Το αλαργινό ταξίδι.
Κίνησε μπονόρα ο μαστρογιώργης κίνησε, από το μαστοροχώρι τα Λαγκάδια, με τα δυο του βασταγούρια, αντάμα με το άλλο μπουλούκι για ταξίδι για καζάντι στην Μεσσαίνια να πάει να δουλέψει και να φέρει.
Να χτίσει πελεκητές εκκλησιές, ψηλά καμπαναριά, τα τοξωτά γεφύρια. Να χτίσει τα πυργόσπιτα, τα αρχοντικά, με το παρθενικό το στήθος στο αγκωνάρι σκαλισμένο, σημάδι, σύμβολο, πλούτου, ευγονίας και αρμονικής ευτυχίας.
Στην πόρτα τον ξεβγάλει, τον κατευοδώνει, με βουρκωμένα μάτια η κυρά του, η Αννιώ, με τις καλύτερες ευχές και λόγια, για το καλό ταξίδι του, το πήγαινε και το έλα...
Νερό μπόλικο, γάργαρο από τον μαστραπά ρίχνει στα αχνάρια του, στο δρόμο του να τρέξει... "Σαν το νερό να τρέξει το ταξίδι σου κύρη μου, αφέντη μου, να πας και να γυρίσεις... Σαν το νερό να τρέχουν τα καζάντια σου, οι λίρες, τα λεφτά σου..."
Και εκεί, στην πόρτα όρθια, την μεταξωτή μεσίνα έβγαλε και την κούναγε ώσπου να σκαπετήσει ...
Στο σκαπέτισμα, ο αφέντης της, ο νοικοκύρης της, ο Γιώργης της, την σκούφια του που φόραγε στραβά, την βγάζει της ρίχνει της κυράς του, και στα μικρά παιδιά του, αετίσια, αστραφτερή ματιά, αγαπημένο βλέμμα, κουνάει την σκούφια του και την αποχαιρετάει...
Σκαπέτησε...
Δάκρυα αποχωρισμού κρυφά κυλάνε από τα μάτια του, σκουπίζει τα μαγουλά του, για αυτή και τα δύο μικρά παιδιά του...
Σε τρεις ημέρες ποδαρόδρομο, στην Μεσσηνία, στον Άρη ξεπεζέψανε, βρήκανε καλή δουλειά να φτιάξουνε ένα αρχοντικό μεγάλο σπίτι. Αμέσως, στα σβέλτα οργάνωσαν την δουλειά, πέτρες καλές να βγάζουν από το νταμάρι, στα βασταγούρια τα μαστορόπουλα να τις φορτώνουν, να τις κουβαλάνε στον τόπο τις δουλειάς και οι μαστόροι και οι πελεκάνοι να τις επεξεργάζονται, με τα σύνεργα τους, το σφυρί, το καλέμι, το πικούνι, τις πέτρες να φέρνουν σε λογαριασμό, να φέρνουν στην σειρά τους.
Με αυτά τα εργαλεία και την εξυπνάδα τους έφτιαχναν στις πέτρες την ομορφιά τους, για προκοπή στο χτίσιμο να είναι...
Και τις καλύτερες τις διάλεγαν για να τις πελεκίσουν και να τις χτενίσουν με την χτένα τους οι πελεκάνοι, να φτιάξουν τα σκαλιστά, τα στέρεα αγκωνάρια, τα τοξωτά παράθυρα, τις σκαλιστές καμάρες.
Να φτιάξουν και στο αγκωνάρι της εμπατής, μονό, ή διπλό, το παρθενικό το γυναικείο στήθος...
Σημάδι αρχοντιάς, ευγονίας, χαράς, ευτυχίας, πλούτου!...
Και κατά την ώρα που έχτιζαν το στέρεο το όμορφο, το παρθενικό το στήθος το αγκωνάρι, οι νοικοκυραίοι το ασήμωναν στο χτίσιμο και το μάτωναν με του κόκορα το άιμα, αλλά τις ποιο πολλές φορές την ώρα αυτή, έσφαζε ο αρχιμάστορας με τον σπιτονοικοκύρη επί τόπου το βετούλι, να το φάνε οι μαστόροι και η εργατιά να ευχηθούνε στους νοικοκυραίους, υγεία και καλά στερεώματα στο αρχοντικό τους.
