Τι μου ήρθε στη μνήμη, τώρα που θέλησα να γράψω για την εφημερίδα και ιστοσελίδα μας ένα μικρό κείμενο της σειράς "αναμνήσεις".
Τα βελανίδια που μαζεύαμε παλιά, για να ταΐσουμε τα ζωντανά, κυρίως τα γουρούνια.
Είχα κάνα χρόνο που είχα τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο και ένα πρωινό φθινοπώρου, ξεκίνησα να πάω να βοσκήσουν η κατσίκα και το μουλάρι μας στην περιοχή "Σκάλα".
Πρόκειται για τοπωνύμιο της περιοχής Σέρβου, που είναι στο δρόμο που κατεβαίνει από το νεκροταφείο στου μπουλούτσου προς του "Ράχη-Μπουρίνι", απέναντι από τα αμπέλια της "Κρίκιζας".
arthro_toutheys_1
Η βρύση "δημοκοίτης" που προμηθευόταν νερό όλο το επάνω χωριό. Υπάρχει και σήμερα
Εκεί είχαμε αμπέλι και αρκετό τόπο, άγριο δασωμένο. Πήρα ένα παγούρι που το γέμισα με νερό στου "Δημοκοίτη" και κατηφόρισα, κουβαλώντας ένα μεγάλο "τράιστο" (σακκούλι) που θα έβαζα βελάνι. Τη διαδρομή προς τη Σκάλα την είχα κάνει αμέτρητες φορές και κυρίως το χειμώνα γιατί εκεί δεν έπιανε χιόνι, επειδή είναι χαμηλά (κοντά στη "Γκούρα") και μπορούσαν να βοσκήσουν τα ζωντανά.
.
Πέρασα από τον "Γκουφόλογγα" και απέναντι αντίκρισα τα αμπέλια της "Κρίκιζας" αλλά και την περιοχή του "Ραμανάλι", που βγάζανε οι Σερβαίοι άμμο για να χτίσουν τα σπίτια τους. Δεξιά μου έβλεπα του ‘'Παπά το λιθάρι'' και το μικρό φαράγγι που βρίσκεται ακριβώς από κάτω. Στάθηκα για λίγο, αγναντεύοντας την πυκνή βλάστηση που κυριολεκτικά σκέπαζε το απόκρημνο ρέμα που καταλήγει στη Γκούρα.
 Εκεί είχα δει πολλές φορές εικόνες από τα κουφάρια ψόφιων μουλαριών και γαϊδάρων, που τα πτώματα τους μάζευαν τα όρνια της ευρύτερης περιοχής.
.
Έφθασα στη "Σκάλα" και άφησα τα ζωντανά να βοσκήσουν στ' αμπέλι, που είχε  άφθονη αγριάδα. Στο πάνω μέρος υπήρχαν αρκετά μεγάλα πουρνάρια, που έκαναν πολλά και καλά βελανίδια. Από αυτά λοιπόν τα πουρνάρια κάθε χρόνο μαζεύαμε βελάνι για τα ζώα. Την ημέρα εκείνη ήταν συννεφιά και η υγρή καταχνιά που ερχόταν από του Μπουγιάτι κατά μήκος της Γκούρας μου περόνιαζε τα γυμνά μου πόδια. Ένα κοντό παντελονάκι ντρίλινο τι να πρωτοσκεπάσει!
.
Τα πουρνάρια ήταν μεγάλα και ψηλά. Κάποτε μου είχαν πει οι δικοί μου ότι ο παππούς μου τα κλάδευε και τα έφραζε να μην τρώνε οι γίδες τα βλαστάρια τους, γι αυτό και μεγαλώσανε. Τα πουρνάρια, πέρα από τα ξύλα που δίνανε για το τζάκι και το φούρνο, ήταν πολύτιμα και για τα βελανίδια τους. Εκείνη την εποχή το βελάνι ήταν πολύ χρήσιμο για την τροφή των ζώων. Που να βρει άκρη η νοικοκυρά να ταΐσει τόσα ζώα από ένα κασόνι! Θυμάμαι που λέγανε οι γεροντότεροι πως στην κατοχή αρκετοί Σερβαίοι αλέσανε και φάγανε βελάνι, αφού το σιτάρι δεν έφθανε για όλο το χρόνο. Εκείνες οι χρονιές του 40, 41 και 42 ήταν από κάθε πλευρά δύστυχες και οι σοδειές σε σιτάρια και αραποσίτια φτωχές.
