"...και οι γριές κρυφοκοιτούσαν μέσα στο Παπαθωμαίικο καλύβι και είδαν τον Παπουλάκο όλη τη νύχτα να προσεύχεται αντί να κοιμάται. ..."Τσιαι" ο δάσκαλος ο Παναγάτσης (Παναγάκης) έπαθε ταμπουλά στην πλατεία, όταν ξεκαρδιζόταν στα γέλια κοροϊδεύοντας τον Παπουλάκο, τσιαι πέθανε..."

Αυτές οι απλές περιγραφές μεταξύ παραμυθιού και πραγματικότητας από τη μάνα μου η πρώτη, και από την θειά Πάνενα την Ξυνού, τη σπιτονοικοκυρά μου στα Λαγκάδια όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο η δεύτερη, μου γέννησαν το ενδιαφέρον και προσπάθησα ανατρέχοντας σε διάφορες πηγές να γράψω λίγα λόγια για τον δεύτερο «Πατροκοσμά» που έδρασε στα χωριά μας τα δύσκολα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας μας από τους Τούρκους, και συγκεκριμένα στα χρόνια της βαυαροκρατίας.

Ο Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος που ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν χασάπης και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο χωριό Άμπουνα Καλαβρύτων. Σε προχωρημένη ηλικία έγινε μοναχός και έχτισε μικρή σκήτη σε βουνοκορφή του χωριού του. Τον καιρό που έδρασε ο Παπουλάκος στα μέσα ακριβώς του 19ου αιώνα οι πολιτικές και εκκλησιαστικές διαμάχες που ακολούθησαν την κήρυξη του «Αυτοκέφαλου» της Ελληνικής Εκκλησίας στα 1833 και τη ρήξη με το Πατριαρχείο βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Την εποχή εκείνη, τη σύγκρουση κορυφής εξέφραζαν από τη μια ο «δυτικόφιλος» Θεόκλητος Φαρμακίδης, πρωτεργάτης και υποστηρικτής του «Αυτοκέφαλου» και από την άλλη ο Ρωσόφιλος υποστηρικτής του Πατριαρχείου Κ. Οικονόμου.

Παράλληλα αναπτυσσόταν μια λαϊκή εκδοχή της Ορθοδοξίας που βασιζόταν σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις, επικαλούμενη προφητείες και θαύματα και κατήγγειλε τους Βαυαρούς ετεροδόξους και τον καθολικό Βασιλιά Όθωνα, σαν υπονομευτές του γένους, που στόχευαν να υποτάξουν τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία στο Βατικανό. Να σημειωθεί ότι στη «Διακήρυξη περί της Ελληνικής Εκκλησίας» που καθόριζε το Αυτοκέφαλο, οριζότανε ότι ως προς τη Διοίκηση της Εκκλησίας «Αρχηγός της» θα ήταν ο Βασιλιάς Όθωνας. Μοναχοί από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και η «Φιλορθόδοξη Εταιρεία», μια μυστική Ρωσόφιλη Οργάνωση, που εξέφραζαν το αντιβαυαρικό ρεύμα, επηρέασαν βαθιά τον απλοϊκό και αγράμματο Παπουλάκο, όταν το 1847 άρχισε να περιοδεύει τα χωριά της Αχαΐας διδάσκοντας τα «Θεϊκά Γράμματα».

Η φήμη του εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς και άρχισε να αποκτά μεγάλη επιρροή στους αγροτικούς πληθυσμούς της περιοχής. Αρχικά τα κηρύγματα του περιοριζόταν και απέβλεπαν στην ηθική βελτίωση των χωρικών και κυρίως στην καταπολέμηση της ληστείας και της ζωοκλοπής. Ζήτησε άδεια ιεροκήρυκα το 1848 από την Ιερά Σύνοδο που τελικά επίσημα του εδόθη το 1851 για να του αφαιρεθεί λίγο αργότερα. Προοδευτικά και κάτω από την επήρεια του πνευματικού Κέντρου του Μεγ. Σπηλαίου και της Φιλορθόδοξης Εταιρείας εμφανίζεται περισσότερο «πολιτικοποιημένος».

