—Καρδιά μου σε είχα χάσει.
Πού γύριζες;
—Στα δάση περπατούσα.
—Τι γύρευες;
—Πήγα να κόψω φτέρη και ρίγανη,
την ακριβή βιολέττα, την κίτρινη.
Μέλισσα στο θυμάρι ανάσανα,
ψίθυρο πήρε ο αέρας τα βάσανα.
Τον ήλιο είδα να βγαίνει.
Γονάτισα!
Την πυρκαγιά της δύσης,
και δάκρυσα...

Μου ήπιε νερό τα δάκρυα μια πέρδικα,
Αητός σ’ ένα άσπρο βράχο ανέβηκα.
Τον κόσμο από κει πάνω προσκύνησα,
και πίσω να γυρίσω ξεκίνησα.
Μα, έπαιζε μιά φλογέρα,
— παράπονο —
Τον κόσμο μας τον πλάνο, τον άπονο.
Κι έπαιρναν το τραγούδι τα ρέμματα,
κι όλα μου εγνέφαν γύρω καλέσματα.
Δεν ήταν να χαλάσω χατήρι τους.
Να σπρώξω το γεμάτο ποτήρι τους.
Σε μιά φωτιά τσιγγάνων ζεστάθηκα...
Σ’ ένα παλιό γιοφύρι εστάθηκα...
Με πήρε το μεθύσι,
...ξεστράτισα...
Κάτω από ένα πλατάνι σταμάτησα.
Στον ίσκιο αποσταμένη κοιμήθηκα,
κι είδα, πώς ήμουν άστρο...
...και σβύστηκα...
Και..., λέει, στα κυπαρίσσια, στα μνήματα,
Οι πεθαμένοι ελύναν αινίγματα...!
Μιλούσαν δίχως λόγια,
και στόματα.

Πέφταν καρφιά τ’ αγκάθια στα χώματα.
Φύλακας σε μιαν άκρη,
και δάσκαλος,
ο λιμασμένος φθόνος σαν τσάκαλος...
Στη μαύρη μουχλιασμένη τη σκάλα τους,
μια λύκαινα — η τρομάρα —
δασκάλα τους...
Ξύπνησα απ’ τ’ όνειρό μου και τρόμαξα.
Τ’ όνομα τής αγάπης μου φώναξα.
...Κι’ ήρθε ένα περιστέρι,
στα χέρια μου...

Κι αναστημένη μ’ έφερε,
στα λημέρια μου
........................................
Να της χαρίσω θέλω τα δώρα μου,
Πού μ’ έφερε και πάλι στη χώρα μου...

 (ΧΔ)

**********************