Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Νέα των Κοκλαίων"

...Την Δευτέρα το πρωί δεν διαήκαμε στη δουλιά. Βγήκαμε στον καφενέ για καφέ, στο χωριό Βυδίσοβα και πέρασε η μέρα έτσι. Την Τρίτη το δίχως άλλο έπρεπε να πάμε σε άλλο χωριό στου Σελλά. Εκεί είχαμε συμφωνημένη δουλιά και καπαρωμένη κι έπρεπε να είμαστε πηγαιμένοι πριν τρεις μέρες. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός. Ανεβαίναμε για τη Σαρακηνάδα. Τα παιδιά πηγαίνανε μπροστά με τα ζα. Ο καιρός ήταν βροχερός. Είμαστε ούλοι χωμένοι στα ράσα μας και περπατάγαμε αμίλητοι. Ο Γούλας μοναχά ξοπίσω κάτι σιγοκουβέντιαζε με το Στέλιο.

Καβαλήκαμε το διάσελο και πήραμε την κατηφόρα. Μισόπλαγα είναι χτισμένο του Σελλά. Αναμεσώς σε δύο πλαγιές ξαπλώνεται και μισομοιράζεται απόνα ξερόρεμα. Μπήκαμε στο δώθε χωριό. Περάσαμε το γιοφυράκι, δρασκελίσαμε το ξερόρεμα και διάκαμε στο αποπερινό χωριό. Εκεί βρήκαμε το παπά-Θύμιο, τ΄αφεντικό κι άλλους χωριάτες στο μαγαζί. Ο Γούλας δεν φαινόταν ορεξάτος, κάτι τον τρύγαγε. Έβηχε ανάρια-ανάρια και έφτυνε πράσινα φλέματα. Δεν έλεγε τίποτε για τον βήχα του. Ανόρεχτα δούλευε μέχρι το βράδυ. Εμείς οι άλλοι φάγαμε. Εκείνος δεν είχε όρεξη για τίποτα. Το μούτρο του μια χαλκοκιτρίνιζε και μια έλεγες θα πάρει φόκο. Ίδρωνε και κρυάδιζε. Τα ρουθούνια του ήταν πουμωμένα. Τούφτιασε η κυρά ένα χαμομήλι. Τόπιε με το στανιό. Από ημέρες ήταν ζαμπούνης, μωρόκακα. Ο βήχας, βήχας. Δεν έμοιαζε καλή η δουλιά του... Ο ιδιανός όμως έλεγε:

 

Συνάχι έχω...θα μου περάσει...Μοναχά που θα με κρεβατώσει τίποτα μέρες...Ο Χρήστος, το άλλο παιδί του Γούλα κοιμότανε με μας τους μαστόρους στο παλιόσπιτο. Την αυγή ο Γούλας πάγωσε σύγκορμος. Τα κόκαλα του τάλεγε για ξένα. Τα κόμπια του δεν τα όριζε. Παράλυανε. Ένα κρύο νερό έλουσε το κορμί του. Είχε πολύ βήχα. Κατά τα χαράματα διαήκαμε ούλοι και τον είδαμε. Του είπαμε για γιατρό. Δεν μας δέχτηκε πουθενά.

 

Δεν έχω ανάγκη από γιατρό, θα μου περάσει, έτσι έλεγε...Από μοναχός του ο Παναγής έβγαλε απόφαση να στείλουμε το Χρήστο για γιατρό στην Κυπαρισσία. Βρήκαμε ούλοι φρόνιμο το λόγο του και συμφωνήσαμε. Αλλά, μας είπε το αφεντικό, για νάρχονταν γιατρός την άλλη μέρα έπρεπε να πάει αποβραδιού άνθρωπος με ζο και να κινήσουν χαράματα από κει για νάναι το βράδυ ο γιατρός στο σπίτι του ξανά, στη φαμελιά του, στους αρρώστους του. Πήρε ο Χρήστος το πιο ντιβρωμένο ζο του μπουλουκιού, έβαλε στον ντορβά ταή και καβάληκε κι έφυγε για γιατρό.

 

-Ο "Γούλας" δεν πάει καλά! Και είναι και πολυφάμελος ο καψερός. Να ιδούμε τι θα ειπεί κι ο γιατρός... Διαήκαμε ούλοι αντάμα και κάτσαμε ενάγυρα στον άρρωστο. Ο βήχας είχε αφημένο πια το Γούλα και ένα βαρύ ροχαλητό του μπούκωνε την ανάσα. O παπάς αμίλητος τον ματάλαβε και έφυγε. Ο Παναγής κι ο Χρήστος από την ώρα πόφυγε ο παπάς αρχέψανε να κλαίνε. Έκλαιγαν και φωνή δεν έβγαζαν. Τα δάκρυά τους τρέχανε.

