Απόσπασμα από το βιβλίο.

......Ήρθε σε λίγο ο φίλος με το αυτοκίνητο του, τον πήρε και έφυγαν στο χωριό. Ήταν Παρασκευή μεσημέρι, θα επέστρεφαν Κυριακή βράδυ στην πρωτεύουσα. Ο καιρός ήταν της βροχής. Ίσως στα ψηλά βουνά της Πατρίδας να χιόνιζε κι όλας. Τα Διάσελα να 'κλειναν από τα χιόνια. Δεν θα ήταν και τόσο σοβαρό. Όλες οι αναποδιές του καιρού ήσαν γνωστές σε όλους. Ήθελαν και οι πέντε φίλοι να θυ­μηθούν τα παιδικά τους χρόνια. Να περπατήσουν για λίγο, όσο το επέτρεπε ο καιρός και οι δρόμοι, μέσα στις γειτονιές του χωριού, ν' ανάψουν ένα κερί στα μανουάλια των ναών, των ξωκλησιών και στους τάφους των προγόνων τα καντήλια.

Τα δύο βράδια που θα έμεναν εκεί, θ' άναβαν φωτιά στο τζάκι του φίλου, που ήταν πλησιέστερα στην πλατεία και που είχε αρκετά ξύλα για την συντήρηση της. Εκεί, στη χόβολη του τζακιού, θα 'ψηναν κρεμμύδια και αβγά και πατάτες μικρές. Στο λάμπαδο θα κα­ψάλιζαν και μια ρέγκα. Ο μοναδικός καταστηματάρχης του χειμώνα ήταν εκεί. Της ηλικίας τους και κείνος. Είχε γνώση της επίσκε­ψης, θα είχε ετοιμάσει όλα τα υπόλοιπα φαγητά για το διήμερο. Κατσίκι φρικασέ, κοτόπουλο με χυλοπίτες, δίπλες και τηγανίτες με πετιμέζι. Αβγοκαγενά με τσιγαρίδα και λουκάνικα, γιαούρτι, κρασί και ψωμί ζυμωτό, ντόπια όλα. Χρυσοχέρα η καταστηματαρχίνα και τετραπέρατη. Η νοστιμιά που χάριζαν τα χέρια της και η εξυπνάδα της στα φαγητά... ουδ' άλλη στον κόσμο. Από προηγούμενες επι­σκέψεις τους ήξερε και τα γούστα του καθενός. Ήξερε και τραγού­δια και τους σκοπούς και τα τραγουδούσε και σωστά. Το δρομολόγιο γνωστό. Ο καιρός όλο και ξάνοιγε. Ωστόσο οι βουνοκορφές ήσαν ντυμένες στα σύννεφα τους και στα χιόνια τους. Κάποιοι κοκκινολαίμηδες τους υποδέχονταν. Τα έλατα έγερναν κουρασμένα. Τα ρυάκια έτρεχαν. Τα ποταμά­κια γεμάτα ταξίδευαν τραγουδώντας και ημέρευαν την ερημιά του τοπίου.... Του κάθε τοπίου...

Οχήματα ελάχιστα στο δρόμο. Σε κάποια στιγμή βγήκε να χα­μογελάσει κι ο Ήλιος. Ήταν ακριβώς τη στιγμή που το όχημα των πέντε φίλων ξαγνάντιζε στο χωριό τους και το φώτιζε για να το δείξει γελαστό σα μάνα στην εξώπορτα. Φέσια τσολιάδων π' ανηφορίζαν στην βουνοπλαγιά έτοιμοι να πατήσουν το κάστρο της βουνοκορφής. Κι ανάμεσα τους ο πρωτο καπετάνιος με τον χαλκοματένιο κουμπέ... και δίπλα η τεράστια σπάθα του... το ωρολόγι. Το όχημα μετακινείται με βήμα πεζοπόρου για να απολαύσουν οι επιβάτες του τον θεόπνευστο πίνακα της στιγμής. Ακίνητες και γυμνές οι λεύκες. Ντυμένα στο ράσο τους τα κυ­παρίσσια προσεύχονται βουβά. Στο βάθος η θάλασσα γαλήνια στην αντηλιά φωτίζει τα σύννεφα και θαμπώνει τους επισκέπτες. Τα ξωκλήσια άγρυπνοι φρουροί του έρημου χωριού στέκονται ακρίτες πιστοί... με τα καντήλια τους σβηστά. Οι μαρμαρένιοι τάφοι των προγόνων περιμένουν το σεβασμό των απογόνων και τη μνήμη τους. Δεξιά κάτω από τα βραχάκια η καλύβα όπου κάποτε απομόνω­ναν τους φυματικούς. Κοντά εκεί και η πηγούλα που τους δρόσιζε. Ερείπια οι νερόμυλοι. Τα περιβόλια γεμάτα βατιές. Τ' αμπέλια λογγωμένα. Οι πηγές δίχως επισκέπτριες και πλύστρες... Τα σπί­τια όλα κλειδαμπαρωμένα... Η ερημιά στην πιο νεκρή και άγρια μεγαλοπρέπεια της. Την τάραξε το όχημα τους.