Καταφέρεται ανοιχτά κατά του Όθωνα, των Άγγλων, της Ιεράς Συνόδου, των Πανεπιστημίων και των Δικαστηρίων.

Τα διδάγματά του αυτά συσπείρωναν γύρω του τα φτωχά αγροτικά στρώματα της Πελοποννήσου που είχαν πεισθεί για την Αγιότητα του Μοναχού. Αφού περιόδευσε τα χωριά της Αχαΐας, επισκέφθηκε και χωριά της Γορτυνίας, όπως και το δικό μας χωριό Σέρβου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παππούδων μας που πέρασαν σε μας από στόμα σε στόμα. Ο εμπρηστικός και αντικαθεστωτικός λόγος του δεν αργεί να ερεθίσει τις Αρχές. Η Ιερά Σύνοδος τον αποκηρύσσει και αποφασίζεται η σύλληψή του, η οποία ανατέθηκε σε στρατιωτική δύναμη με επί κεφαλής τον Γενναίο Κολοκοτρώνη. Στο μεταξύ ο Παπουλάκος συνεχίζει τις περιοδείες στις Σπέτσες, Ύδρα, Κρανίδι, Καλαμάτα και Μάνη, στις οποίες συμμετέχουν πολλοί πιστοί του, αρκετοί από τους οποίους οπλισμένοι. Ο κλοιός όμως του Στρατού γίνεται ασφυκτικός και ο Παπουλάκος με κάποιους ένοπλους κατέφυγε σε κάποια κρησφύγετα στον Ταΰγετο. Η ανταρσία λήγει αναίμακτα με τη σύλληψη του Παπουλάκου στις 24 Ιουνίου του 1852, ύστερα από προδοσία. Χωροφύλακες δωροδόκησαν ένα οπαδό του, τον Παπαβασίλαρο, για να προδώσει το κρησφύγετο.

Έτσι, το βράδυ της 23 προς 24 Ιουνίου 1852 μαζί με τους οπαδούς του συνελήφθησαν στη Μονή Τζέκου στο Οίτυλο. Τον οδήγησαν με το ατμόπλοιο «Όθων» στον Πειραιά και από εκεί στις φυλακές του Ρίο που παρέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 1853. Έπειτα μεταφέρθηκε στη Μονή Παναχράντου στην Άνδρο όπου τον έκλεισαν σε ένα μπουντρούμι. Πέθανε από τις στερήσεις και τις κακουχίες τον Γενάρη του 1861. Τον κήδεψαν στο κοιμητήρι του Μοναστηρίου και γράψανε σε ένα ξύλινο σταυρό,

ΜΟΝΑΧΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ

ΚΗΡΥΚΑΣ

ΕΚΟΙΜΗΘΗ ΕΝ ΚΥΡΙΩ

18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1861

Το 1973 ο Σύλλογος των συγχωριανών του Παπουλάκου των απανταχού Αρμπουναίων ανακάλυψε τα λείψανά του στην Άνδρο, τα παρέλαβαν και τα τοποθέτησαν στη σκήτη του λίγο πιο ψηλά από τον ορεινό χωριό Αρμπουνα Καλαβρύτων. Αναφορές στο έργο και στις διδαχές του οσίου έχουν γίνει κατ΄επανάληψη από τον Αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο, και άλλους Μητροπολίτες και το όνομα του έχει μπει για τα καλά στη μάχη της Αγιοποίησης. Στη Μονή του Αγίου Γρηγορίου του Σιναϊτου στο Άγιο Όρος υπάρχει εικόνα του οσίου που κήρυττε το λόγο του Θεού με ακροατήριο κληρικούς και ένοπλους φουστανελάδες με επιγραφή,

«Ο ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ ΟΣΙΟΣ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ»

Πηγές:

1) «Ο Παπουλάκος» Συγγραφέας, Κωστής Μπαστιάς

2) «Παπουλάκος, Ο Άγιος της Πελοποννήσου», Νεκτάριος Μουλατσιώτης (Παπαροκάς)

3) «Ιστορικά Αναγνώσματα», Μπάμπης Αννινος

4) Εφημερίδα Ελευθεροτυπία (11-12/4/98).

Θοδωρής Γ. Τρουπής (Γκράβαρης)