ANDRIOPOULOS

Αγαπημένε μου αδερφέ, Ανδρέα,

μου λείπεις, πόσο μας λείπεις.

Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω, ποιος να σε ξεχάσει;

Αχ, και να με άκουγες, αδερφέ μου,

που σου είπα στην Τρίπολη να πας,

μην έρθεις στην Αθήνα.

Αφού δεν θα σμίγαμε, γιατί δεν μ’ άκουσες;

Έμαθα πως στο χωριό πήγαινες προς το Νεκροταφείο,

σου’λεγα πήγαινε προς την Τρανή βρύση,

μου’λεγες πάω κι αγναντεύω του Μπουλούτσου.

Τι σε τραβούσε προς τα εκεί, από το σπίτι σου,

από το χωριό που το αγαπούσες τόσο,

από τους κήπους σου που τ’άφησες όλα ανθισμένα;

Μονάχος ήσουν εκεί καιρό, αδερφέ μου,

και η ύπουλη αρρώστια σε διάλεξε, σε απομόνωσε,

και σε πήγε σε θάνατο μοναχικό.

Δεν μ’ άφησε να σου δώσω μια σταγόνα νερό.

Όσοι μπόρεσαν, φίλοι και δικοί, σε συνόδευσαν,

μέσα σε δύσκολες συνθήκες, στο χωριό.

Μας χάρισες την καλοσύνη σου, τη φιλοτιμία σου,

αδερφέ μου, μα τώρα μας πονάει η απουσία σου.

Τα ανίψια και τα εγγόνια σου απρόσμενα τα άφησες,

τα λάτρευες, σε λάτρευαν, το'ξεραν και το'ξερες.

Άναυδοι μείναμε, για σένα να μιλάμε,

οικογένεια, φίλοι και συγχωριανοί.

Πώς έπεσες απότομα, που έστεκες σαν βράχος,

κι ένα πρωί Παρασκευής μας έφυγες,

σε πήρε ο χάρος από εμάς σαν να’ταν από λάθος.

Θα σε θυμάμαι για πάντα.

Σε ευχαριστώ, αδερφέ μου, και ευχαριστώ όλο το χωριό.

Ουρανία Βεσδέκη

 

(ΕΚΜ)