Και σαν προχώρησε λίγο η δουλειά φάνηκε η ομορφάδα της, της τέχνης τους η φουμιά της.

Πολλοί περνούσαν από εκεί, καθόταν λίγο απόμακρα και θαύμαζαν το καλλιτέχνημα των Γορτύνιων, Λαγκαδιανών μαστόρων. Και από την τέχνη τους, την καλή τους μαστοριά, το καλλιτέχνημα που βλέπανε, που μόνο η μιλιά του έλειπε, και που χωρίς την μιλιά μιλούσε, έγιναν στην περιοχή περιζήτητοι, ανοίξανε οι δουλειές τους.
Εκεί στον Άρη συμφωνήσανε να φτιάξουν τρία σπίτια, και στην Βαλύρα καλέσανε τον ν αρχιμάστορα, επήγε ο αρχιμάστορας συμφώνησε την δουλειά, δώσανε τα χέρια, πήρε και λίγο καπάρο, να φτιάξουν άλλα πέντε.
Και η δουλειά χωρίς καθυστέρηση γρήγορα να αρχίσει και να τελειώσει πριν πιάσει ο χειμώνας.
Μόλις τελειώσανε στον Άρη την δουλειά, αμέσως επήγανε στην Βαλύρα η κομπανία ούλοι, με όλη την σειρά τους.
Τα μαστορόπουλα με τα βασταγούρια αρχίσανε μπονόρα, την αυγή, πριν σκάσει ο ήλιος στα βουνά την δουλειά, πέτρες, άμμο, χωρίδι ( ασβέστη) για τις δουλειές να κουβαλάνε και ώσπου να μαζευτούν τα υλικά, να αρχίζουν τα χτισίματα, οι μαστόροι εβγάλανε τα θεμέλια σε τρία σπίτια...
Αρχίσανε το χτίσιμο με γλέντια, με χαρές και με μαστορικά τραγούδια...
Οι νοικοκυραίοι ήσαν άρχοντες, φιλότιμοι, ψωμί, φαΐ, τους δίνανε με μπόλικο για δύναμη το λάδι... Από το φαΐ, από την καλοπέραση γυάλισε, στα μαστορόπουλα, το μάγουλό τους και αμέσως ψήλωσαν τρεις πόντους... Όλα τους από την καλοφαγία, την καλοπέραση, τσάπωσαν, έγιναν σωστοί άντρες, λεβέντες...
Ο αρχιμάστορας με το μέτρο του όλα τα μέτραγε, όλα τα υπολόγιζε και τους έλεγε να γίνουνε όλοι τους καλοί, να μάθουνε την τέχνη και τους καλύτερους με την καλύτερες κοπέλες, τις αρχοντοπούλες εκεί θα τους παντρέψει...
Όλα τα μαστορόπουλα ήσαν έξυπνα και προσπαθούσανε με φιλότιμο, την τέχνη, την ασημότεχνη, γρήγορα να την κλέψουν, να γίνουν και αυτοί καλοί, άξιοι μαστόροι..
Και εκεί στην δουλειά που κελαηδούσε στην πέτρα το σφυρί, το καλέμι, η χτένα, ο αρχιμάστορας, οι πελεκάνοι τραγούδαγαν και όλοι μαζί το τραγούδι λέγαν :
"Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά είναι γεμάτο...
Η κυρά και τα παιδιά του μάστορα, μέχρι το μεσημέρι θα είναι νηστικά- πεινάνε, το απομεσήμερο γεμάτη θα είναι η μουρχούτα τους, θα φάνε...
Τα ακούτε εσείς αρχοντοπούλες κοπελιές και βάλτε για σκοπό σας, λεβέντη , μάστορα να βάλετε στο πλευρό σας...
