Γ. Δ. Βέργου

 

Πολλές δεκαετίες πίσω, δύο εικοσάχρονοι νέοι στο χωριό μας ερωτεύτηκαν. Ήταν ο «Ρωμαίος και η Ιουλιέτα», για να χρησιμοποιήσουμε 2 ονόματα  από το γνωστό έργο, που δεν υπήρχαν (και δεν υπάρχουν) στο χωριό.

Όπως ήταν επόμενο το νέο αυτό μαθεύτηκε, αφού ο κύκλος στα χωριά είναι στενός και το κουτσομπολιό σε πρώτη διάταξη.

Το νέο έφτασε  ασφαλώς και στα αυτιά των γονιών τους, οι οποίοι αφού τους παρατήρησαν με αυστηρό τρόπο, τους είπαν πως είναι μικροί ακόμα για τέτοια πράγματα και πως θα φροντίσουν αυτοί για την παντρειά τους όπως πρέπει και όταν έρθει η ώρα τους!  Όμως ο έρωτας δεν νικιέται εύκολα (ανίκατε μάχας), πράγμα που ανάγκασε τους γονείς να δεχθούν τελικά το γεγονός και να αποφασίσουν να αρραβωνιάσουν τα παιδιά. Μάλιστα κάνανε ανοιχτό αρραβώνα, φάγανε και γλεντήσανε για τα καλά και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Κανόνισαν και τα σχετικά με την προίκα της νύφης και αποφάσισαν ο γάμος να γίνει μετά ένα χρόνο.

 Η νύφη την εποχή εκείνη, δεν επιτρεπόταν  να πάει στο σπίτι του γαμπρού, ενώ ο γαμπρός ήταν τακτικός επισκέπτης στο σπίτι της νύφης, μιας και  ήτανε και πολυμελής οικογένεια.

Μέχρι εδώ όλα καλά. Να όμως που και άλλος από το χωριό ήθελε την Ιουλιέτα (ας πούμε πως τον έλεγαν Λυκούργο) και όπως λένε σήμερα οι νέοι «τα πήρε στο κρανίο», όταν πληροφορήθηκε πως η γυναίκα που σκόπευε να παντρευτεί αρραβωνιάστηκε με άλλον. Στέλνει λοιπόν γράμμα, από τη μαστοριά που ήτανε στη Μεσσηνία, στο αδερφό της νύφης.

.

Το και το, του γράφει:

 Εγώ τη θέλω την αδερφή σου και θέλω να την παντρευτώ, αλλά δεν πρόλαβα και με πρόφτασε ο άλλος. Να τα χαλάσετε να την πάρω εγώ.

 

Διαβάσανε το γράμμα όλοι μαζί στο σπίτι της νύφης και γελάσανε, αφού πια είχανε αρραβωνιάσει το κορίτσι και είχανε δώσει το λόγο τους. Αποφάσισαν να μην απαντήσουν.  Όμως ο διεκδικητής δεν το έβαλε κάτω και στέλνει και δεύτερο και τρίτο γράμμα στον αδερφό της. Για να τον ξεφορτωθούμε απαντάει τελικά ο αδερφός και του λέει πως η δουλειά είναι τελειωμένη και δεν γίνεται τίποτα.

Τι να κάνει τότε ο Λυκούργος, γράφει κατευθείαν στον πατέρα της νύφης.

.

Εγώ θέλω μόνο την κόρη σου και δεν θέλω προίκα! Έγραφε.

.

Να σημειώσουμε πως ο Λυκούργος ήτανε από εύπορη οικογένεια, ενώ ο Ρωμαίος ήταν φτωχόπαιδο. Το γράμμα τούτο καλάρεσε κάπως, στον πατέρα της νύφης, μιας και είχε πολλά κορίτσια  και αν την έδινε στο Λυκούργο θα γλίτωνε μια προίκα. Δεν απάντησε όμως.

Πέρασε λίγος καιρός, ήρθαν οι γιορτές και νάσου ο Λυκούργος στο χωριό. Κατευθείαν  πάει και βρίσκει το Ρωμαίο.

.

Κοίτα να δεις, του λέει: Εγώ την ήθελα την Ιουλιέτα, αλλά δεν πρόλαβα να την ζητήσω και με πρόφτασες εσύ. Να την αφήσεις εσύ και να την πάρω εγώ. Ο Ρωμαίος του απάντησε πως αυτό δεν γίνεται γιατί έχει αρραβωνιαστεί την κοπέλα και αγαπιούνται.

.

 

.Τι να κάνει τότε ο Λυκούργος, κινάει και πάει στο σπίτι του πατέρα της νύφης. Αφού τους είπε τα σχετικά ο πατέρας είπε στον διεκδικητή της κόρης του πως αυτό δεν είναι σωστό να γίνει, αφού η κόρη είναι αρραβωνιασμένη και τι θα πει ο κόσμος  και άλλα διάφορα, αλλά με τρόπο που δεν του το έκοβε και με το μαχαίρι. Ο πατέρας συζήτησε το θέμα στην οικογένεια και αποφάσισαν με τον ένα του γιό  να  χαλάσουν τον αρραβώνα, να δώσουν την Ιουλιέτα στο Λυκούργο και να γλυτώσουνε την προίκα.

