Από την ποιητική συλλογή του Φαίδωνα-Γεωργίου Ι. Δημόπουλου..

 

Στου πόνου το κρεββάτι

και δίχως να βαρυγκομάς

περνάς τις ώρες της θλίψης

που μονότονες και πληχτικές

βάλθηκαν να κλέψουν

τη δροσιά της καλόκαρδης νιότης σου.

 

Με συντροφιά σου μυστική τη Μοναξιά

και με ρεμβαστικό το βλέμμα

βυθισμένο σ’ άλλων κόσμων φωτεινές αναλαμπές

χαίρεσαι την αδιατάραχτη γαλήνη της πλατειάς σου σκέψης.

 

Και περνούν οι στιγμές — αιώνες

και χαϊδεύεις με τα στεγνωμένα χείλη

τη Σιγή που σ' αγκαλιάζει.

 

Σαχερουβείμ εξαϋλωμένο

ξεχωρίζεις

και μυστικά και αθώρητα

μες απ’τα στήθεια αχνοδιαβαίνει ένα αναστέναγμα

 

—νότα κρύφιου πόνου κι’ άσβηστης ελπίδας —

ενώ γύρω—τριγύρω

σου χαμογελά η Στοργή

καρδιόχειλη

κι’ ακούραστη

και πασκίζοντας για τη δική σου γλυκανάπαψη.

 

Όλα

πάνω απ’ του πόνου το κρεββάτι

προσμένουν ανυπόμονα

το γοργοφτερούγισμα σου στην αγκάλη της υγείας

κι’ απ’ το φωτεινό παραθύρι

ξετρελαμένη η γόησσα Άνοιξη

σε προσκαλεί

για να πετάξεις και συ

λεύτερο πουλί

και να πλάσης την Άνοιξη της ζωής σου.

25-12-1949<-->


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.