Αλλά μήπως στην αρχαιότητα δεν αποκαλούσαν τους Αρκάδες βελανοφάγους;
.
Ας γυρίσουμε πίσω στο μάζεμα. Πως να φτάσω να ρίξω κάτω τα βελανίδια για να τα μαζέψω; ΄Εκοψα από ένα "μέλεγο" μια μακριά βέργα και μ' αυτή, αφού σκαρφάλωσα πάνω στο πουρνάρι, κτύπησα τις κλάρες και έριξα πολλά βελανίδια. Κατέβηκα κάτω και με γρήγορες κινήσεις γέμισα το τράιστο.
.
arhtro_toutheys_2
Η περιοχή "Μπουλούτσου", που είναι το νεκροταφείο του χωριού. Διακρίνεται ο ναός των Αγίων Θεοδώρων.
Σαν ήρθε το μεσημέρι πήρα το δρόμο για το σπίτι. Φόρτωσα το σακκούλι στο μουλάρι, πέρασα από το κολιτσάκι το πρεβάζι και ζύγωσα το μουλάρι σε ένα όχθο για να μπορέσω ν' ανέβω στο σαμάρι. Καβάλησα διχάλα και προχωρούσαμε σιγά-σιγά, γιατί έχει μεγάλη ανηφόρα, ιδίως στο "Γκουφώλογγα". Καθώς πλησίαζα στο νεκροταφείο, το μουλάρι κάπως σκόνταψε και τινάχτηκε απότομα. Εγώ διχάλα στο σαμάρι κρατήθηκα σφιχτά, αλλά το πρεβάζι δεν άντεξε και έσπασε από το τράνταγμα, με αποτέλεσμα να πέσει το σακούλι στο χώμα και τα περισσότερα βελανίδια να σκορπίσουν στο δρόμο. Πολλά χάθηκαν μέσα στις τούφες και στα χορτάρια. Με έπιασε πανικός. Το σακούλι ήταν σχεδόν άδειο και λίγα μόνο βελανίδια μπορούσα να μαζέψω. Απελπίστηκα και τα μάγουλά μου μουσκέψανε από τα κλάματα. Κατέβηκα από το μουλάρι και άρχισα να μαζεύω όσα βελανίδια μπορούσα. Το σακούλι από γεμάτο που ήτανε βρέθηκε κάτω από τη μέση. Το πήρα αγκαλιά, αφού το πρεβάζι του είχε κοπεί από τη ρίζα και ανηφόρισα για το σπίτι. Τα πόδια μου είχαν εξαντληθεί όχι μόνο από το βάρος που κουβαλούσα αλλά και από την απογοήτευση που έχασα το περισσότερο από το βελάνι που μάζεψα.
.
Μπήκα στο σπίτι και άφησα κάτω το μισοάδειο σακούλι. Μόλις με είδε η μάνα μου και αφού της εξήγησα τι είχε συμβεί με "καταχέριασε με μια κατσάδα", γιατί δεν έδεσα το σακούλι με την τριχιά! Αυτή ήταν η αντίληψη.΄Επρεπε τα παιδιά από την ηλικία των δώδεκα χρονών και πάνω να έχουν κρίση και πρόνοια ενηλίκων. Τέλος πάντων μετά από λίγο το ξανασκέφτηκε φαίνεται και με καλόπιασε, έβγαλε από κάποια κρυψώνα στο γκιλέρι ένα μουστοκούλουρο και μου τόδωσε λέγοντας
.
"δεν πάει στο κόρακα και το βελάνι, έχουνε κι'άλλο τα πουρνάρια".
.
(ΧΙΜ_8-3-11)