Δημήτρη Κουκουζή

Κάθε που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα όλοι μας γινόμαστε παιδιά. Γυρίζουμε το χρόνο πίσω σε στιγμές νοσταλγικές:

στα παιδικά Χριστούγεννα του χωριού μας! Δίπλα στο παραγώνι του τζακιού με το λιγοστό χλωμό φως του λυχναριού, ο νους μας να ταξιδεύει στη μακρινή Βηθλεέμ, ενώ στο κατώι μας τα νιογέννητα κατσικάκια να κοιτάζουν τη φάτνη που είναι γεμάτη άχυρα.

Στο τζάκι να σιγοκαίει η φωτιά με το αρωματικό νωπό αντίφασκο, που θυμιατίζει όλο το σπίτι. Από τα πυρωμένα κούτσουρα οι φλόγες να ανεβαίνουν ψηλά στο σταχτοφούρνι. Που και που κάποιο υγρό λιανόξυλο σπιθουρίζει …κλαίγοντας. Άλλοι λένε πως κάποιος τους καλομελετάει και άλλοι πως μιλάει για το κακό τους.

Πότε-πότε σκαλίζουμε, με τη μασιά, τ ' αναμμένο κούτσουρο και πετάγονται σπίθες που είναι ευτυχία για το σπίτι, καθώς λένε οι παλιοί.

Εμείς τα παιδιά ετοιμαζόμασταν για να πούμε τα κάλαντα. Το αρχαίο αυτό έθιμο που επαληθεύει την ιστορική συνέχεια, την ελπίδα και την θρησκευτικότητα και φέρνει το δικό του μήνυμα: αυτό της αθωότητας και της ανθρωπιάς.! Είναι μια ευκαιρία για τα παιδιά όλου του κόσμου να αποκτούν με το δικό τους κόπο το πρώτο τους χαρτζιλίκι. Ήταν η πρώτη επαφή μας με το χρήμα. Αυτόν τον καλό υπηρέτη αλλά και δυνάστη της ζωής μας!

Από μέρες πριν, αγοράζαμε «τα Καλήμερα», κάτι φυλλάδες που είχαν όλων των ειδών τα κάλαντα και άλλους θρησκευτικούς ύμνους των εορτών του δωδεκαημέρου. Τις είχαμε στη πίσω τσέπη του παντελονιού (την κωλότσεπη) από όπου τις βγάζαμε στα διαλείμματα των παιχνιδιών ή δίπλα στο τζάκι και μαθαίναμε ολόκληρα και όλα τα κάλαντα "απ' έξω και ανακατωτά.

" Δεν υπήρχε παιδί που να μην ήξερε τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς!.

Μερικά παιδιά λέγανε και τα κάλαντα των Φώτων. Η πλεονεξία του χρήματος, βλέπετε. Τα πιο πολλά όμως αρκούμασταν στα Χριστουγεννιάτικα και Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Των Φώτων τα θεωρούσαμε "ξεθυμασμένα". Τελείωναν οι γιορτές, φαίνεται και ο ενθουσιασμός μας έπεφτε. Ήταν και ο παπάς ο οποίος, λόγω Πρωτάγιασης , επισκεπτόταν τα σπίτια  και έτσι μας έκανε... αντίπραξη !

Όρθρου βαθέως, λοιπόν, οι ζωηρές και πολλές φορές παράφωνες παιδικές φωνές διέκοπταν την ησυχία της νύχτας και έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι να ψάλλουν εωθινά το " Καλήν ημέραν άρχοντες....". Ήταν τότε που τα κάλαντα τα έλεγαν μόνο όσα παιδιά έμπαιναν πρώτα στα σπίτια. Όσα έρχονταν μετά, ως δεύτερα, έφευγαν άπρακτα αφού ο νοικοκύρης του σπιτιού μπορούσε να τα αποκρούσει με το απογοητευτικό:

" τα παν άλλοι "!

 Ήταν τότε το χίλια εννιακόσια πενήντα .... τόσο, που παρέα με τον ξάδελφο μου "παίρναμε σβάρνα", νύχτα ακόμα, τα σπίτια της γειτονιάς μας και λέγαμε τα κάλαντα. Πολλές φορές πιάναμε στον ύπνο τους γείτονες! Άλλοι κοιμόντουσαν ακόμη χωμένοι μέσα στις βελέντζες τους και άλλοι είχαν σηκωθεί και κουμαντάριζαν το σπίτι ή τα ζωντανά. Όλοι τους μας υποδέχονταν με καλοσύνη. Άλλοτε τα λέγαμε μέσα στο μισοσκόταδο και άλλοτε κάτω από το φως του καντηλιού. Η ΔΕΗ και ο "πολιτισμός " δεν είχαν έλθει  ακόμη στο χωριό μας!

