Ενας λαϊκός ύμνος που έλεγαν οι προηγούμενες γενιές, την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, την αγία σαρακοστή (Αγιασαρακοστή), στη Σμύρνη. Ήταν μια αναφορά στα πάθη του Χριστού, και στον πόνο της Μητέρας Του, της Παναγίας.
 
 
"Η ΑΓΙΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ"
 
 
Τώρα ‘ν’ Αγιά Σαρακοστή τώρ ‘ν’ Αγιές ημέρες,
 που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες,
 και λένε τ’ Άγιος ο Θεός και τ’ Άγιο Ευαγγέλιο.
 
Όποιος το λέει σώζεται κι όπου τα’ ακούει αγιάζει,
 κι όπου το καλοσυγκριθεί Παράδεισο θα λάβει.
 Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού το σπίτι,
 καθότανε η Παναγιά μόνη και μοναχή της,
 την προσευχή Της έκανε για τον Μονογεννή Της.
 
 Εκεί που προσευχότανε κι έκανε το σταυρό της,
 ακούει βροντές και αστραπές και ταραχές μεγάλες.
 Βγαίνει στην πόρτα Της να δει, να δει τη γειτονιά Της,
 βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα,
 το φεγγαράκι το λαμπρό στο αίμα βουτηγμένο.
 
Κοιτάει δεξιά κοιτάει ζερβά, βλέπει τον Άη Γιάννη.
 Ο Άη Γιάννης έρχεται, δαρμένος και κλαμένος,
 κρατάει και στο χέρι του μαντήλι ματωμένο,
 κρατάει και στο άλλο του, μαλλιά της κεφαλής του.
 
«Τι έχεις Γιάννη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις»;
 «Δεν έχω στόμα να στο πω, μιλιά να στο μιλήσω,
 μήτ’ η καρδιά μου το βαστά να στο ξεμολογήσω».
 «Κάνε και στόμα πέστο μου, μιλιά και μίλησέ το,
 κάνε και πέτρα την καρδιά και ξεμολόγησέ το».
 «Τον Δάσκαλό μου πιάσανε, οι άνεμοι οι Εβραίοι.
 Σαν κλέφτη τόνε πιάσανε και σα φονιά τον πάνε
 σα να χωρίζει αντρόγυνα έτσι τον ξεκουντάνε».
 
Μόλις τα’ ακούει η Παναγιά πέφτει λιγοθυμάει.
 Σταμνιά νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει,
 κι όταν συνέφερε καλά, αυτό τον λόγο λέει:
 «Ας έρθει η Μάρθα κι η Μαριά και του Λαζάρου η μάνα,
 και του Λαζάρου οι αδελφή, να πά να τόνε βρούμε.
 Να πάμε να τον έβρουμε προτού τόνε σταυρώσουν,
 προτού του βάλουν τα καρφιά και τόνε θανατώσουν».
 
Παίρνουνε το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι.
 Το μονοπάτι τσί ‘βγαλε στ’ ατσίγγανου την πόρτα.
 «Ώρα καλή ατσίγγανε και τι ν’ αυτά που φτιάχνεις;
 Και τι ν’ αυτά που πολεμάς κι αυτά που σχεδιάζεις»;
 «Καρφιά μου παραγγείλανε οι φίλοι μου οι Εβραίοι.
 Μου παραγγείλαν τέσσερα μα εγώ τους φτιάχνω πέντε».
 «Για πές μου βρε ατσίγγανε και που θα του τα βάλουν»;
 «Τα δυο στα δυο τα πόδια Του, τα δυο στα δυό Του χέρια
 το πέμπτο το φαρμακερό στα τρυφερά τζιγέρια
 να τρέξει αίμα και χολή, από τα σωθικά Του».
 
Όταν τ’ ακούει η Παναγιά, πέφτει λιγοθυμάει.
 Σταμνιά νερό την περεχούν, ώσπου να συνεφέρει
 Κι όταν συνέφερε καλά αυτό τον λόγο λέει:
 «Άντε κι εσύ ατσίγγανε κι αν ήξερες τι κάνεις,
 αν ήξερες πόσο κακό και στα παιδιά σου κάνεις.
 Ρούχο στην τραχηλίτσα σου, ποτέ σου δεν θ’ αλλάζεις,
 ούτε και στο τζακάκι σου φωτίτσα δεν θ’ ανάβει
 μα και στο ντουλαπάκι σου, ψωμί δεν θ’ αποτάζεις
 και θα γυρνάς εδώ κι εκεί, δίχως να έχεις δώμα.
 Εύχομαι τη μετάνοια σου, προτού σε φάει το χώμα».
 
Παίρνουνε το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι.
 Το μονοπάτι τσί ‘βγαλε στην πόρτα του Πιλάτου.
 Βλέπουν την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
 και τα πορτοπαράθυρα βαριά μανταλωμένα.
 «Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου»,
 κι η πόρτα από το φόβο της, άνοιξε μοναχή της.
 
Βλέπει δεξιά βλέπει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει.
 «Θαυμάζουσε βρε δέσποινα, κάνεις πως δεν γνωρίζεις;
 Βλέπεις εκείνον τον γδυμνό, τον ανεμομαλλιάρη
 που έχει στο κεφάλι Του αγκάθινο στεφάνι;
 Εκείνος είν’ ο Γιόκας Σου κι εμένα Δάσκαλός μου.
 Εσένα είν’ τα μάτια Σου κι εμένα είν’ το Φώς μου».
 
Όταν τ’ ακούει η Παναγιά πέφτει λιγοθυμάει.
 Σταμνιά νερό την περεχούν ώσπου να συνεφέρει,
 κι όταν συνέφερε καλά αυτόν τον λόγο λέει:
 «Δεν είν’ γκρεμός να γκρεμιστώ, πηγάδι για να πέσω,
 δεν είν’ αδίκος θάνατος ν’ αδικοθανατίσω».
 
 «Αν γκρεμιστείς μανούλα μου γκρεμιέτ’ όλος ο κόσμος.
 Γκρεμιόνται μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες,
 και οι καλές νοικοκυρές για τους καλούς των άνδρες.
 Σύρε μανούλα μ’ στο καλό και διάφορο δεν έχει.
 Πήγαινε πίσω σπίτι μας κι ετοίμασε τραπέζι.
 Βάλε κρασί στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι,
 και φώναξε του φίλους μου, τους δώδεκ’ αποστόλους,
 και κάνε την παρηγοριά, για να την κάνουν όλοι
 και το Μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις,
 Θα έρθω πάλι να σε βρω, να σε ξαναγκαλιάσω,
 και πια ποτέ μην πικραθείς, ποτέ μην ξανακλάψεις
 και σά θα ‘ρθεί η ώρα Σου, στα χέρια θα σε πάρω
 να σ’ ανεβάσω δίπλα μου, να κάτσεις πια κοντά μου.
 
Και πες το και στους φίλους μου τους δώδεκ’ αποστόλους
 να είναι όλοι τους μαζί και να με καρτερούνε
 την Κυριακή πρωί πρωί, θα έρθω να τους έβρω.
 Και από δω πια και εμπρός, μαζί θα είμαστ’ όλοι
 εκεί που μας ετοίμασε ο Ουράνιος Πατέρας
 τραπέζι πλούσιο και πολύ, για όλους τους δικούς μου
 τους φίλους μου και τους γνωστούς, φτωχούς κι αδικημένους
 που θα ακούν το λόγο μου και θα με αγαπούνε».
 
 
(ΕΚΜ)