Ηλία Θ. Χειμώνα (1945-2010) Ιατρού καρδιολόγου, υποπτεράρχου.

Xeimonas 240Παραμονή των Χριστουγέννων. Το σχολείο είναι κλειστό για τις διακοπές, αλλά η μάνα με ξύπνησε πρωί, όπως της είχα ζητήσει από το προηγούμενο βράδυ. Έπρεπε με τον ξάδερφό μου το Γιάννη να προλάβουμε να πούμε τα κάλαντα, πριν από τα άλλα παιδιά του χωριού μας. Αν αργήσουμε υπάρχει ο κίνδυνος να μας πουν οι νοικοκυρές.

"τα παν άλλοι", όταν θα ρωτήσουμε "να τα πούμε;". Και αν ακόμη μας απαντούσαν

"εν τάξει να τα πείτε και σεις", το φίλεμα σίγουρα θα είναι μικρότερο. 

Το κρύο είναι δυνατό και από τα κεραμίδια κρέμονται κρύσταλλα από πάγο. Τα χέρια μας είναι κοκαλιασμένα, το ίδιο και τα πόδια μας, η καρδιά μας όμως είναι ζεστή από τη χαρά και την προσμονή των γιορτών. Ο δρόμος είναι λασπωμένος από τη βροχή και τα πατήματα των ζώων, εμείς όμως -ξυπόλυτοι βέβαια- ξέρουμε να διαλέγουμε το μέρος που πατάμε (σε πέτρες ή στην άκρη του δρόμου), ώστε να μην κουβαλάμε λάσπη με τα πόδια μας, στα σπίτια που μπαίνουμε.

Και νάμαστε πρώτα στο σπίτι του μπάρμπα-Γιάννη. Η θεια Γιαννού στο γκιλέρι ζυμώνει και δεν μας ακούει. Εμείς όμως ανοίγουμε την πόρτα και μπαίνουμε. Η φωτιά καίει στο παραγώνι. Φωνάζουμε:

"Να τα πούμε θεια Γιαννού;"
"Να τα πείτε παιδιά".

"Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας...". Τρίγωνο δεν έχουμε, που να το βρούμε στο χωριό. Κανένα παιδί δεν έχει. Όταν τελειώνουμε ευχόμαστε.

"Και εις έτη πολλά"

Η θεια Γιαννού σκουπίζει τα χέρια της από τα αλεύρια και μας φυλεύει.
"Να πάτε στην ευχή του θεού παιδιά μου, και του χρόνου".

Τρέχοντας φεύγουμε για να προλάβουμε πρώτοι και στα άλλα σπίτια. Το "φίλεμα" λίγες φορές είναι λεφτά, που άλλωστε σπανίζουν. Συνήθως είναι καρύδια (κοκκόσιες), δίπλες, κουραμπιέδες ή τσαπελόσυκα. Καμιά φορά και ένα αυγό. Όμως είναι ευπρόσδεκτα και πολύτιμα και μας δίνουν χαρά, όπως πάντοτε δίνουν χαρά τα δώρα στα παιδιά.

Το βράδυ ο πατέρας φέρνει ένα μεγάλο κούτσουρο και το βάζει στη φωτιά για να αντέξει όλη τη νύχτα. Για να ζεσταθεί η Παναγία, λέει η μάνα. Έτσι ζεστά και γιορτινά που είναι δεν θέλουμε να κοιμηθούμε. Φανταζόμαστε ότι κάπου μακριά, στη Βηθλεέμ, απόψε θα γεννηθεί ο Χριστός και θέλουμε να μας βρει ξύπνιους αυτή την ώρα.

Ο πατέρας λέει όμορφες ιστορίες και θα θέλαμε να μην σταματήσει. Όμως τη νύχτα ο πατέρας θα σηκωθεί να πάει στην εκκλησία και γι΄αυτό πρέπει να κοιμηθούμε. Για μας τα παιδιά είναι μακριά το Σέρβου, μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα και δεν θα πάμε στη λειτουργία. Όταν μεγαλώσουμε... Τώρα δεν μπορούμε αφού οι Αράπηδες είναι μικρό χωριό για να έχει παπά.

Το πρωί το φαγητό, γύρω από τη γωνιά, είναι γιορτινό. Έπειτα ήταν οι κουραμπιέδες, τα μουστοκούλουρα, οι χαλβάδες. Το βράδυ επισκεπτόμαστε τον ένα μετά τον άλλο τους "Χρήστους" του χωριού, να τους χαιρετήσουμε. Οι άντρες συζητάνε και κουτσοπίνουνε γύρω από τη φωτιά και εμείς τα παιδιά με τις γυναίκες στο πάτωμα τραγουδάμε και χορεύουμε.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς πάλι τα κάλαντα.

"Αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά..."