Ανεβαίναμε με προσοχή, μη γλιστρήσουμε τις βρεγμένες ξύλινες σκάλες στο σπίτι της θειας Αλέξενας ή το ξύλινο χαγιάτι της θειάς Χριστίτσας. Η πρωινή πραχνίλα και η υγρασία της κονταυγής έσμιγαν με τον καπνό του τζακιού και το άρωμα του καμένου φασκόμηλου που μύριζαν ίδιο θυμίαμα!. Τα κοκόρια με βραχνή φωνή λαλούσαν τη νέα μέρα και σε λίγο οι μπουχαρέδες των σπιτιών άρχιζαν ο ένας μετά τον άλλο να καπνίζουν. Η θειά Σταθούλα η Κωνσταντού μας έβαζε κάτω από το εικονοστάσι του σπιτιού της και ήθελε να πούμε ολόκληρα τα κάλαντα. Η σάλα της ήταν ταβανωμένη (κάτι σπάνιο τότε για τα σπίτια) και δεν έμπαινε πολύ κρύο από τις αστράχες. Μας φίλευε μουστοκούλουρα και τσαπέλες. Μια μισάντρα χώριζε το σπιτικό της από το σπίτι της αδελφής της, της  θειάς Παναγιώτας του Μαρίνη, που την επισκεπτόμαστε στη συνέχεια και άκουγε έτσι δύο φορές τα κάλαντα από εμάς ενώ πλήρωνε μία φορά!. Η θειά Ντουντούμενα είχε σηκωθεί από τ' άγρια χαράματα ν' αναπιάσει το προζύμι και σύμπαγε τη φωτιά. Μαζί με το φιλοδώρημα μάς έδινε και μουσταλευριά με καρύδια. Το ίδιο και ο μπάρμπα - Αποστόλης ο Αρμύλαγος που πάντα εργατικός, είχε σηκωθεί μπονώρα να κλαρίσει τα ζωντανά του. Δεν επέμενε να του τα λέμε απ' την αρχή μέχρι το τέλος. Έφταναν οι πρώτες 5 σειρές. Μέχρι το

" .. .εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα".

Τα κάλαντα δεν είναι χωράφι να το ξακρίζουμε, μας έλεγε. Τα ψέλναμε χωρίς ανάσα και διακοπές σε γρήγορο ρυθμό, γιατί ο χρόνος ήταν πολύτιμος. Έπρεπε σε λίγη ώρα να τα πούμε σ' όλη τη γειτονιά πριν μας προφθάσουν άλλα παιδιά. Το κρύο το αψηφούσαμε κι ας φορούσαμε μέσα στο καταχείμωνο κοντά ντρίλινα παντελόνια. Μας ζέσταινε το χρήμα!.

Κάποτε, ξεπερνώντας τα όρια της γειτονιάς μας μπήκαμε στο σπίτι της θείας Αγγελίνας. Στ' αναμμένο τζάκι, δίπλα στο παραγώνι του χειμωνιάτικου, ήταν ξαπλωμένος πάνω στη φλοκάτη ο αδελφός της ο Παναγής Σταυρόπουλος, γνωστότερος σαν έφορας, που είχε επισκεφθεί τότε το χωριό μας μετά από πολλά χρόνια ξενιτιάς. Καθώς με τη γνωστή μας φόρα λέγαμε γρήγορα τα κάλαντα, αυτός μας κοίταζε προσεκτικά και παρατηρούσε τις κινήσεις μας, το ντύσιμο μας, τις φυλλάδες μας. Σε κάποιο σημείο, φανερά συγκινημένος, τον είδα που δάκρυσε. Όταν σε λίγο μας είπε:

 "μπράβο καλά τα είπατε", εμείς κλείσαμε με το "χρόνια πολλά και του χρόνου"!.

Αμέσως αφού μας ευχαρίστησε και μας ρώτησε πώς λεγόμαστε, σε ποιά τάξη πάμε κ.λ.π. άνοιξε το πορτοφόλι του μπροστά στα αγωνιώδη βλέμματα μας και μας έδωσε ένα ολόκληρο δεκάρικο (χάρτινο) στο καθένα μας!. Με μεγάλη χαρά και έκπληξη τα πήραμε, αλληλοκοιταζόμενοι με ορθάνοιχτα μάτια. Πρώτη φορά στα τόσα κάλαντα μας τύχαινε τόσο μεγάλο ποσό!. Φανταστικό ποσό τότε το χάρτινο πορτοκαλί δεκάρικο!. Νιώσαμε για λίγο

....εκατομμυριούχοι!.

Το διαλαλούσαμε σε όλους με καμάρι: «Ο έφορας μας έδωσε ένα ολόκληρο δεκάρικο στον καθένα»! Σήμερα βέβαια η λέξη έφορας μας γεμίζει με εντελώς διαφορετικά συναισθήματα. 

Σε λίγο άρχιζε να ξεφωτίζει. Χάραζε η αυγή αλλά δεν έφεγγε η μέρα. Η ομίχλη αγκάλιαζε του μαχαλάδες και εμείς συνεχίζαμε απτόητοι ώστε κανένα σπίτι να μην μείνει χωρίς... καλαντισμούς! Μετά την "καταγραφή" κάναμε... ταμείο. Όλοι οι πιτσιρίκοι είχαμε γεμίσει τις τσέπες από λεφτά. Όλες οι φουχτίτσες, σφιγγόντανε ξέχειλες από πενηνταράκια και φραγκοδίφραγκα. Μας φαίνονταν περιουσίες ολόκληρες. Σεις πόσα πιάσατε; ρωτούσαμε τους άλλους καλαντάρηδες. Εμείς πιάσαμε 13 δραχμές ο καθένας! Λεφτά να δουν τα μάτια σας. Το χρήμα φέρνει ανεξαρτησία, σου λέει ο άλλος. Τί να πρωτοαγοράσουμε, όμως; Τόσες πολλές οι ανάγκες μας. Τα δώρα μας στις γιορτές όχι σπουδαία πράματα. Μας αρκούσε μία φούσκα, ένα τοπάκι, μια καραμούζα.

Και η ικανοποίηση ότι να, βγάλαμε και μείς με το δικό μας κόπο καζάντι!.

Οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς μας θα ρθουν και φέτος, σαν άλλοι άγγελοι, να μας ψάλλουν τα κάλαντα. Στα πρόσωπα τους θα δούμε κάπου τον παιδικό εαυτό μας. Ας τους δεχθούμε με προθυμία και αγάπη. Να τους αφήσουμε να τα πούνε. ΄

Και ας τα 'παν κι άλλοι !!

Καλές μας Γιορτές!

Δεκέμβρης 2016 

.

(χιμ)