Ο "Γούλας" πέθανε. Ο πέθαμός του μισοθανάτωσε κι εμάς. Τα παιδιά του κλαίγανε βουβά και απαρηγόρητα. Το φως της αυγής βρήκε το μπουλούκι λειψό. Γκλάν! Γκλάν! Γκλάν! ... η καμπάνα της εκκλησιάς μαρτύρησε το θάνατο του μάστορη σ΄όλο το χωριό. Τρία παιδιά του μπουλουκιού διαήκανε κι ανοίξανε ψηλά στη Ραχούλα στο κοιμητήρι, το κιβούρι του "Γούλα". Βαθύ, πλατύ, αναπαυτικό και μαστορικά καλογωνιασμένο. Το γιόμα ήρθε ο παπάς με ένα ψάλτη και σηκώσαμε.Τον διάβασε ο παπάς στην εκκλησιά και τον ασπάστηκε ούλο το μπουλούκι και κάμποσες γυναίκες του χωριού μαυροφορεμένες. Ανηφορήσαμε κατά το κοιμητήρι με το "Γούλα" στις πλάτες μας. Τον φτάσαμε στο παντοτινό του παλάτι, που δεν έχει ανάγκη από βιός και που κανείς δεν του βροντά την πόρτα. Εκεί, σαν τον κατεβάσαμε κάτου, ο Στέλιος του έβαλε στα πόδια, απόξω από την κάσα, τα σφυρομιστρά του. Ένα σκόρπιο μεγαλοχώρι είχαν φτιασμένα κείνα τα χέρια, για να χορτάσουν το ψωμί και ο ιδιανός κείτονταν ξεσκέπαστος στον τάφο. Ο παπάς μουρμούρισε ακόμη κάτι ευχές. Πήρε στη μύτη του φτυαριού λίγο χώμα και τόριξε απάνω στο "Γούλα". Ρίξαμε όλοι ένα στερνό βλέμμα με βουρκωμένα μάτια στον ταξιδιώτη. Τα παιδιά του βγάλανε ένα δυνατό, όλο θλίψη και πίκρα..."Πατέρα". Και δεν φεύγανε από εκεί αν δεν τους τραβάγαμε εμείς οι άλλοι. Τ΄άλλα παιδιά βάλθηκαν να τον σκεπάσουν με σβελτάδα. Τον σκέπασαν, πάει. Ο Γούλας μας έφυγε και δύο σανίδια ορθώθηκαν σταυρωμένα απάνου στα μπόσικα φρέσκα χώματα για να φυλάνε τον τάφο του. Τον τάφο κάποιου φτωχού και χρυσοχέρη μάστορη, από κάθε κακό. Την άλλη μέρα κάποιος από το μπουλούκι διάηκε και έγραψε τούτα πάνω σε κείνα τα δύο σταυρωμένα πετροσάνιδα:

<<Εδώ κοιμάτε μοναχός ο Γούλας, του Βασίλη Μαραγκού. Τον κλάψαν τριώτες και παιδιά, τον κουβαλήσαν φίλοι. Όπως σε σένα Γούλα μου κι εγώ σαν πηλοφόρι να με σηκώναν ήθελα στις πλάτες μου μαστόροι. Αδάκρυστοι κι αγέλαστοι με στέριο το ποδάρι να μ΄αποθέσουν πλάι σου πραγκώνι στ΄αγκωνάρι. Και κάτω στη ρίζα του σταυρού έγραψε:

Γούλας Β. Μαραγκός. Ετών 53 Μάστορας, από τα βουνά της Γορτυνίας>>.

Δυο ώρες νύχτα ο Στέλιος σηκώθηκε και διάηκε μοναχός του να φέρει τα ζα. Με τα χαράματα μπήκε στο Ραυτόπουλο, ρωτώντας το σπίτι του δραγάτη. Άλλα βρέθηκαν κουτσά, ενώ το γαιδούρι του Γούλα ψόφησε. Εδώ χάσαμε γκοτζάμ Γούλα, το γαιδούρι θα κλάψουμε;...Τώρα ο Γούλας μας λείπει και τίποτ΄άλλο...Εκείνον πρέπει να κλαίμε...Ας έζηγε εκείνος κι ας του ψοφάγανε χίλια ζα!...Ο Παναγής του Γούλα, σγουφτός μέσα στο παλιόσπιτο, έγραφε γραφή στη μάνα του κι έκλαιγε. Τούτα έγραφε:

<<Σελά δεκαοχτώ του Φλεβάρι 1928. Μανούλα, τούτο το γράμμα σας το γράφω και κλαίου. Τα δάκρυά μου θολώνουνε τα μάτια μου και δεν μπορώ να σας το καλογράψω. Ο χάρος ζήλεψε τον πατέρα και τον πήρε!...Μανούλα! Τον πήρε!..Εμείς να είμαστε καλά. Ότι γράφει δεν ξεγράφει...Με σέβας σας φιλώ όλους. Ο Πανάγος σου>>.