Και πάλι φιλέματα, αλλά αυτή τη φορά μικρότερα.
Την πρωτοχρονιά το πρωί πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς το πρωί για να ξυπνάμε νωρίς όλο το χρόνο, να πλυθούμε με την κανάτα "σε ριζιμιό λιθάρι" και ας είναι κρύο το νερό "για να φύγει η αμωρίλα". Θα πρέπει να μην κλάψουμε αυτή τη μέρα, γιατί αλλιώς θα κλαίμε όλο το χρόνο. Να μη δείξουμε ανυπακοή, να είμαστε καλά παιδιά, γιατί όπως θα είμαστε σήμερα θα είμαστε όλο το χρόνο.
Η μάνα πρωί-πρωί ζύμωσε τη βασιλοκουλούρα με αραποσιτένιο αλεύρι, έβαλε μέσα το γούρι (ένα παλιό τάλιρο με το φοίνικα) και την έψησε στο παραγώνι κάτω από τη θράκα, αφού τη σκέπασε με στάχτη για να μην καεί. Πόσο γλυκιά και νόστιμη είναι η ζεστή μπομπότα, έτσι όπως βγήκε από τη φωτιά και την έκοψε η μάνα με τα χέρια της και μας τη μοίρασε. Δεν την χορταίνουμε. Το γούρι δεν έτυχε σε μένα, αν και πολύ το ήθελα και προσευχόμουνα από μέσα μου γι αυτό. Έτυχε στην Ελένη και αυτή θα είναι η τυχερή αυτή τη χρονιά.
Το άλλο πρωί νιώθω το χέρι της μάνας μου στο κεφάλι μου να με χαϊδεύει και τη φωνή της να μου λέει.

"Ηλία ξύπνα να δεις το χιόνι"

Σηκώνομαι και τρέχω στο παράθυρο και κοιτάζω από το ιδρωμένο τζάμι. Είναι μια εξαίσια εικόνα. Είχα δει και άλλες φορές χιόνι, αλλά αυτή τη φορά , έτσι που έπεσε ήσυχα όλη τη νύχτα, έχει σκεπάσει τα πάντα, με ένα κατάλευκο και αφράτο πέπλο. Η τεράστια καρυδιά στο γειτονικό κήπο, γυμνή από φύλλα, είναι κάτασπρη σαν ζαχαρένια. Η φράχτη σκεπασμένη με ένα στρώμα σαν βαμβάκι, πεντάμορφη και αυτή. Και η αυλή μας, και οι δρόμοι. Πουθενά λάσπη και ασχήμια. Θέλω να βγω να τρέξω να κυλιστώ στο χιόνι. Σε λίγο όλα τα παιδιά στο δρόμο πετάμε "καβούλες" ο ένας στον άλλο. Το κρύο μας κοκκινίζει τα αυτιά και τις μύτες, εμείς όμως το αγνοούμε μπροστά στη χαρά του χιονιού. Όμως τα χέρια κοκκινίζουν και αρχίζουν να πονάνε από το κρύο. Τρέχω στη φωτιά να τα ζεστάνω. Αλίμονο όμως! Σε λίγο άρχισαν να πονάνε περισσότερο, σαν χιλιάδες βελόνες να μου τρυπάνε τα δάχτυλα. "Μερμελάνε", μου λέει η μεγαλύτερη αδερφή μου, "γιατί τα έβαλες απότομα κοντά στη φωτιά. Πρέπει πρώτα να τα τρίβεις το ένα με  το άλλο, ή να τα χώνεις στη μασχάλη σου για λίγο να ζεσταίνονται πρώτα και μετά να τα πυρώνεις στη φωτιά".

Ο πατέρας πήγε να φέρει κλαρί για τα γίδια που σήμερα θα μείνουν κλεισμένα στο γαλάρι. Αν τα βγάλουμε δεν θα βρουν τίποτα να βοσκήσουν, έτσι που είναι όλα σκεπασμένα με χιόνι.

Οι μέρες περνάνε και κοντεύει να ανοίξει το Σχολείο. Είναι που πρέπει να γράψω και το ημερολόγιο που μας έχει βάλει ο δάσκαλος. Κανονικά πρέπει να γράφω κάθε μέρα πως πέρασα, εγώ όμως το άφησα για την τελευταία μέρα. Ημέρες διακοπών ποιος σκέφτεται το γράψιμο. Ακόμη όμως έχουμε μπροστά μας τα φώτα. Της πρωτάγιασης (παραμονή των Φώτων) φεύγουν τα καλικαντζάρια και εμείς λέμε τα τελευταία κάλαντα των γιορτών:

"Σήμερον τα φώτα και ο φωτισμός..."

Την ημέρα των φώτων πάμε στην εκκλησία και παίρνουμε αγιασμό. Αφού βρέξουμε το πρόσωπο μας με τον αγιασμό και μετά πιούμε από αυτόν, πρέπει να αγιάσουμε όλο το βιος μας: Το σπίτι, τα ζωντανά, το καλύβι, τα σπαρτά. Η μάνα μου, μου δίνει ένα κατσαρολάκι με αγιασμό και με στέλνει να πάω στο χωράφι και να το αγιάσω. Με ένα κλωνάρι ελιάς ραντίζω με ευσυνειδησία το φρεσκοφυτρωμένο σιτάρι σε κάθε πεζούλα, από άκρη σε άκρη και ψέλνω.

"Εν Ιορδάνη βαπτιζομένουσου Κύριε...". Νομίζω πως αν δεν ραντίσω καμιά πεζούλα αυτή δεν θα καρπίσει.
"Του Αγιαννιού την άλλη μέρα πάρ τη σάκα σου και φεύγα".

Οι μέρες πέρασαν και πάλι στο σχολείο...

Τελευταία Ενημέρωση ( Κυριακή, 27 Δεκέμβριος 2009 12:09 )