Τελειώνοντας καταχείμωνο οι γιορτές της αποκριάς, όλοι οι παριστάμενοι και συμμετέχοντες, δώσαμε ένα αποχαιρετιστήριο όρκο για την συνάντηση μας το Μεγαλοβδόμαδο, στο χωριό.

Η επιτυχής έκβαση του «Ελαφηβολίωνα» μας γέμισε προσδοκία για τις γιορτές του Πάσχα στο χωριό. Οι ζωηρές και νωπές αναμνήσεις, γινήκανε οι κινητήριες δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από την μεγάλη προσμονή για τις Άγιες Ημέρες.

Ο καιρός περνά και μας προσπερνά αν δεν πορευόμαστε με τις επιθυμίες μας και με την προσπάθεια για υλοποίησή τους στο μέγιστο βαθμό των δυνατοτήτων μας. Πέρασαν λοιπόν οι μέρες και πορευθήκαμε στο εαρινό ηλιοστάσιο, που η πίστη μας θέλει να τοποθετεί τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης και εμείς ενθυμούμαστε τον ποιητή,

«Χειμωνιάτικος αέρας τώρα και άγριος δεν σφυρίζει

κι’ ο ανοιξιάτικος κοίτα, ουρανός ντύθηκε στα γαλάζια»

[Διονύσιος Σολωμός] 

Με ένα ιερέα και με λίγες ψυχές ταπεινές,  υποδεχθήκαμε την Κυριακή των Βαΐων τον «Κύριο» με τα βάγια στην πλατεία του χωριού. Τον προσμέναμε και ως Νυμφίο στη μικρή, αλλά γεμάτη με ζεστασιά, χρώματα και αρώματα εκκλησία μας, παρά τον ξαφνικό χιονιά που ενέσκηψε απρόσμενα και άσπρισε τις ραχούλες τα κεραμίδια, τις αυλές και τα δέντρα.

Δειπνήσαμε μαζί Του και αναρωτηθήκαμε ποιός είναι εκείνος που θα τον προδώσει: μήπως άραγε όλοι εμείς με τα καθημερινά ηθελημένα και αθέλητα καμώματά μας; Συμπορευτήκαμε μαζί Του και κοιμηθήκαμε στο όρος των ελαιών και ξυπνήσαμε από το τρείς λάλημα του πετεινού. Ζήσαμε τη σταύρωσή Του και  ταπεινωθήκαμε μαζί Του.

Μεγάλη Πέμπτη ζήσαμε την σταύρωση Του και νιώσαμε τα καρφιά στο δικό μας σώμα από τα βάσανα που περνάμε τον τελευταίο καιρό στην ταλαιπωρημένη πατρίδα μας. Διψάσαμε και γευθήκαμε το όξος που μας δίνουν οι υπεύθυνοι, βουτηγμένο στο καλαμένιο τους σφουγγάρι. Και όμως μέσα από την περισυλλογή και τη σιωπή των ημερών, πάντα επίκαιρος  ο στοίχος του ποιητή:

«Η γης τριγύρω ντύθηκεν πράσινη, ξερή που ήταν,

Χαριτωμένες άνθισαν πλαγιές, λαγκάδια,

άκου: ζουζούνια, λούλουδα θροΐζουν και νερά τρέχουν.»  [Διονύσιος Σολωμός]

Μεσάνυχτα στο χαμηλό φως της εκκλησίας, μέσα σε σιωπηλό περιβάλλον που επέβαλαν οι στιγμές, οι γυναίκες μετά την κατανυκτική ακολουθία παρόλη την εξοντωτική κόπωση του ιερέα όπου επιδινόταν σε αγώνα ταχύτητας για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του εκκλησιάσματος τριών χωριών,  στόλισαν τον επιτάφιο και τον ετοίμασαν για την Αποκαθήλωση.

Μεγάλη Παρασκευή πρωί, Τον αποκαθηλώσαμε και Τον συνοδεύσαμε κατανυκτικά στο στολισμένο μνήμα, με τη καμπάνα του χωριού να χτυπά τον ήχο του θανάτου. Το βράδυ με τον καιρό να αλλάζει, στη κατάμεστη εκκλησία  ψάλαμε τους εξαίσιους ύμνους:

« Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σήν.[…]»

«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδυ σου το κάλλος; […]»

«Έραναν τον τάφο αι μυροφόραι μύρα λίαν πρωί ελθούσαι […]»

Ακολούθησε έξοδος και η περιφορά του Επιτάφιου από την εκκλησία έως στο μέσο του χωριού λόγω των διαφαινόμενων καιρικών συνθηκών που άρδην είχαν αλλάξει με δυνατό αέρα  και με την απειλή βροχής.

Όμως, δεν υπάρχει Σταύρωση δίχως Ανάσταση.

Μια μικρή φιλική παρέα ανάμεσα της και δύο επτανήσιοι, για πρώτη φορά στο χωριό μετά την πρώτη Ανάσταση, υλοποίησαν το έθιμο τους, το σπάσιμο των κεραμικών παραπλεύρως της εκκλησίας (το έθιμο θέλει το σπάσιμο των κανατιών και των σταμνών) αλλά λόγω ελλείψεως των, αντικαταστάθηκαν αυτά από μισή ντουζίνα κεραμίδια. Και τούτο όπως λένε για το σκάσιμο των «Οβραίων» για τη σταύρωση του Κυρίου και για να εκδιώξουν με τον κρότο,  τον θάνατο.

