(Από σημειώσεις του αείμνηστου γιατρού Ι. Δημόπουλου. Δημοσιεύθηκε στο 95ο φ. του Αρτοζήνου).

Περνώντας ο δάσκαλος για να πάει να κτυπήσει την καμπάνα της Εκκλησίας για να πάμε στό σχολειό, καλη­μέριζε όλους, μικρούς και με­γάλους και μια μέρα είπε στην μάνα μου.

-Καλημέρα κυρά Δήμαινα: Αϊ. διαβάζει, γράφει ο Γιάν­νης, ή όλο παίζει;
-Κυρ-Νικόλα μου, είπε η μάνα μου, διαβά­ζει αλλά είναι ζωηρούτσικος και δεν τον αφήνουν τα παι­χνίδια. Μάλωσε τον λιγάκι, έ­τσι νάχεις δάσκαλε μου κάθε καλό.
-Έννοια σου και μη σεκλετίζεσαι, λέγει ο κυρ-Δάσκαλος. Έχω εγώ το νου μου. Θα γίνει καλός ο Γιάννης.
Εγώ δε τα κρυφάκουγα από το μικρό και χωρίς τζάμι πα­ράθυρο του πατρικού μου σπιτιού.
Μια μέρα όταν εσχολάγαμε με παίρνει κατά μέρος ο κυρ-Δάσκαλος και μου λέγει:

"Ά­κουσε Γιάννη, σε σένα έχω ε­μπιστοσύνη, κοίταξε καλά, ποιο παιδί -μαθητής- της γει­τονιάς σου από τη Ράχη και πέρα δεν κάθεται φρόνιμα ή δεν διαβάζει ή πετάει πέτρες κ.λ.π. και αύριο ή μεθαύριο το πρωί, μου το λες σε μένα μό­νο. Τ' ακούς;"

Γελαστός και χαρούμενος εγώ έφυγα. Την άλλη μέρα του λέγω. Ο τάδε έκαμε αυτά, Ο τάδε εκείνο κ.λ.π. Απάντηση του:

"Καλά όλ' αυτά ρε Γιάννη, αμ' εσύ που πήγες και χάλασες τη φωλιά επάνω από το βράχο, γιατί το έκανες;"

Κόκαλο εγώ, στήλη άλατος.

"Πήγαινε και πρόσεχε άλλη φορά να είσαι φρόνιμος και να διαβάζεις, τ' ακούς;"