Εγκαινιάζουμε μια νέα στήλη με πληροφορίες για την καταγωγή παροιμιών και άλλων φράσεων  που χρησιμοποιεί ο λαός μας μέχρι και σήμερα.


Όλα τα ’χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει


  Στα χρόνια του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα είναι γνωστό ότι η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε. 

Κοντά σε όλες τις ελλείψεις και η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γίνονταν. Το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν πολύ δύσκολο.

 Δεν είχε βλέπετε ακόμα διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο. 

 Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκόταν και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο που φορούσε στο πρόσωπό της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή - Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε «Έτσι δεν θα φαίνεται όταν θα ... κοκκινίζει καμιά φορά αν .... (και συμπλήρωσε) : Μωρέ όλα τα ’χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει».

 

Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι

Μία από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπαντός όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.

Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια  νύχτα βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες όμως τους πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και τους έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν όμως, τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".

Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του

Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει χωρίς να το σχολιάσει, παρατήρησε πως ο παπάς όταν αρχίζει τη λειτουργία με το «Ευλογητός ο Θεός» κάνει τον σταυρό του και ύστερα, από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο στήθος,εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του. 

Ο λαός, λοιπόν, νομίζει ότι με την κίνηση αυτή ο παπάς ευλογάει και τα γένια του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη χρησιμοποιούμε για τους συμφεροντολόγους.

Σήκωσε δικό του μπαϊράκι

  Συχνά, ανάμεσα στους αρματολούς του 1821 συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες ομάδες των αρματολών στα βουνά όταν χήρευε καμιά θέση.

  Φυσικά, οι παλιοί αρματολοί αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια και έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητές τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν, λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
 Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούργιου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτόν, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.

Μπαϊράκι στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση «σήκωσε δικό του μπαϊράκ»", που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.

‘Οποιος πηδάει πολλά παλούκια

  Οι Ρωμαίοι διασκέδαζαν με τα πιο απάνθρωπα θεάματα.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, που είχε εμπνευστεί ο Νέρωνας, ήταν το πήδημα πάνω από λόγχες. Κάρφωναν, δηλαδή, τη λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προς τα πάνω και οι λογχιστές ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν.
  Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημά του, τον έπιαναν οι παρατηρητές και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Το φριχτό αυτό θέαμα μεταφέρθηκε αργότερα στο Βυζάντιο.
 Με τον καιρό όμως το πήδημα πάνω από τις λόγχες έφτασε στο σημείο να γίνει τυχερό παιχνίδι και ο λαός του Βυζαντίου έβαζε μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό, που το ονόμαζαν πάλους, ανέδειξε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, το Λαγόνη και το Φρύλιχο. Και οι τρεις αυτοί έγιναν ξακουστοί στη Βασιλεύουσα, επειδή πηδούσαν χρόνια ολόκληρα τους πάλους χωρίς να τους συμβεί ποτέ κανένα ατύχημα.

 Παρ’ όλα αυτά όμως και οι τρεις σκοτώθηκαν, στο τέλος, σε αγώνες που έγιναν μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο. Από το δραματικό αυτό αγώνισμα,έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «Όποιος πηδάει πολλά παλούκια», που τη λέμε για ανθρώπους ριψοκίνδυνους.

 

Πού σε πονεί και πού σε σφάζει

Είναι μια φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύναμη.

 Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντισε κάποιον. Εκείνος παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει τον Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με ποιον είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγγνώμη, γιατί τον ακούμπησε άθελά του.
 Ο παλικαράς, νομίζοντας ότι ο γέροντας φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού λέγοντάς του ... «Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω πού σε πονεί και πού σε σφάζει».