(Από σημειώσεις του αείμνηστου γιατρού Ι. Δ. Δημόπουλου. Δημοσιεύθηκε  στο 85ο φ. του Αρτοζήνου).

Ιούλιος προς Αύγουστο 1899. Χαρές και γλέντι τριήμερο στο χωριό Σέρβου. Ο Μαστρο-Δημήτρης Σχίζας, ένας από τους 15-20 πρωτομαστόρους του χωριού -που ο καθένας τους ήταν η μάνα του μπουλουκιού ή της κομπανίας για τα ταξίδια τα μαστορικά- πάντρευε τον πρωτογιό του Νικόλα, τον κυρ Δάσκαλο με την κόρη του παπα-Θόδωρου από τα Ζουλάτικα (Αετορράχη), που για να γίνει δάσκαλος είχε τούτο το ιστορικό. 

Από μικρό τον Νικόλα δεν τον τραβούσε το σχολειό: ήθελε να πάει στην άγια δουλειά, τη μαστοριά στη Μεσσένια ή την Ηλεία, αφού έβλεπε ότι οι συνομήλικοι του -τα μαστορόπουλα- γλεντούσαν τις Πασχαλινές τριήμερες γιορτές του χωριού (στην Αγάπη) και έμπαιναν στο χορό να χορέψουν με τη μεταξωτή μεσσήνα στο λαιμό, αλλά και για να πιάσουν της κοπελιάς το χέρι, που θα ήταν ίσως και η μέλλουσα συμβία.

Αυτό το έφερε βαρέως ο Μά­στρο Δημήτρης. Τον επήρε στο μπουλούκι του, σ' ένα Αυγουστιά­τικο ταξίδι, κι έδωσε εντολή να δώσουν στο Νικόλα το πιο τσινιάρικο και πιο ανάποδο μουλάρι, για να κουβαλάει πέτρες με τα άλλα μαστορόπουλα, αλλά και να μην τον βοηθάει κανείς στο φόρτωμα, κουβάλημα και ξεφόρτωμα του ζώου και ώσπου να φθάσουν στο γιαπί, τις περισσότερες φορές τις εγκρέμιζε τις πέτρες το μουλάρι του.

Ξεσχίσθηκαν τα χέρια και τα πό­δια του Νικόλα από τις πέτρες και τον περιγελούσαν τα άλλα μαστορόπουλα για το κατάντημα του. Μια μέρα λοιπόν με κλάματα ο Νικόλας γύρισε και είπε στον πα­τέρα του:

Πατέρα θα πάω στο σχολειό.

Επήγε και έμαθε γράμματα και έγινε δάσκαλος - ο και πρώτος τό­τε διανοούμενος του χωριού. Καιρός τώρα ο Νικόλας να παντρευτεί. Επάρθηκαν τα προικιά της νύ­φης με γλέντια και χαρές. Όλο το χωριό στο πόδι. Οι γυ­ναίκες και τα κορίτσια με χαρές και τραγούδια ετοίμαζαν και σιδέρωναν τις φουστανέλλες και λοιπά για τους συμπεθέρους. Ήλθε και η Κυριακή, για να πάνε να πάρουν τη νύφη από του Ζουλάτικα.

100-120 συμπεθέροι μαζεύ­τηκαν στη ράχη στη πλατεία της Κάτω Εκκλησιάς, με κιλίμια στο σαμάρι των μουλαριών και καβάλα στα μουλάρια, φρεσκοξυρισμένοι και με το μουστάκι με μεντέκα στριμμένο σαν τσιγκέλι, με τη μεσσήνα τη μεταξωτή στο κουδούνι του μουλαριού και με τα καλά και τα γιορτινά τους ντυμένοι: Ήτοι κούκοι στενοί και γυριστοί από τσόχα ή κουναβίσιοι, στραβά βαλ­μένοι στο κεφάλι, με μαλλιά κατσαρωτά προς τα άνω, με φέρμε­λες - γελέκια - κεντητά από τσόχα ή ύφασμα - κατιφές - θαλασσί χρώμα (μεϊντανογέλεκα) και ξε­κούμπωτα στο στήθος, με πουκά­μισα κατάλευκα και με φαρδομάνικα ανοικτά ή πλατειά μανίκια και κουμπωτά στον καρπό του χεριού.

Φουστανέλλα κατάλευκη με 50 μάνες και φύλλα 400 φρεσκοσιδερωμένη, με τ' άσπρα πλεχτά τσαγκόρλα, ως το άνω μέρος του μη­ρού, και κάλτσες που έφθαναν ε­πάνω από τα πόδια έως τα νύχια, με μεγάλες φούντες μαύρες ή θαλασσιές στο γόνατο και κόκκινα τσα­ρούχια στα πόδια, πεταλωμένα με χονδρές παπουτσόπροκες και με φούντα μαύρη και πλούσια να πέ­φτει στο τσαρούχι. Συμπλήρωμα απαραίτητο της γιορτινής φορεσιάς ήταν και το γυ­ριστό πως σελάχι που περιείχε το μαντηλάκι, την μυτερή με θήκη κάμα (μαχαίρι) που έκοβε σαν το ξυράφι, τα μπρούτζινο χαρμπί για ν' ακονίζουν το μαχαίρι (κρεοπώλες), αλλά και η διμούτσουνη κουμπούρα (πιστόλι) κ.λ.π.