Από την άλλη ο Λυκούργος φρόντιζε με κάθε ευκαιρία να βρίσκεται μπροστά στην Ιουλιέτα και με τον τρόπο του  να προσπαθεί να την πείσει να τα χαλάσει με τον Ρωμαίο και να πάρει αυτόν. Επειδή η νύφη όμως δεν του έδινε καμία σημασία, ένα βράδυ που είχε πολύ ομίχλη προσπάθησε να την κλέψει, λίγο έξω από το χωριό. Η Ιουλιέτα όμως δεν τόβαλε κάτω, βάζει τις φωνές και τον παίρνει στο κυνήγι  με τις  πέτρες!

Τι να κάνει τότε ο Λυκούργος. Την ίδια ή την άλλη μέρα  βάζει το μπιστόλι στη ζώνη (ήτανε και νταής), παίρνει και την αδερφή του (ήτανε κουμπάρα του Ρωμαίου) και έναν άλλο από το χωριό και πάει και βρίσκει τον Ρωμαίο.

.

 Ή θα αφήσεις τη νύφη, του λέει αγριεμένα, ή θα σε σκοτώσω.

.

 Έγινε ένας γερός τσακωμός και την άλλη μέρα ο Ρωμαίος μηνύει το Λυκούργο για απόπειρα ανθρωποκτονίας.

Το δικαστήριο έγινε στην Τρίπολη. Τριμελές. Ο μηνυτής, ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρες. Όπως καθόταν ο κατηγορούμενος στο εδώλιο και γινόταν περιγραφή των γεγονότων, ο πρόεδρος κάποια στιγμή κάτι είδε να προβάλει στο σακάκι του Λυκούργου στο ύψος της ζώνης.

.

* Για σήκω επάνω κατηγορούμενε, του λέει. Για άνοιξε το σακάκι σου.

*Δεν έχω τίποτα κύριε πρόεδρε, λέει αυτός. Αγριεύει ο πρόεδρος, διατάζει τον χωροφύλακα να ανοίξει το σακάκι του κατηγορούμενου και νάσου το κουμπούρι.

*Τι είναι αυτό κατηγορούμενε; Δεν είναι τίποτα κύριε πρόεδρε, για καμιά …ανάγκη.

*Κύριε εισαγγελεύ, να απαγγείλετε αμέσως κατηγορία στον κατηγορούμενο για οπλοκατοχή, με την αυτόφωρη διαδικασία.

 

Έξη μήνες φυλακή ο Λυκούργος για οπλοκατοχή, με τον χωροφύλακα να τον οδηγεί κατευθείαν στην «ψυρού».

Εν τω μεταξύ στην οικογένεια της νύφης τα πράγματα είχαν πολύ αγριέψει. Ο πατέρας και η οικογένειά του γενικά ήθελαν να χαλάσουν τον αρραβώνα για να γλυτώσουν την προίκα. Η νύφη όμως ανένδοτη, δεν έκανε πίσω με τίποτα. Αδιέξοδο, γκρίνια κακή. Ορίζεται τελικά ο γάμος, μετά από πολλούς καυγάδες. Σχετικά με την προίκα αποφασίζεται με πολλή στενοχώρια να δώσουν στο γαμπρό γραμμάτια.  Θα τα έδινε ο θείος της νύφης την παραμονή του γάμου.   Όμως ο πατέρας της νύφης πολύ ζορίστηκε και δεν του  άρεσε καθόλου αυτό, αφού θα μπορούσε να τα είχε γλυτώσει! Αλλάζει γνώμη και στέλνει αμέσως άνθρωπο στο θείο και ζητάει τα γραμμάτια πίσω. Τελικά ο θείος δεν υποχωρεί και  δίνει τα γραμμάτια-προίκα στο γαμπρό (άσχετα που ποτέ  δεν τα εισέπραξε).

Τα πράγματα όμως χειροτέρεψαν ποιό πολύ, έφτασαν  στο απροχώρητο και η  οικογένεια έδιωξε την Ιουλιέτα από το σπίτι, τις παραμονές του γάμου. Τι να κάνει και η Ιουλιέτα, πάει στο σπίτι του θείου της και εκεί άρχισαν να την στολίζουν την Κυριακή το πρωί, για να πάει νύφη στην εκκλησία. Όμως η μεγαλύτερη αδερφή της δεν το άντεξε αυτό και με τον άντρα της πήραν τη νύφη και την πήγαν πίσω στο σπίτι της. Ο άντρας αυτής της αδερφής ήταν ζόρικος, τόλεγε η καρδούλα του και απείλησε πως αν κανείς πειράξει τη νύφη, θα έχει να κάνει μαζί του. Πανζουρλισμός στο σπίτι της νύφης λίγο πριν πάει στην εκκλησία, σε βαθμό που ο ένας  αδερφός της ορμάει κατά το παράθυρο, βγάζει ένα αγκωνάρι το σηκώνει ψηλά  και απειλούσε να σκοτώσει τους συμπεθέρους!! Τελικά, μετά από τα πολλά, πήγε η νύφη στην εκκλησία με τους συμπεθέρους χωρίς να τη συνοδεύσουν οι γονείς της και ο ένας της αδερφός.  Ο άλλος αδερφός και οι αδερφές της με τους άντρες τους, παραβρέθηκαν στο μυστήριο.

Έτσι έγιναν τα πράγματα με το Ρωμαίο και την  Ιουλιέτα.  Παντρεύτηκαν και έζησαν μια ζωή μέχρι τα βαθειά γεράματα αγαπημένοι και ευτυχισμένοι. Απέχτησαν πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, όλα με εξαιρετική πρόοδο στη ζωή τους. Οι σχέσεις της Ιουλιέτας με τους γονείς της έκαναν χρόνια να αποκατασταθούν.

.

….Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

.

Ο απόγονος.

.

(χιμ)