Μεσημέρι Μεγάλου Σαββάτου και ο καιρός  άρχισε να χαλάει. Τα απειλητικά σύννεφα φορτωμένα με νερό ερχόταν από το Ιόνιο με μεγάλη ταχύτητα ωθούμενα από τον ισχυρό νοτιοδυτικό άνεμο. Οι κρουνοί του ουρανού άνοιξαν και δυνατές ριπές ανεμόβροχου σάρωναν το χωριό. Μέσα σε ένα απόλυτα ομιχλώδες τοπίο όλοι λουφάξαμε στα ασφαλή και φιλόξενα καταφύγια μας  περιμένοντας να κοπάσουν  τα καιρικά φαινόμενα και να πορευτούμε προς το ναό για την Ανάσταση.

Οι ώρες πέρασαν και οι καμπάνες άρχισαν να χτυπάνε για την Αναστάσιμη λειτουργία , με τους συγχωριανούς σιγά-σιγά να οδεύουν μέσα από τα καταχνιασμένα στενά  προς την εκκλησία, για να συμμετέχουν στη χαρά της Αναστάσεως. Ο Πανοσιολογιότατος Αρχιμανδρίτης πατέρας Θεοφύλακτος κατέφτασε πέραν της δωδεκάτης , αφού ήδη είχε κάνει δύο Αναστάσεις σε άλλα δύο χωριά. Τα φώτα έσβησαν και με τη λαμπάδα του στην ωραία πύλη, μας κάλεσε για το «Δεύτε λάβετε Φως». Την όλη κατανυκτική Αναστάσιμη ακολουθία, συνόδευαν οι θαυμάσιοι Ύμνοι των μεγάλων υμνωδών της εκκλησίας.

Περνώντας η ώρα και μετά το  «Χριστός Ανέστη», τους εναγκαλισμούς και τις ευχές με τα πρόσωπα να φωτίζονται από το  Νέο φως, η εκκλησία σιγά-σιγά άρχισε να αδειάζει,  με τους αποχωρήσαντες σαν σκιές μέσα στην ομίχλη, να μεταφέρουν το πολύτιμο φως άσβεστο, να καίει στο σπίτι για το καλό και  να οδεύουν προς τα σπίτια τους  για να γευτούν την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα.

Το ξημέρωμα μας βρήκε στο ομιχλώδες χωριό και την επιταχυνόμενη προσπάθεια για το ψήσιμο των σφαχτών, που ήδη λίγοι επιδέξιοι από βραδύς είχαν επιμεληθεί το δέσιμο στις σούβλες.  Οι ψησταριές άναψαν στο υπόγειο του πολιτιστικού κέντρου, οι σούβλες στήθηκαν πάνω τους και οι μηχανισμοί άρχισαν το γύρισμα. Πλησιάζοντας προς το μεσημέρι, η βροχή κόπασε και σε ένα άνοιγμα των σύννεφων ένας αχνός ήλιος έκανε την εμφάνισή του. Ο κόσμος ήδη είχε αρχίσει να μαζεύεται σε  μικρές παρέες, που λόγω της ημέρας  με ζωηράδα και με πολύ καλή διάθεση αντάμωναν, αλληλό-ασπάζονταν και αντάλλασαν ευχές. Τα άσχημα καιρικά φαινόμενα δεν έγιναν εμπόδιο για ευόδωση της μεγάλης προσδοκίας.

Τα τραπέζια είχαν ετοιμαστεί από  μετρημένους εθελοντές μέσα στο χώρο του πολιτιστικού και δέχτηκαν τους χωριανούς και τα αγαθά. Τα ψημένα κρέατα άρχισαν να ανεβαίνουν και αχνιστά σερβιρόταν στα πλούσια από αγαθά τραπέζια. Το κρασί άφθονο άρχισε να ρέει, τα ποτήρια σηκωνόταν και οι ευχές διασταυρώνονταν και εναλλασσόταν από στόμα σε στόμα. Όλες οι ηλικίες ήταν παρούσες. Έξαφνα η μαγεία του περιβάλλοντος  είχε επιδράσει καταλυτικά και όλοι είχαμε γίνει μια πολύ μεγάλη παρέα. Το φαγοπότι ακολούθησε ο χορός. Το έναυσμα έδωσε η χορευτική ομάδα του συλλόγου και στο κάλεσμα ανταποκρίθηκε το πλήθος των παρισταμένων. Έκδηλη η χαρά και ο αυθορμητισμός που διοχετεύεται από το «συνυπάρχειν» κυρίευε την ύπαρξή μας  και η ευτυχία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων μας. Είναι η χαρά που σου δίνει ο διπλανός και εσύ του την ανταποδίδεις απλόχερα γιατί σε τελική ανάλυση μήπως αυτό δεν είναι και το ζητούμενο κάθε μικρό-κοινωνίας ανθρώπων;

Το Πασχαλινό γλέντι κράτησε μέχρι το βράδυ και η κούραση από τον ατέλειωτο χορό ήταν αυτή που σιγά-σιγά έκανε τους παρευρισκόμενους να αποχωρούν νωχελικά αλλά ευτυχισμένα.

Διονύσης Ραυτόπουλος


 

 

Κλικ στις κατωτέρω φωτογραφίες για να συνδεθείτε με το αντίστοιχο Slideshow

 

 

 

Servou_Pasxa_a_210_314            Servou_Pasxa_b_314_210  

37 Φωτογραφίες 

 

 62 Φωτογραφίες

 

Τα Slideshows ανοίγουν σε νέο παράθυρο/καρτέλα.
Για να επιστρέψετε στην παρούσα σελίδα και να συνεχίσετε θα πρέπει να κλείσετε το νέο παράθυρο/καρτέλα.
       
Φωτο: Από τη συλλογή του Διονύση Ραυτόπουλου.