Κατέβηκαν μπροστά στην εξώπορτα του καταλύματος. Ντύθη­καν όλοι καλά. Μιλούσαν όλοι μεταξύ τους χαμηλόφωνα, λες και κάποιος ετοιμοθάνατος ήταν στο πλάι τους και έτρεμαν μην ταρά­ξουν τις τελευταίες στιγμές της εκδημίας του. Μπήκαν αμίλητοι στο κατάλυμα. Ξέρανε από τις προηγούμενες επισκέψεις τα κρεβάτια τους. Άφησαν επάνω στα κρεβάτια τα της νύχτας αντικείμενα και μαζεύτηκαν όλοι στο χειμωνιάτικο. Ο οι­κοδεσπότης άναψε φωτιά στο τζάκι και οι παιδικές τους αναμνή­σεις άρχισαν τις θορυβώδικες παρελάσεις στις γειτονιές, στο προ­αύλιο του σχολείου, στα προαύλια των ναών και στις ρεματιές, στ' αμπέλια, στους κήπους, στα στανοτόπια, στα ξωκλήσια, στις πηγές, στ' αλώνια και στα δάση.

Ψήσαν τη ρέγγα και τ' αβγά και τις πατάτες, και τα κρεμμύδια κι ήπιαν τα πρώτα κρασάκια... ώσπου να ετοιμάσει ο καταστημα­τάρχης τα γνωστά και παραγγελμένα. Δεν άργησε. Στη σάλα άρχι­σε να στρώνει τραπέζι για επτά. Δεν έκανε κρύο... Ωστόσο το τραπέζι μεταφέρθηκε στο χειμωνιάτικο. Και για ζεστασιά... αλλά πε­ρισσότερο για τη συντροφιά της φωτιάς. Η φωτιά. Η μητέρα των φτωχών και των μαγκούφηδων. Συνέχισαν το φαγοπότι. Είπαν και τραγούδια. Έπαιξε κι ο Αγ­γελος Αυγερινός φλογέρα. Κοιμήθηκαν νωρίς... κατά τις δώδεκα. Τα μεσάνυχτα δεν ακούστηκε πετεινός. Το πρωί, οι τέσσερις, θ' ανέβαιναν στο ξωκλήσι του Αγιολιά, αν ο καιρός το επέτρεπε. Ο ένας, ο Απόστολος, που δεν θ' ακολου­θούσε, αισθανόταν αρκετά κουρασμένος, Θ' ακολουθούσε την πα­ρέα στο κοιμητήρι όπου - η παρέα - θ' άναβε όλα τα καντήλια ανεξαίρετα... λίγο πριν τον εσπερινό του Σαββάτου. Κοιμήθηκαν όλοι τους σχεδόν αμέσως.

