Θυμάμαι τ’ όνειρο πού δεν έγινε αλήθεια,
τ' όνειρο κάποιου μυρωμένου αποσπερνού
—σαν του παλιού καιρού τα εξαίσια παραμύθια.
Τ’ όνειρο που μου πλάνεψε το νου.
.
Θυμάμαι... κι’ άθελα το μάτι μου θολώνει
—πόσο γοργά κάθε ευτυχία όμως περνά!.... 

Μια ακατανίκητη λαχτάρα με κυκλώνει
για δυο ματάκια ονειροπόλα, φωτεινά.
Γιορτή θαρρείς πως εχαιρόταν τότε η πλάση,
το γιασεμί μοσχοβολούσε από ευωδιά.
Σαν κάτι ανόλπιστο να μέλλονταν να φτάσει
μες την ωραία, ποθοτρικύμιστη βραδιά.
Και τ' αργυρό κι’ ασημοστόλιστο φεγγάρι
μες απ’ τα πεύκα αργοδιαβαίνοντας με χάρη
χαμογελούσε πονηρό.
Γαλήνια η φύση κι’ όπως θρόιζε τ’ αεράκι
πάνω απ’ τ’ απλό, το ερημικό καφενεδάκι
νοιώθαμε μύρο δροσερό.
Μ’ άξαφνα, ενώ το κάθε τι στο φως μεθούσε
και μας εθάμπωνε ο καθάριος ουρανός,
μαύρισεν ο ορίζοντας που λίγο πριν γελούσε,
δεν ξαναφάνηκε από τότε ο αυγερινός.
Τ’ όνειρο εχάθηκε και δε γύρισε πίσω....
τάχα ποιος άνεμος να τόφερε εδωνά
και στα χρυσά φτερά του μ’ έκαμε να ζήσω
γλυκές στιγμές χαμένες πια παντοτινά;
Κι’ όμως ελπίζω΄ και για πάντα θα προσμένω
να ξανανθίση εντός μου, γι’ άλλη μια φορά,
τ’ όνειρο αυτό, το μισητό, το λατρεμένο,
που πια θα φέρει τη γαλήνη, τη χαρά.
1947