Έκλεισε το χαρτί στο φάκελο. Έγραψε απόξω τ΄απόγραμμα και τόριξε να πάει. Σαν πήρανε κείνη τη γραφή στο σπίτι...καταλαβαίνεις τι γίνηκε! Μαζέψανε μάνα και τσιούπες με τα σκουμάρια τους ούλο το χωριό στο σπίτι και κλάψανε το Γούλα άλλη μια βολά. Φτιάσανε ούλα τα μνημόσυνα στον καιρό τους και πάει λέγοντας. Στο χωριό φτάσαμε το δείλι της άλλης ημέρας. Οι μαστόροι διαήκαμε να παρηγορήσουμε την Κανέλλα, την Γούλαινα. Το τι ειπώθηκε, το τι γίνηκε στο σπίτι εκείνο, δεν μολογιούνται! Και τα ντουβάρια δακρύσανε κείνο το βράδυ. Δε βαριέσαι...ούλα περαστικά είναι σε τούτο τον κόσμο. Και σαν είναι ούλα περαστικά, πέρασε και η λύπη στο σπιτικό του Γούλα.

Η Γούλενα τόχε μαράζι και καημό ν΄αγροικάει τα κόκαλα του αντρός της τόσο αλάργα. Ήθελε το δίχως άλλο, να ρθούνε τα κόκαλα στο χωριό. Να τα ιδεί, να τα βάλει στον κοκαλιάρη, σε τόπο ξέχωρο, να τα ξέρει. Τον πήγαινε αρίδα τον Παναγή της για τούτη τη σκασίλα της. Τον ορμήνευε να πάρει μιαν αυγή το ζο του καβάλα και να πάει ξαπόστου για τα κόκαλα του γονιού του, στου Σελλά. Εκείνος της έταζε πως θα τάφερνε, σαν πήγαινε κατά κείθε ταξίδι. Η Γούλαινα παρηγοριότανε προς ώρας και υπομόνευε για τότε. Δίχως άλλο πια στα πέντε χρόνια, έπρεπε να ΄ρθούνε τα κόκαλα στο χωριό. Μπρου να φύγει για ταξίδι ο Παναγής του έδεσε κλωνά από μπιρσίμι στο δεξί χέρι, στο μεσιανό δάχτυλο η μάνα. Του είπε να τα ξεθάψει την ημέρα του γυρισμού.

-Τ΄ακούς; Τον διπλοσυμβούλεψε. Να πλυθούνε καλά.
-Ναιεε..., βεβαίωνε με σιγουριά εκείνος.
-Όχι "Ναίεε!.. Θέλω νοικοκυρεμένα πράγματα! Άιντε μου στο καλό...
-Με το καλό να σας βρώ. Είπε κείνος και ακούμπησε τα χείλη του στο κούτελο της μάνας.
-Και μην αλησμονήκεις!... Θα καρτερώ...Αν αλησμονήκεις θα πεθάνω!...Τ΄ακούς! Θα πεθάνω.
-Δεν τ΄αλησμονάου είπα, καλή αντάμωση!

Το μπουλούκι που δούλευε ξέπεσε αλάργα από του Σελλά. Σαν ήρθε ο καιρός να γυρίσουνε, κοντά του Βαγγελισμού, εξόν που δεν του ήτανε βολικό να κάμει το θέλημα της μάνας του, τ΄αλησμόνηκε, κιόλας. Ερχότανε φαρμακωμένος. Σαν μπήκε στη Δημητσάνα έβαλε βαθιά το χέρι του στο δισάκι. Έπιασε στην τύχη ένα κομμάτι δίμιτο πανί. Το βγάνει, τι να ιδεί! ΄Ηταν η σακούλα που τούχε βαλμένη η μάνα του για τα κόκαλα!