Καλότυχη είναι η κοπελιά που μάστορα στην αγκαλιά της βάζει, ποτέ της δεν έχει ανέχεια, δεν διψά, ποτέ της δεν θα πεινάει.... "
Και ενώ όλοι τραγούδαγαν και στην δουλειά όλα καλά πήγαιναν, κουνούπι φαίνεται πως τσίμπησε τον μαστρογιώργη από το βάλτο της Βαλύρας...
Θέρμες τον έπιασαν τον μάστορα, τρεις ημέρες δούλεψε με θέρμη, την τέταρτη τον έπιασε ο τεταρταίος πυρετός, στην Καλαμάτα στον γιατρό πηγαίνει.
Ο γιατρός τον κοίταξε καλά, ελονοσία του είπε έχει...
Όμως τώρα, όλα τα άλλα, μαζί ξυπνήσανε στην αδυνασιά, η πνευμονία και ένας παλιός πλευρίτης...
Του δίνει για φάρμακο, σπυριά κινίνο...
Ο γιατρός έδωσε φάρμακα και οδηγίες:
Φαΐ καλό, ανάπαυση και καθαρό αέρα του λέει , για να μη τον γυρίσει σε χτικιό ( φυματίωση) και τότε τα πράγματα θα είναι δύσκολα, δεν την γλυτώνει...
Στο άκουσμα αυτών στεναχωρήθηκε πολύ περισσότερο, ο μαστργιώργη και όλη η κομπανία.
Ήταν καλός μάστορας ο Γιώργης, και βαλλόταν στην δουλειά, για να βγάλει από δουλειά τόση, όση, το μάτι του βλέπει....
Όλοι τον συμβούλεψαν να σηκωθεί να φύγει, να μη χειροτερέψει περισσότερο και ότι του λέει ο γιατρός να κάνει.
Από τις δουλειές του έβγαλαν το μερδικό του που του ανήκει, του δώσανε και λίγο πάρα πάνω...
Έτσι κάνανε τότε οι μαστόροι ,είχαν λεβεντιά, συμπόνια, φιλότιμο, αλληλεγγύη, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις!...

Παίρνει ο μαστρογιώργης με θλίψη το ένα βασταγούρι του, το πιο γερό, στο δρόμο να καβαλικέψει, το άλλο το αφήνει στα μαστορόπουλα για να δουλέψει, το φόρτωσε τα μπαγκάζια του και πήρε το πισάχναρο και στα Λαγκάδια φτάνει...
Τον βλέπει η κυρά του η Αννιώ το ηλιοβασίλεμα στην αυλόπορτα, αδύνατος, τρεκλίζοντας, να μπαίνει...
Ήταν αγνώριστος...
Τρομάζει και φωνή ανεπάντεχη, απελπισμένη βγάζει...
-Πως είσαι έτσι λεβέντη μου, και πιά αρρώστια σε τρυγάει;...
Δεν πρόφτασε η κυρά του να αποτελειώσει την κουβέντα της και ο αφέντης της ο μαστρογιώργης ζαλίστηκε, από την γιούρτα της πιάνεται να κρατηθεί , δεν αντέχει, τραβιέται, πέφτει...
Φωνή τρανή βγάζει η κυρά Αννιώ...
Αμέσως μαζευτήκανε οι Λαγκαδινές γειτόνισσες τρέχουν να την βοηθήσουν.
Άντρας κανένας δεν υπήρχε στην γειτονιά, ήσαν όλοι τους για μαστοριά...
Με το ζόρι τον αντισηκώνουνε σε καλό στρωσίδι τον πηγαίνουνε...
Αμέσως τρέχουν φωνάζουν τον γιατρό τον ( Βαχ.... )που ήσαν και πολύ φίλοι και ήρθε αμέσως...
Όπως τον είδε να έχει θολά τα μάτια του και ιδρώτας να τρέχει στο κορμί του, κατάλαβε πως από την νηστεικομάρα και την μεγάλη κούραση της στράτας, το ζάχαρο πολύ είχε πέσει και ο εγκέφαλος έπεσε σε λήθαργο.