Πρώτος ξύπνησε ο οικοδεσπότης. Τοίμασε πρωινό για όλους. Τοιμάστηκαν για τον Αγιολιά όλοι. Ο Απόστολος πήρε μαζί με τους άλλους το πρωινό του και ξάπλωσε πάλι. Οι άλλοι ανέβηκαν στο βουνό. Έφτασαν στην κορφή στο ξωκλήσι αργά-αργά κουβεντιάζοντας και χαριτολογώντας. Άναψαν καντήλια και κεριά. Ασπάστηκαν τις εικόνες, τις ελάχιστες εικόνες κι ο Άγγελος Αυγερινός έψαλε το απολυτίκιο του αγίου... κρατώντας τον τε­λευταίο στίχο: "Τοις δε τιμώσιν αυτόν βρύει ιάματα", λίγο περισ­σότερο του κανονικού. Ύστερα σήμανε εορταστικές και τις δύο καμπανούλες και η αγριάδα της ερημιάς ημέρεψε κάπως. Όλες οι γύρω βουνοκορφές ήσαν χιονισμένες. Τα σύννεφα βα­ριά... και καθώς δρασκέλιζαν τα βουνά βιαστικά, σε κάποια στιγ­μή τύλιξαν και τους προσκυνητές και τους υποχρέωσαν να γυρί­σουν στα παιδικά τους χρόνια και να θυμηθούν πως σε παρόμοιες καταχνιές, πηχτές, φώναζαν στο δάσος... της ίδιας πλαγιάς για να μη χαθούν καθώς μάζευαν σαλιγκάρια ή βοσκούσαν τις κατσίκες τους... Τα σύννεφα αποτραβιόντουσαν, μα ερχόντουσαν άλλα πιο φορτωμένα και πιο σκοτεινά.

Κατέβηκαν διασκεδάζοντας κι αναζητώντας ανάμεσα τους τον νεφελοπερπατητή... Δία!... Και κατάληγαν στο συμπέρασμα πως και οι τέσσερις, από παιδιά ακόμη, είχαν περπατήσει και σε ψηλό­τερες βουνοκορφές μέσα στα σύννεφα. Το γεύμα το είχε τοιμάσει στο κατάστημα του ο επιτετραμμένος, μαζί με την κυρά του. Κατέβηκε η τετράδα των ορειβατών προσκυνητών, στο κατά­στημα. Ήσαν όλοι τους φορτωμένοι τη φρεσκάδα του βουνού. Ο Απόστολος τους περίμενε εκεί. Γευμάτισαν με κέφι και όρεξη πολλή όλοι τους. Από το τραπέζι σηκώθηκαν κατά τις τέσσερις το απόγευμα. Εί­χαν πιει λίγο παραπάνω. Αγόρασαν από τον ίδιο καταστηματάρ­χη λάδι, λουμίνια, κεριά και σπίρτα και πήγαν κι άναψαν όλα τα καντήλια στους τάφους και στα μανουάλια του ναού στο κοιμητή­ρι. Έπρεπε να τελειώσουν νωρίς, γιατί ο καιρός ήταν αρκετά βουρκωμένος.

Εσπερινός σε ναό του χωριού ετελείτο κάθε τρίτο Σάββατο, όπως και θεία λειτουργία κάθε τρίτη Κυριακή. Ιερέα μόνιμο το χωριό είχε μέχρι πριν δέκα χρόνια. Κάποιος ιεροψάλτης, που χειροτονήθηκε ιερέας για να καλύψει τις ανάγκες των δύο ενοριών, τα κατάφερε κι έφυγε στην πόλη. Εί­χε μέσον. Κάποιοι άλλοι ιερείς κατάφθαναν με τ' αυτοκίνητα τους σε κηδείες και μνημόσυνα. Γάμος και βάφτιση στο χωριό είχε να γίνει από δεκαετίες... Άναψαν, είπαμε, τα καντήλια στο νεκροταφείο. Μπήκαν και στον κεντρικό ναό ν' ανάψουν ένα κερί. Άναψαν. Άφησαν κάτι και στο παγκάρι. Η εκκλησάρισσα ήταν εκεί. Είχε ανάψει και τα καντήλια... τους υποδέχτηκε και τους αποχαιρέτησε με βαθύτατο σεβασμό. Ήσαν οι γραμματισμένοι, οι σπουδαγμένοι του χωριού... Κάποτε τους είχε και συμμαθητές στο δημοτικό σχολείο. Σ' εκείνο που ήταν πλάι στο ναό και στην αυλή του είχε είκοσι χρόνια ν' ακουστεί φωνή παιδιού. Όπως στην Κόλαση, που δεν ακούγεται ποτέ φωνή παιδιού.