Τι νάκανε; Ξαρχής το δίκασε πως δίχως κόκαλα δεν έπρεπε να ρθεί. Συλλογίζονταν. Είπε να γυρίσει το πισάγναρο, να πάει στου Σελλά. Πάλι αλάργα τούπεφτε. Νάρχονταν δίχως κόκαλα!...Η μάνα; Άξαφνα μια ιδέα σαν αστραπή τον θάμπωσε. Τινάχτηκε ολόρθος. Τράβηξε το δρόμο του με τη σακούλα που κράταγε στα χέρια του. Μπήκε φυλαχτά στην πόρτα του κοιμητηρίου. Και να τον είδε κάποιος δεν έβανε κακό με το νού του. Ποιος μπορεί να υποψιαστεί πως υπάρχουν άνθρωποι που κλέβουν των πεθαμένων τα κόκαλα; Ο Παναγής σε όλη του τη ζήση δεν είχε κλέψει ούτε γκόρτσο. Και κείνο το βράδυ αποφάσισε να κλέψει λείψανα! Κόκαλα κάποιου! Διάηκε ίσια, φυλαχτά στον κοκαλιάρη. Εκεί είδε λογής-λογής κόκαλα. Αφού τα διάλεξε και τα ξεχώρισε από τα πολλά τάβαλε προσεκτικά με τάξη στη σακούλα και έδεσε το άνοιγμα με το λουρί της βίτσας του. Έκρυψε τη σακούλα και σκαπέτισε στην καταχνιά, που άρχισε εκείνη την ώρα να ανηφορίζει από το ποτάμι. Σ΄ένα τόπο απόμερο έδεσε τον καρπό της κλεψιάς του στο μεσογόμι του σαμαριού και βάρεσε το ζο για να φτάσει τους άλλους. Τους έφτασε καμιά ώρα δρόμο έξω από το χωριό. Δασκάλεψε τους μαστόρους για να ειπούνε και κείνοι πως τα κόκαλα έρχονται από του Σελλά. Έτσι γίνηκε. Η Γούλαινα καρτέραγε με λαχτάρα τούτο τον ερχομό του, με ξέχωρη λαχτάρα. Και γεμάτη ανυπομονησία ρώτησε:

-Τον εθυμήθηκες τον πατέρα σου γιόκα; Τον ήφερες;
-Ναι μάνα! Είπε κείνος. Και της έβαλε στην αγκαλιά το μπογαλάκι πούχε το Γούλα.
Εκείνη τον άρπαξε με θέρμη και θλίψη και χώθηκε στο σπίτι κλαίγοντας.
-Γούλα μου! Κουβαλητή μου! Παλικάρι μου! Ποια γης σε καλοδέχτηκε λεβέντη μου! Ωχού! Και τα τέτοια...

Τζάμπα κόπος. Δεν έχει το γούστο του να κλαίνε τρεις φορές τον πεθαμένο. Μια και κείνη χαράμι πάει... Την άλλη ημέρα γίνηκε η ετοιμασία για την λειτουργία. Την Κυριακή γίνηκε μνημόσυνο από τρεις παπάδες, που καλοπληρώθηκαν για τον κόπο τους. Με τα σχέδια της Γούλαινας έφτιασε ο Παναγής μια κάσα για τα κόκαλα του πατέρα του. Τα τοποθέτησε προσεχτικά και με τάξη η Γούλαινα μέσα σε κείνη την κάσα και τα διαήκανε ένα δείλι και τα βάλανε στον κοκαλιάρη, πέρα στη ράχη στο κοιμητήρι. Εκεί κάθε τόσο πήγαινε και γονάτιζε η Γούλαινα κι έκλαιγε κι άναβε κερί, ίσαμε που ήρθε η συντέλεια της και κεινής και διάηκε και βρήκε το Γούλα.

Βάλε με το νού σου τώρα και λογάριασε τις κατάρες που ξεστόμισε η μάνα σε βάρος του παιδιού από τον κάτου κόσμο, σαν έμαθε από το Γούλα της πως ...τούκανε απιστίες, αθέλητά της, λειτουργώντας, φιλώντας, μοιρολογώντας και κλαίγοντας ξένα κόκαλα, διπλές και τρίδιπλες φορές!...Στο τρίτο ταξίδι ο Παναγής κουβάλησε τα κόκαλα του πατέρα του στο χωριό. Πήγε τα ξένα στον τόπο τους! Μα η απιστία ήταν γινωμένη!... "

(Σ.Σ. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Νέα των Κοκλαίων» που εκδίδει ο Σύλλογος Κόκλας Νομού Μεσσηνίας. Το υπογράφει ο κ. Ν. Καρυώτης. Είναι περίληψη από το βιβλίο του Θ.Κ.Τρουπή "Άνθρωποι της σκαλωσιάς".Πρόκειται για μυθιστόρημα με πρόσωπα υπαρκτά, από τοχωριό Σέρβου. Ο Γούλας είναι ο Νικολάκης Β. Μαραγκός. Ο μικρότερος γιός του "Γούλα"  (Ι. Ν. Μαραγκός) που όταν πέθανε ο πατέρας του (το 1920, και όχι το1918) ήταν 7 χρονών, είναι στη ζωή και θυμάται όλες τις λεπτομέρειες εκείνου του γεγονότος).