.Γράφει ο Αθ. Π. Στρίκος

Ο ήσκιος

( Αφιερωμένο στην ημέρα της ποίησης )

Κάτι πήγα να γράψω για το νεκροταφείο που θα δείτε, συν Θεώ, προσεχώς. Στη βόλτα όπου βλέπω νεκροταφείο μπαίνω μέσα και μιλώ με τα μνήματα, είχα γράψει παλαιότερα, μιλώ με τους νεκρούς για να μη νιώθω μόνος κι ορφανός. Και σε βιβλία με μοιρολόγια χάνομαι κυριολεκτικά (Μοιρολόγια = λόγια της μοίρας).

Εκεί βλέπω ότι κανένας λαός δεν έχει την οξύνοια του Έλληνα.

Επειδή δεν έχω πια με ποιόν να μιλήσω μιλώ με αυτά. Τα δέντρα, τα πουλιά, τον ουρανό και τ’ αστέρια. Μιλώ με τα ξωκκλήσια, τα κεράκια, τις εικόνες. Εκείνους κι εκείνα που ήρθαν, πέρασαν κι έφυγαν, άφησαν όμως αυτά που εμείς έχουμε, βλέπουμε. Μιλώ με τα σπίτια.

Ιδιαίτερα τα εγκαταλειμμένα που χτυπά κι ανοιγοκλείνει τα παραθυρόφυλλά τους ο άνεμος ή εκείνα που χάσκουν. Με τα έρημα σπίτια του χωριού μου. Μιλώ γιατί νομίζω ότι θέλουν κι αυτά να ακούσουν για να σταθούν όρθια. Μιλώ όπως είπα με τα μνήματα. Άλλωστε γι’ αυτό τα είπαμε μνήματα δηλαδή πράγματα της μνήμης.

Αυτά έλεγα παλαιότερα. Σήμερα όμως στο νεκροταφείο που ζύγωσα, ακάλεστοι ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι από το ποίημα

«ο πραματευτής» του Γρυπάρη.

Νεράιδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες.

Έχει πολλά όμορφα πράγματα αυτό το μεγάλο ποίημα του Γιάννη Γρυπάρη, που δεν γεννάει πια το μυαλό των καινούριων ποιητών. Πολλές μεγάλες λέξεις που θέλει τέχνη, δουλειά πολλή να τις στήσεις. Όπως ενδεικτικά:

.οι νιές ποθοπλαντάζουν,

.τα σμιχτά γραφτά του φρύδια,

.τρίζωστη ζώνη,

.μούλα χρυσοκάπουλη,

.νεραϊδογνέματα,

.δάχτυλα κρίνοι,

.ροδόφυλλα για νύχι,

.χρυσομέταξα μαλλιά,

.ελιόμαυρες λαμπήθρες και άλλα που με τρελαίνουν. Και παν’ απ’ όλα οι στίχοι που μνημόνευσα.

Ανήσκιωτα κορμιά αδειανά / διανέματα κι ανατριχίλες. Και μέσα εκεί στο νεκροταφείο ένοιωσα το μεγαλείο τους που δεν είχα νοιώσει ποτέ. Βλέπουμε πράγματα, μας αρέσουν, μας εντυπωσιάζουν ίσως, αλλά βαθειά τα νοιώθουμε όταν δεν περιμένουμε. Στη βόλτα που κάνουμε και συμβαίνει να δούμε κάτι και λέμε: ναι, αυτό ήταν. Τούτο θέλει να πει ο ποιητής – αν είναι ποιητής – που δεν καταλάβαινα.

Έτσι κι εδώ. Τί ομορφιά το ανήσκιωτα κορμιά αδειανά! Και τί νόημα παίρνει ο ήσκιος! Τί όμορφα ο ποιητής έπιασε τη σκιά. Η σκιά μεγάλο πράγμα, προ παντός του ανθρώπου. Να νοιώθεις, λέμε τον ήσκιο του πατέρα, της μάννας, του παππούλη. Η γυναίκα του άντρα της που είναι «ο ήσκιος της αγάπης», καθώς λέει ο λαός. Ακόμα και της ψυχής του πεθαμένου ο ήσκιος που τριγυρνά τη νύχτα, όπως πίστευαν παλιά. Ο ήσκιος στο Δημοτικό μας τραγούδι. «Τρία πλατάνια τα τρία αράδα αράδα / κι ένας πλάτανος βαθύν ήσκιον απόχει».

Και πάνω απ’ όλα

«ο ήσκιος του Θεού»,

που αν χαθεί ορφανεύει η Γη.

Η σκιά του ανθρώπου, αλλά και η σκιά γενικότερα. Κι εκεί που δεν πέφτει είναι ερημιά. Αλήθεια, έχει πιο ωραίο από τον ήσκιο το καλοκαίρι με τον καύσωνα; Φανταστείτε να περπατάς στη Σαχάρα και να μην υπάρχει ελπίδα να βρεις ήσκιο ν’ απαγκιάσεις, όπως σήμερα στην έρημο της εποχής μας που τρέμουμε τον ήσκιο μας και ζούμε εφιαλτικά όνειρα. Ως και ο Θεός ο ίδιος επεζήτησε τη σκιά της ελιάς, όπως λέει ο ποιητής.

