Από το βιβλίο του Νίκου Ζαφειρόπουλου
«Ψάρι Ηραίας, Γορτυνίας
Ιστορία-Λαογραφία-Τραγούδια-Παράδοση, Ψάρι 1998»

Νεράιδες κατά ομολογίες ή παραμύθια ήταν πεντάμορφες κοπέλες ξανθιές με μακριά μαλλιά που έφταναν έως τα πόδια, λευκή ενδυμασία από μετά­ξι διάφανο και με μάτια κάθετα.
Υπό μορφή ανεμοστρόβυλου κυκλοφορούσαν ανά τριάδες σε αριθμό δέκα τρεις και ακολουθούσε μία κουτσή στο τέλος με σύνολο ομάδας σαράντα.
Οι μεσαίες έπαιζαν ζουρνά, ενώ οι ακραίες νταούλι. Στο πέρασμά τους ή θα τραγουδούσαν ή θα ύφαιναν.
 Σε ορισμένες περιπτώσεις περνούσαν και έφευγαν και σε άλλες περιπτώ­σεις κατέβαιναν και έστηναν το χορό κυρίως σε αλώνια. Να ξεκουραστούν πήγαιναν κάτω από μοναχικά αιωνόβια δένδρα ή σε μεγάλα λιθάρα. ...
«και στα κοτρονολίθαρα φλογέρα μη λαλήσεις... »

Ο Γιάννος δεν την άκουσε της μάνας του τη διάτα, και στα κοτρονολίθαρα λαλεί με τη φλογέρα, βγήκε η λάμια του γιαλού και το χορό αρχίζει.
- Λάλα το Γιάννομ λάλα το, λάλα με τη φλογέρα και εάν με αποστάσεις στο χορό, γυναί­κα θα με πάρεις.
Δεν ήταν στο μυαλό της νεράιδας να παντρευτεί τον Γιάννο αλλά να τον καταστρέψει.


Συνήθως οι νεράιδες κυνηγούσαν τα μικρά παιδιά κάτω των σαράντα ημε­ρών και που ήταν ή αβάπτιστα ή δεν είχαν λειτουργηθεί.
Απέφευγαν οι μανάδες να παίρνουν τα νεογέννητα στο χωράφι και εάν τα έπαιρναν δεν τα τοποθετούσαν κοντά σε αλώνι ή σε υπεραιωνόβιο δέντρο. Με φιλιά της υποδέχοντο όταν πλησίαζαν ή έφευγαν από το δρόμο τους, γιατί λόγω του σχήματος του ματιού τους οι νεράιδες βλέπουν μόνο μπροστά. Αν κατά λάθος έπεφταν επάνω σου, η κουτσή ήταν εκείνη που θα σου υποβάλει την τιμωρία, και η τιμωρία ήταν να σε κάνει όμοιο της κουτσό.
Φυλαχτό γα τις νεράιδες είχαν ένα κλωνάρι από αγριορίγανη και μια κολίνα σκόρδο, δεν ύφαιναν τα βράδια με τα άστρα και δεν έγνεθαν. Δεν τις διέφερ­νε και τόσο για τους μεγάλους μόνο τα μικρά παιδιά τα οποία αφού τα κλωνοποιούσαν, σου άφηναν άλλο μωρό το οποίο θα ημπορούσε να ήταν και γέρος εκατό χρόνων. Ενώ το μωράκι της κυρίας... ήταν ήσυχο, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, ξάφνου όλο κλάματα, τι έχει άραγε το παιδί, το μυαλό από μια γερόντισσα πήγε στο νεραϊδοπαρμένο και δίνει τις πρώτες συμβουλές.

- Βάλτο παραφωτιά να πλαγιάσει και μέσα στη φωτιά βάλε σαράντα αβγά, κρύψου να ιδείς τι θα κάνει όταν ξυπνήσει.
Έτσι και έγινε, ξυπνώντας το μόλις σαράντα πέντε ημερών νήπιο άρχισε τα κλάματα και κοιτάζοντας τη φωτιά σταμάτησε το κλάμα και με γεροντική φω­νή λέει:
- Σαράντα χρόνια υπηρέτης στον Αγά, τόσα αβγά δεν είχα ειδωμένα.
Σαν κατοικία οι νεράιδες έχουν τις σπηλιές, που όταν μπαίνουν μέσα μπρο­στά στην είσοδο φτιάχνουν αράχνες. Εκεί αναπαύονται, υφαίνουν, τραγου­δάν τα κατορθώματα της ημέρας και τρώνε.
Το φαγητό τους είναι ό,τι τρώγουν οι άνθρωποι και είναι είτε κλεμένο είτε το τρώει κρυφά η δούλα από τα αφεντικά είτε η νύφη κρυφά από την πεθερά.
Ένα ολόκληρο τραγί κλεμένο που τη νύχτα ψήνεται και τρώγεται μέχρι να ξημερώσει, αν το πρωί ο τραχανάς αντί στις εννέα πάει στο χωράφι στις δέκα τότε καβγάς στη νοικοκυρά γιατί άργησε, για του λόγου το αληθές...


(ΧΔ)