Δεν ήταν για έξω. Πήγαν και πάλι στο κατάστημα. Είχε ανάψει για καλά η ξυλόσομπα. Ήταν ζεστά. Κάθισαν. Ήρθαν δυο-τρεις φιλενάδες της κυράς με ένα ταψί σκεπασμένο η κάθε μια. Στο ένα έφεραν λουκουμάδες και στο άλλο δίπλες. Οι λουκουμάδες ήταν πασπαλισμένοι με κανέλα και καρυδόψιχα και οι δίπλες με μυγδαλόψιχα και κανέλα. Όλα ήσαν ποτισμένα με ανθόμελο ρεικίσιο και πετιμέζι. Μοσχοβολούσαν. Άφησαν τα τεψιά στα μέσα τραπέζια και καλοχαιρέτησαν καθώς άρμοζε. Μαθήτριες της ίδιας εποχής και τούτες. Τα δέκα-δεκαπέντε γερόντια του χωριού είχαν τρυπώσει στα παραγώνια τους. Έτρεμαν την κακοκαιρία. Από τα διακόσια τζάκια του χωριού...τα οχτώ κάπνιζαν. Τα μέτρησε ο Άγγελος Αυγερινός. Σηκώθηκε ο Απόστολος από τη θέση του και πήγε κοντά στην κυρά και της ψιθύρισε.

- Φαγουλάρικο έχουν τα ταψιά;

- Ναι Αποστόλη μου,... για να τα φάμε είναι... όλα! Λουκουμάδες και δίπλες μας φέρανε... Δοκίμασε...

Ξεσκέπασε προσεχτικά ο Αποστόλης το ένα ταψί και το ξανασκέπασε. Ξεσκέπασε και το άλλο... Και παρακάλεσε...

- Βάλτε μου ένα από κάθε ταψί.

Του πρόσφεραν. Πρόσφεραν και στους άλλους από τα ίδια. Γέ­μισαν και τα ρακοπότηρά τους. Όλοι... Τσούγκρισαν.

- Άντε ... καλή σαρακοστή και καλή Λαμπρή. Ευχήθηκε ο Απόστολος...

- Αμήν... είπαν όλοι μ' ένα στόμα και κατέβασαν λίγο από το ρακί μετά το λουκουμά ή τη δίπλα.

Κι ο Άγγελος Αυγερινός άρχισε να φυσάει κάποιο σκοπό ντό­πιο στη φλογέρα του. Κι ακολουθούσαν όλοι σιγόφωνα. Ερχότανε και σαρακοστή βλέπεις κι έπρεπε να ειπούν και τα τραγουδάκια τ' αποκριάτικα. Σε λίγο μπήκε με τρίτο ταψάκι κι άλλη φιλενάδα γεμάτο χαλβά κουταλιού. Καλησπέρισε. Έσυρε το σκέπασμα κι έδειξε σ' όλους το προϊόν του μόχθου και της τέχνης της... κι άφησε το ταψάκι πάνω σ' ένα τρίποδο τραπεζάκι στρογγυλό πλάι στον Απόστολο και στο Άγγελο Αυγερινό ... που ήταν ολοκληρωτικά παραδομέ­νος στους ρυθμούς της φλογέρας του. Σταμάτησαν τα τραγούδια Το γύρισαν στη φαγοπιοτούρα... και στα ανέκδοτα του τόπου ως τις δύο τα μεσάνυχτα... οπότε και αποτραβήχτηκαν για ύπνο κι ανάπαυση στο ίδιο κατάλυμα. Κατά τις δέκα το πρωί της Κυ­ριακής θ' άναβαν ακόμη ένα κεράκι στον κεντρικό ναό και με την φώτιση και τη βοήθεια του θεού, θάπαιρναν και το πρωινό τους και θα επέστρεφαν δροσεροί στην πρωτεύουσα.

Καληνυχτίστηκαν κι έπεσαν στα κρεβάτια τους.

Έξω σιγοσφύριζε κρύος βοριάς....

Αθήνα 2005