«Εδώ στον ήσκιο μου από κάτω,
ήρθε ο Χριστός ν’ αναπαυτεί
κι ακούστηκε η γλυκειά λαλιά Του,
λίγο προτού να σταυρωθεί».
.

Και πάνω σ’ αυτά τα θέματα νομίζω έπρεπε να κινείται η φιλοσοφία.

Και σκιά ρίχνει ό,τι υλικό αντικείμενο. Αδιαφανές σώμα αφήνει το είδωλό του που σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια αντίθετη από τη μεριά εκείνης που φωτίζεται. Τη λέξη έχει και παραπάνω ο ποιητής, εκεί που «δένει τη χρυσοκάπουλη μούλα στην ξυνομηλιά / που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο». Ρίχνει ήσκιο η ξυνομηλιά και στον ήσκιο της δένει τη μούλα. Κι ό,τι δεν κάνει ήσκιο δεν υπάρχει. Εδώ όμως έχουμε «ανήσκιωτα κορμιά αδειανά», και ανήσκιωτο κορμί είναι ο πεθαμένος. Για σκεφθείτε: ανήσκιωτο κορμί. Εφευρετική λέξη. Κορμί που υποτίθεται ότι ρίχνει, πρέπει να ρίχνει ήσκιο, εδώ είναι ανήσκιωτο. Τρομερό. Πού πήγε και το βρήκε ο ποιητής! Είναι δικό του; Το είδε σε κάποιο δημοτικό τραγούδι; Άγνωστο σ’ εμένα. Καλλίτερα όμως. Σαν εκείνο το:

«Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε.
Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς. ὑψώθητε!...»

Ύμνος για τη δόξα και το ύψος. Έτσι, ένα τέτοιο πράγμα.

Και μετά «διανέματα κι ανατριχίλες». Και είναι το διάνεμα σχήμα ή περίγραμμα αντικειμένου που κινείται, φευγαλέα κίνηση, διαβατική μορφή. Τί τελειότερο θα μπορούσε να φτιάξει ο ποιητής μετά το ανήσκιωτα κορμιά αδειανά; Μετά το άυλο; Τόσο δυνατές λέξεις, τόσο δυνατές εικόνες, περιγραφές. Εδώ ή στην «προσευχή του ταπεινού» του Ζ. Ππαπαντωνίου. «Ευδόκησε ν’ αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω» ή το τέλος του ποιήματος «για όσα σβήνουν» του Πορφύρα.

«…Ακόμα συλλογίζομαι,
με μια θλιμμένη έννοια
τα χέρια τα κερένια
- ω ! σπαραγμός κρυφός! –
κι εσάς ματάκια που ήσυχα
κάτω απ’ τα βλέφαρά σας
στα σκοτεινά νερά σας
βασίλεψε το φως…»

για άνθρωπο που μόλις πέθανε.

Ή απ’ το «ψωμί» του Γ. Δροσίνη.

«Ω μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού,
που αχνίζει / κομμένο απ’ το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι»,

ή το «γλυκειά μου μάννα» του Αθανασίου Κυριαζή. Ή

«Πού νά ’ναι ο ήσκιος Σου, Θεέ /
να ’ρθώ να γονατίσω /
και να Σου πω τον πόνο μου».

(Δεν λέει πού να είσαι Θεέ, γιατί το Θεό αδύνατον να τον δεις, αλλά του αρκεί ο ήσκιος Του κι αυτόν ζητάει). Και τόσα άλλα. Αυτοί είναι ποιητές, που παίζουν με τις λέξεις, με τις εικόνες, υψώνοντας ολόκληρες νοητικές εποπτείες. Μεγάλη εποχή στην ποίηση, τη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, την τέχνη γενικά.

Σήμερα δεν γράφονται πια τέτοια ποιήματα. Κι όσο πιο πίσω τόσο πιο σπουδαία. Σήμερα το μυαλό των ανθρώπων έχει αρρωστήσει και δεν μπορεί να γεννήσει τέτοια αντιπροσωπευτικά όπως εκείνα άλλων εποχών, σαν τον πραματευτή, σαν το ψωμί, τον ήσκιο του Θεού και τα άλλα που ενδεικτικά μνημόνευσα. Σήμερα γράφουν άλλα αντ’ άλλων που όχι μόνο δεν γεμίζουν τις λέξεις νόημα, αλλά τις αδειάζουν ευτελίζοντας την αισθητική, τη χάρη, τη μορφή και τη μνήμη. Και από πάνω τούς βραβεύουμε, τους λατρεύουμε, τους διδάσκουμε κατασπαράζοντας την ψυχή του λαού.

Κρίμα.

(ΧΙΜ)