτη και να μην τη ζυγώνουν τα παιδιά, που μπαίνανε να την ιδούν και που την αγαπούσανε πολύ την πεταλούδα και τη μέλισσα των δεκατριών Μαγιώνε.

Και έρασε βαριά κουντίνα η Ρηνιώ. Και τα κοντυλογραμμένα ποδαράκια της αδυνατίσανε και δεν αντέχανε να στηλώσουν πια το λυγερό κορμάκι. Κι αντίς για πόδια η Ρηνιώ είχε το καροτσάκι της. Και γύριζε Νοσοκομεία κι άσυλα και κλινικές.... και γιατριά δεν έβλεπε. Και σε σκολειό δεν ξαναμπήκε. Κι είχε την όρεξη να διαβάζει, να πλέκει και να κεντάει η Ρηνιώ τον ουρανό με τ΄άστρια. Κι έμαθε πολλά στις κλινικές και στα Νοσοκομεία μια ζωή ολάκερη!.. Και γίνηκε πια γιατρός χωρίς χαρτί . Και σπούδαζε μερόνυχτα πολλά τον πόνο τον ανθρώπινο. Και δεν τον χώραγε πια η καρδιά της κείνο τον πόνο και ξεχείλισε κι έτρεξε ο πόνος στα χαρτιά ποιητικό τραγούδι.

Και διάηκε κι είπε το πονεμένο της τραγούδι σ’ ανθρώπους νογούμενους από... τέχνη... όχι από πόνο... Και κείνοι συγκινήθηκαν!  Της είπαν ούλοι μπράβο!..  Την περπάτησε με την καρέκλα της ο πιο μπρατσωμένος λίγο παρακεί, κατά το πλήθος, και της έβαλε στην αγκαλιά ένα δεμάτι κατακόκκινα γαρύφαλλα. Και η καρδούλα της Ρηνιώς χωράει τους ανθρώπινους καημούς όλους. Τους μετράει, τους συνάζει, τους κάνει τραγούδια και τους γράφει στα της Ρηνιώς χαρτιά, λυπητερά τραγούδια... Λίγο πιο πονεμένα από κείνα του χάρου και της ξενιτιάς.

Και μετρώ και λογαριάζω και βρίσκω σαράντα και! ... χρόνια που κανακεύει τις πίκρες και τα φαρμάκια του ντουνιά η Ρηνιώ η πεταλούδα και η μέλισσα... 

Θεόδωρος Κ. Τρουπής

(Νουβέλες και διηγήματα Αθήνα 1990 )