Του δίνει αμέσως ζαχαρόνερο και από κοντά δύο κουταλιές μέλι...
Ο μαστρογιώργης σε λίγο συνήλθε, τα μάτια του ανοίγει και άρχισε όλους να τους γνωρίζει...
Καλά τον εξέτασε ο γιατρός με την επίκρουση και με τα ακουστικά του, όλες τις αρρώστιες βρίσκει....
Πηγαίνει φέρνει της γιατριάς τα σύνεργα και ένα σορό φαρμάκι, του κάνει ανάμικτη την ένεση, πενικιλίνη- στρεπτομυκίνη, του δίνει αμέσως να πει για την ελονοσία και ένα κουκούτσι κινίνο.
-Περαστικά σου Γιώρη, σε λίγο θα γίνεις περδίκι...
-Ευχαριστώ γιατρέ, ευχαριστώ... Όλα τα καλά στην φαμελιά σου...
Οδηγίες έδωσε ο γιατρός στην κυρά Αννιώ, περιποίηση καλοφαγία να έχει ο μαστρογιώργης, τουλάχιστον ένα δύο- αυγά κοντά στο κρέας στο κοτόπουλο την ημέρα να τρώει για να δυναμώσει, για να μη τον γυρίσει σε χτικιό ( φυματίωση).
Τα κουκούτσια, τα φάρμακα τα δίνει στην κυρά Αννιώ μαζί με τις οδηγίες του, τις συμβουλές του.
- Τα ακούς Αννιώ περιποιήσου τον νοικοκύρη σου για να τον έχεις, καλό φαγητό να του φτιάχνεις, τα φάρμακα με την σειρά στην ώρα τους να του τα δίνεις με λίγο νερό κοντά από πίσω.
Ο γιατρός την δεύτερη και την τρίτη ημέρα τον επισκέφτηκε του κάνει τις ενέσεις.
Ο μαστρογιώργης φάνηκε πως πήρε προς το καλύτερο και ο γιατρός στην κυρά Αννιώ της λέει:
- Από δω και πέρα στο χέρι το δικό σου είναι αν θα σηκωθεί αργά ή γρήγορα, ανάλογα από το κουμαντάρισμα που θα του έχεις...
Μόλις πέρασε μια βδομάδα η Αννιώ άρχισε την γκρίνια...
-Εγώ όλα στα κάνω και από καλοπέραση καλύτερη δεν παίρνει και όπως το λέει ο γιατρός θέλουμε μια ντουζίνα αυγά για σένα την βδομάδα και έχουμε μόνο τρεις κότες. Τώρα οι δύο κλοθωλογιόνται, η μία μόνο γεννάει και εκείνη μέρα παρά ημέρα...
Δεν άφησα από δανεικό αυγό, από την γειτονιά κανένα...
Εμείς οι άλλοι, αυγό να μη δοκιμάσουμε, δεν περισσεύει...
Και εσύ δεν λες να σηκωθείς, σου αρέσει το στρωσίδι...
Και αγαναχτισμένη σιγο μιλάει και λέει:
Καλά λέγανε τότε οι γιαγιάδες και εγώ τότε δεν τις καταλάβαινα...
Τώρα όμως;... Ήρθε η ώρα μου...
« Ο άντρας στην γωνιά, ο διάβολος στην πόρτα».
Και εσύ δεν κάθεσαι μόνο στην γωνιά έπιασες καλό στρωσίδι στο παραγώνι και σου καλαρέσει...
Και εκεί που αυτά έλεγε και αυτά συλλογιόταν. της ήρθε μία ιδέα, την συμβουλή του γιατρού κατά γράμμα με ακρίβεια να τηρήσει.
