Από το βιβλίο: "Από το ημερολόγιο της Φτέρης" 

.

Χριστέ μου πως τις καρτερούσαμε τις αποκριές! Να χάσουμε λογαριασμό στην ημερομηνία; Κι οι κότες μας την ήξεραν. Μόνο τα γουρούνια τρώγανε ανύποπτα το ''μαχτό'' τους και παχαίνανε κατά πως το πεθυμούσαμε.  Δεν έμοιαζαν με τις άλλες γιορτές οι απόκριες. Δεν είχαν τίποτε από την θρησκευτική κατάνυξη των Χριστουγέννων και του Πάσχα.

''αν δεν καθίστε φρόνιμα θα σας φάει η μπούλα...''

 

Το μπάσιμο στην Αποκριά γινότανε με την ομαδική σφαγή των γουρουνιών. Κακόμοιρα ζωντανά! Ποιος να σκεφτεί τη μοίρα τους, μπροστά στην προοπτική της καλοπέρασης, για μία ολόκληρη βδομάδα! Μέχρι το Θεό έφτανε -και θα τον λίγωνε- η μυρωδιά του γουρνοσύκωτου στο τηγάνι και της λειψανέβατης μπομπότας, καθώς ανέβαινε στον ουρανό από τα φουγάρα εκείνη την πρώτη Δευτέρα. Ύστερα το ψητό στα κάρβουνα, η ωματιά, το ριγανάτο του φούρνου,, η πατσιά σκορδοστούμπι, τα κομμάτια της ράχης με λάχανα... Πεθαμένους ανάσταιναν τα μυρουδικά -πορτοκαλόφλουδα και κανέλλα- στο γέμισμα των λουκάνικων.

Και το ...φεστιβάλ των χοίρων έκλεινε με το ''λιώσιμο'' του σφαχτού. Η πιό ουσιαστική δουλιά που απαιτούσε τέχνη, όχι αστεία. Νάναι σωστά, η δόση του αλατιού, των μυρουδικών και πάνω απ΄όλα ο βαθμός ψησίματος, για να κρατήσει το παστό ως του χρόνου, αρτυμή για τη φαμελιά και προσφάγι. Σα γινόταν το ''άλειμμα'' κατεβάζαν το λεβέτι από τη φωτιά και προτού παγώσει τ΄αποθηκεύανε στις λαϊνες, χωριστά η λίγδα από την τσιγαρίδα. Ξεχωριστά ετοιμαζόταν το ''βασιλικό'' κι αποθηκευότανε για εξαιρετικές χρήσεις, κυρίως για φάρμακο. Βαθειά στις λαϊνες θάβονταν λουκάνικα και ψαχνά για...''καμιά περίσταση''. Μα μουσαφίρης, μα οι εργάτες στ΄αλώνι τον Αύγουστο. Στον ''καγε(ια)νά'' της φαμελιάς κυριαρχούσε η τσιγαρίδα. Που να βρεις άκρη με τόσα στόματα στο ψαχνό!...

Και τα βράδια οι χοροί στα σπίτια. Δίχως προετοιμασίες, συνεννοήσεις και καλέσματα. Ξαφνικά ''άνοιγε'' ο χορός σε κάποιο σπίτι κι΄ώσπου να πείς τρία γιόμιζε κόσμο. Με τη λάμπα του πετρελαίου, ή το λαδολύχναρο στον τοίχο να φωτίζει τη σάλα!...Ποταμός τα τραγούδια στα στόματα. Κατάφθαναν και οι ''μπούλες'' από τους μαχαλάδες, σειότανε ο τόπος. Πως άντεχαν σε τόσο χορό τα κορμιά, μετά τον κάματο της μέρας, τώρα το ρωτώ.

Κι΄έφτανε - για πότε; - η τελευταία Κυριακή. Η πιο γιορτινή, η πιο ξέφρενη. Φουστανέλες, σιλάχια, τραχηλιές κοντογούνια, προίκες, έβγαιναν από τις κασέλες...Ανάκατοι, κόσμος, και ''Μπούλες'' ξεχύνονταν στις στράτες. Χορός, τραγούδι κρασί και δόξα στον... Διόνυσο. Με το βράδυ μαζευόταν η φαμελιά να αποκρέψει. Τυρινή η εβδομάδα, κι' η εντολή για αποχή από κρέας απαράβατη. Φαϊ της ημέρας τα φτιαστά μακαρόνια.

''Θα φάμε μακαρούνια με τα χρυσά πιρούνια"

τραγουδάγαμε τα παιδιά, στην αναμονή να γευτούμε τη νοστιμιά τους.

Βιοτεχνία το πρωινό της Κυριακής στο σπίτι με τα τραπέζια, τα πλαστήρια, τη συμμετοχή μικρών και μεγάλων, στην παραγωγή. Πρωτομαστόρισσα η γιαγιά, τίναζε το ζυμάρι της με δύο κλωνές συγχρόνως!...Η μάνα τα έβραζε το βράδυ στο μεγάλο τον τέντζερη, τα ξεμαγείρευε στα πιάτα με μπόλικη μυτζήθρα - στρώμα στρώμα - και τα τσιγάριζε με λίγδα ζεματιστή, που αν ήτανε της φετινής σοδειάς ακόμα καλύτερα. Γαλόπιτα, δίπλες ή χαλβάς - μπορεί και τα δύο - το συμπλήρωμα.

Και αφού αποσώναμε το δείπνο, αραδιάζαμε στη χωνεμένη θράκα τ΄αυγά να ψηθούνε. Ένα του καθενού ονοματισμένο, καρσί μπροστά του. Ίδρωνε του ''τεμπέλη'' τ΄αυγό, του αλλουνού έσκαγε και ...σκάγανε οι εχθροί του!... Τα τσόφλια τ΄άδιαζε κρυφά ο πιο επιτήδειος, στου γείτονα που διαλέγαμε την εμπατή. Του χαρίζαμε -λέει- τους ψύλλος του κατωγιού μας!...Μα έτσι και τον πιάνανε , αλί και τρίς αλί του. Έτρωγε μουντζούρωμα που του χρειάζονταν ακόνια κι ακόνια για να ...βρει το πρόσωπό του!

Έτσι χορτάτοι, ευτυχισμένοι, με τον απόηχο της γιορτής στ΄αυτιά περνάγαμε από τον ύπνο στην Καθαροδευτέρα. Αρχή της πολύ-πολύ ...Μεγάλης Σαρακοστής!...Και στην άκρη της, κρεμασμένο ένα όνειρο. Μια καινούρια λαχτάρα.