Όλοι τους μαζεμένοι περίμεναν τον γαμπρό στη ράχη της Εκκλησιάς. Ανέβηκε καβάλα στο ήμερο μου­λάρι - που θα καβαλήσει η νύφη - κι ο γαμπρός ο κυρ-  Δάσκαλος, στα Ευρωπαϊκά του ντυμένος και με το φιογκάκι του στο κάτασπρο πουκάμισο. Όλο το χωριό τον καλωσόρισε και με χαρά και τραγούδια οι συμπεθέροι ξεκινούν για να πάνε να πάρουν τη νύφη. Προπορεύεται ο συχαρικιάρης (συμπεθεροπιάστης ή εκείνος που παρελάμβανε κατα­μετρώντας τα προικιά της νύφης την Παρασκευή) και κερνούσε από την τσιότρα του ή τσίτσα ό­ποιον ήθελε, με τα όργανα - τα λαλούμενα - βιολιά, κλαρίνο, λαούτο πίπιζα, το νταούλι, το περίφημο μπουζούκι με τη μακριά ουρά του για το χορό που είχαν τότε πολλοί στο χωριό. Καλπάζοντας και τραγουδώντας οι 100 - 120 συμπεθέροι, σε λίγη ώρα ξέφυγαν πέρα από του Παπά τη φακή και της Τσούρας την κα­λύβα.

Κάτω στου Μάστρο-Δημήτρη το σπιτικό, με την κλειστή τρανή αυ­λή καπνοί πυκνοί πεταγόσανε από το τζάκι, τους φούρνους και τις πουγάνες στην αυλή. Οι γυναίκες, άλλες ετοιμάζανε τα του τραπε­ζιού (πιάτα, πιρούνια, ποτήρια, πετσέτες. καρέκλες κ.λ.π.) και άλλες, με την οδηγία του ειδικού για γά­μους χωριανού αρχιμάγειρα, βράζανε σε μεγάλα καζάνια (χάλκι­νοι λέβητες φρεσκοκασσιτερωμένοι) τα κομματιασμένα σφαχτά (ένα κομμάτι 1/2 οκά τουλάχιστο) από δαμαλίσιο ή βοϊδινό μικρό κρέας, για να ρίξουν το ρύζι όταν θα 'φθανε στο χωριό το συμπεθεριό με τη νύφη, για να φάνε το βράδυ οι καλεσμένοι στο τραπέζι και να ευχηθούν τα νιογάμπρια. Άλλες γυναίκες στους φούρνους έψηναν τα σφαχτά από τα καλού­μενα κανίσκια (σφαχτό με τη με­γάλη τσότρα το κρασί και ένα με­γάλο καρβέλι ψωμί) που πήγαιναν οι καλεσμένοι συγγενείς, για το δεύτερο πιάτο, που θα προσέφεραν κατά τις 10 - 12 τα μεσάνυχτα που θα καθόσαν στο τραπέζι, για να τραγουδήσουν τα κλέφτικα τρα­γούδια.

Και ενώ γίνονταν όλες τούτες οι ετοιμασίες και ο ήλιος ήταν ως μιάμιση τριχιά (40 - 50 μέτρα) γέρ­νοντας να βασιλέψει ακούστηκαν από μακριά οχλοβοή και όργανα. Εγύριζε το συμπεθεριό με τη νύφη, που ξαναφαίνοντας στου Μπουλούτσου, οι διμούτσουνες κουμπούρες εκπυρσοκροτούν στον αέρα. Φθάσανε οι συμπέθεροι στην Εκκλησία και όλο το χωριό καμά­ρωνε τη νυφούλα βεργόλιγνη, υ­ψηλή, καμαρωτή καβάλα στο μουλάρι καστανή που φορούσε φέσι κόκκινο από τσόχα εκλεκτή στα κεφάλι, με παπάζι μεταξωτό, με φούστα μακριά μέχρι τον αστρά­γαλο και με πολλές σούρες στη μέση από ταφτά μεταξωτό (ένδυμα Αμαλίας).

Η πομπή σαν πέρασε τα Δημαίικα οδηγείται τώρα προς τα κάτω, τη γειτονιά των Σκιζαίων. Στο σπίτι του γαμπρού, επί της υποδοχής η πεθερά. Η νύφη κατά τη συνήθεια προσκυνά την πεθερά και της φιλάει το χέρι και πόδι, πατάει τη μασιά για να ‘ναι σιδερένια και μπαίνει στο καινούριο σπιτικό. Ακολουθεί χορός που πρώτη χορεύει η νύφη και μετά ο γαμπρός και έπειτα όλοι μαζί και το γλέντι τρικούβερτο με φαγοπότι συνεχίζονταν όλη τη νύχτα με όλα εκείνα τα ωραία και αλησμόνητα του εθιμοτυπικού του γάμου.

Ήταν ένας γάμος κοσμικό γεγονός της εποχής εκείνης, από τα οποίο προέκυψαν δυο γιοι και δυο κόρες, με 17 εγγόνια και δισέγγονα