Να καλοσιτίζει τον νοικοκύρη της και να του δώσει τα χάπια που φαίνεται του κάνουν καλό, όλα ένα- ένα με τη σειρά, όπως είπε ο γιατρός ,γρήγορα περδίκι να γίνει... Πιάνει και του δίνει τα χάπια ένα- ένα με νερό συνέχεια και του τα έδωσε όλα μονομιάς για να πεταχτεί με δύναμη επάνω, λεβέντης σαν και πρώτα....
Ο μαστρογιώργης μετά από λίγο πέφτει σε κόμμα...
Καλέσανε πάλι το γιατρό, να τον προφτάσει, να τον γιάνει...
Ρίχνει ο γιατρός ματιά στον άρρωστο τον βρίσκει μισοπεθαμένο...
Την πίεση του την βρίσκει την μία πολύ κοντά στην άλλη...
Τώρα δεν παίρνει άλλη χάρη...
-Αννιώ τι έφαγε, τι ήπιε ο μαστρογιώργης που μετακύλησε χειρότερα από πρώτα;... Μήπως σηκώθηκε δουλειές να κάνει;...
Εγώ δεν σου είπα ξεκούραση και κουμαντάρισμα καλά να τρώει, τα φάρμακα στην ώρα τους να πίνει;...
-Από περιποίηση γιατρέ μου και από αυγά, στην γειτονιά δεν αφήσαμε ούτε ένα, από τότε που μας έδωσες την διαταγή πολλά αυγά να τρώει... Μήπως αυτά τον πειράξανε και τι να κάνω τώρα η δόλια, η άμοιρη...
Και τα κουκούτσια που μου είπες να του τα δίνω με την σειρά, το ένα κοντά στο άλλο με την σειρά τους με ένα ποτήρι νερό από πίσω και αυτό το έκανα και αυτά τα κουκούτσια όλα τελειώσανε σήμερα...
Καλά που ήρθες, άλλα από δαύτα να του δώσεις , να του κάνεις και τρεις ενέσεις να πεταχτεί επάνω περδίκι...
Ο γιατρός αναψοκοκκίνισε...
Τι να της ειπεί και τι να κάνει;...
Ότι του έκανες Αννιώ του νοικοκύρη σου του έκανες, τον αγάπησες, τον αγαπάς, πολύ τον κουμαντάρισες και τον περιποιέσαι...
Αλλά είναι πολύ καλός άνθρωπος και τον αγαπήσανε πολύ και πολλοί άλλοι...
-Ναι γιατρέ μου ο νοικοκύρης μου, ο Γιώργης μου, είναι καλός, φιλότιμος, μερακλής, μπεσαλής, λεβέντης, το εκτιμάνε και τον αγαπάνε όλοι...
Και μάστορας γιατρέ μου από τους πρώτους...
-Ναι Αννιώ, για αυτό τον αγαπάει ο Θεός, οι Άγγελοι, και σαράντα Άγιοι και θέλουν και αυτοί κοντά τους να τον έχουν, να κάνουνε παρέα.
Θα τους είναι πολύ χρήσιμος και εκεί όταν θα έρθει η ώρα του...
Και εκεί, πρέπει να φτιάξει πελεκητές εκκλησιές, ψηλά καμπαναριά, με όμορφες καμάρες...
Ετοιμάσου τώρα κυρά Αννιώ, όταν θα έρθει η ώρα του, να τον ετοιμάσεις για το αλαργινό ταξίδι...

Οι απόγονοι αυτών των αγνών, τίμιων, ηθικών ανθρώπων, των μπεσαλήδων, των άριστων μαστόρων, των χτιστάδων, που με μεράκι δούλευαν και άφησαν ξοπίσω τους θαυμαστά κομψοτεχνήματα, καλλιτεχνήματα, ιστορικά μνημεία, σε όλο τον κόσμο, επάξια με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη τίμησαν και τους έστησαν σε περίοπτη θέση στα Λαγκάδια, το περίλαμπρο μνημείο του χτίστη, ως δείγμα ευγνωμοσύνης και για να γίνεται εκεί καθημερινό μνημόσυνο στην μνήμη τους.

Γιάννης Στ Βέργος ( gortynios.isv)
30/11/2018


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.