Η νύχτα δεν με σκεπάζει πια με το δροσερό της πέπλο.

Και έχει μείνει μονάχα της μέρας το ατελείωτο καμίνι.

Και ένα άσπρο φτερό από του κύκνου τη μητέρα 

 που χάθηκε πριν η νέα Ελένη δει το φώς. 

Και στα πόδια μου ο κύκνος, βάρος νεκρό

σαν των ονείρων την άχραντη ελπίδα

σε ένα κόσμο που τα όνειρα φεύγουν σαν τον αφρό.

 

Δε πρόλαβε να τραγουδήσει αυτός ο κύκνος

δε πρόλαβα να πετάξω εγώ.

Τα φτερά μου λειώσαν από τον ήλιο

Και τον Δαίδαλο δε θα τον ξαναδώ.

Όλος ο κόσμος ένα πικρό λιοπύρι,

Όλη η γη χωρίς αθάνατο νερό.

Που θα κολυμπάνε τώρα οι γοργόνες,

τώρα που οι θάλασσες δε μένουν πια εδώ?

 

Δεν υπάρχει λήθη για αυτούς που απαρνήθηκε η νύχτα.

Δεν υπάρχει φως όπου το σκοτάδι αρνείται να σταθεί.

Ο Απόλλωνας με την Άρτεμη έχει θυμώσει

που τον Ωρίωνα στα αστέρια ακολουθεί.

Και εγώ στέκομαι μονάχη μες το κύμα

της Λητώς που κλαίει σαν παιδί.

Δ.Η.Χ