Μες στης γαλήνης τ’ αντιφέγγισμα

κάποιου γλυκόφωτου βραδιού,

με την πυρή ματιά μου ξέσκισα

τα πέπλα του άγριου σκοταδιού.

Κι’ ύστερα, σίμωσα γοργόφτερα

σε μιας ανάστασης το φως΄

κι’ εκεί, για μια στιγμή ανταμώθηκαν

η σκέψη μου κι’ ο λυτρωμός.