ΤΑ ΠΡΟΞΕΝΙΑ

(Από το βιβλίο του ιερέα Χρήστου Αθ. Κομνηνού* 
ΛΥΚΟΥΡΕΣΗ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ Ιστορία-Λαογραφία-Παράδοση ,1996)

Οι γάμοι στα χωριά τα πρώτα χρόνια γίνονταν με προξενιό. Όταν δυο σπίτια ήθελαν να γίνουν συγγενείς, είτε από το ίδιο χωριό είτε από άλλο, μεσολαβούσε κάποιος άνθρωπος ή του γαμπρού ή της νύφης, ο λεγόμενος προξενητής.

 

Ο προξενητής, άνθρωπος κατάλληλος και ειδικός στα παινέματα, μιλούσε στους γονείς και των δυο παιδιών και αποφάσιζαν ένα βράδυ να συναντηθούν στο σπίτι της νύφης. Εκεί θα πήγαιναν πολύ αργά να μην τους δει κανένας από το χωριό, γιατί υπήρχαν τα κακά στόματα, έτοιμα πάντα να κατηγορήσουν το γαμπρό ή τη νύφη.

Στο σπίτι της νύφης τούς περίμεναν οι γονείς της, τα αδέλφια της, αν υπήρχαν και κανένας στενός συγγενής.        ι

Μετά την υποδοχή και τα τραταρίσματα, άρχιζαν τα νέα τους, πώς τα περνάνε και οι μεν και οι δε. Έπαιρνε στη συνέχεια το λόγο ο προξενητής με το αστείο του λέγοντας:
«Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε, ήρθαμε να συζητήσουμε για τα παιδιά μας και πρώτα ο Θεός να γίνουμε συγγενήδες».

Ρώταγε πρώτα τον πατέρα και τη μάνα της νύφης, ας τα είχαν και πιο πριν μιλημένα, τι θα γίνει και αν θα παντρέψουν τα παιδιά. Το ίδιο έλεγε και με τους γονείς του γαμπρού.

«Αν είναι από το Θεό να γίνει θα γίνει» απαντούσαν και ο προξενητής ερχόταν σε αυτό που απασχολούσε όλους. Στο θέμα της προίκας.

Ο εφιάλτης της προίκας ήταν δυνάστης για την οικογένεια. Η νύφη θα έπρεπε να έχει χρήματα, ρούχα, χωράφια, ζώα, κ.ά. Αλλιώς δύσκολα θα παντρευόταν. Βαρύ το φορτίο σε αυτόν που είχε κορίτσια.

Από την ημέρα που θα γεννιόταν το κορίτσι, η μάνα έπρεπε να αρχίσει να μαζεύει το νάχτι της. Να υφαίνει κουβέρτες, στρώματα, σαϊσματα. Έπαιρναν οι γονείς νήματα, τα ετοίμαζαν, τα έβαζαν στον αργαλειό και ύφαιναν πουκάμισα, μισοφούστανα, σώβρακα, σεντόνια, μαξιλάρια, προσκέφαλα, σακούλια, κτλ.

Εφόσον τώρα οι οικογένειες συμφωνούσαν να γίνουν συγγενήδες, ρωτούσαν και το γαμπρό με τη νύφη αν θέλουν. Στο τέλος και αφού όλοι ήταν σύμφωνοι, αντάλλασσαν ευχές και έφευγαν οι επισκέπτες.

Στη συνέχεια ο γαμπρός και οι γονείς της νύφης έπρεπε να φτιάξουν το προικοσύμφωνο, να το στείλουν στο σπίτι του γαμπρού με τον προξενητή και αν συμφωνούσαν και αυτοί, κανόνιζαν μια Κυριακή τους αρραβώνες.

Ακολούθως, οι συμπεθέροι με τους μελλόνυμφους θα ψωνίσουν τα απαραίτητα για τους αρραβώνες. Θα καλέσουν τους συγγενείς, που θα συνδράμουν το γαμπρό στους αρραβώνες. Θα κανονίσουν πόσες μεσίνες, μαντίλια μεταξωτά θα πάρει η νύφη για να προσφέρει στους συμπεθέρους και πόσες τσεμπέρες για τις γυναίκες που θα πήγαιναν στα αρραβωνιάσµατα, µπαρέζι για την πεθερά, την καλύτερη πετσέτα για το πρόσωπο του πεθερού. Ο γαµπρός θα έπαιρνε τα δαχτυλίδια.

Οχτώ µέρες νωρίτερα ο γαµπρός θα καλούσε τους συγγενείς µε κουφέτα. Το κάλεσµα γινόταν από γυναίκα.

Το Σάββατο το πρωί ο πατέρας του γαµπρού θα έσφαζε ένα ή δυο σφαχτά, θα είχε αγοράσει το κρασί και θα το πήγαινε µε το κανίσκι.

Τα ψωµιά ήταν ζυµωµένα από την Παρασκευή. Το απόγευµα του Σαββάτου φόρτωναν όλα αυτά, το κρέας, το κρασί, το ψωµί και ένας αδελφός του γαµπρού ή κάποιος συγγενής καβάλα στο µουλάρι έπαιρνε το δρόµο για το σπίτι της νύφης.

Φτάνοντας εκεί τον καλωσόριζαν µε µια τουφεκιά. Και έβαζαν τα πράγµατα και τον κερνούσαν γλυκό ποτό. Φεύγοντας του έδιναν γλυκά για το σπίτι του γαµπρού.

Την Κυριακή το πρωί µαζεύονταν οι καλεσµένοι στο σπίτι του γαµπρού και άρχιζαν το γλέντι. Πριν φύγουν για το σπίτι της νύφης έριχναν µια τουφεκιά, σηµάδι πως ξεκινούν για το σπίτι της. Μπροστά πήγαιναν τα όργανα, αν είχαν, πίσω οι γυναίκες και πιο πίσω οι άντρες µε το γαµπρό τραγουδώντας.

Ο γαµπρός πήγαινε στην αρραβωνιαστικιά µέσα σε κάνιστρο που κρατούσε ένας συµπέθερος µπροστά από τα όργανα, ένα φόρεµα, παπούτσια, καλλυντικά, κουφέτα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο.

Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, τότε οι συµπέθεροι πήγαιναν καβάλα στα µουλάρια, στολισµένα όλα µε άσπρα σεντόνια. Η κεφαλή στο συµπεθεριό ήταν ο πατέρας του γαµπρού ή ο παπάς αν ήταν στενός συγγενής.

Μόλις έφταναν στο σπίτι το καλωσόρισµα θα γινόταν µε τουφεκιές από τη µεριά των συγγενών της αρραβωνιάρας.

Στη συνέχεια και µετά τις χαιρετούρες, ο πεθερός ή ο παπάς αν ήταν µαζί, περνούσαν τις βέρες και όλοι εύχονταν καλά στέφανα και η ώρα η καλή.

Ο πεθερός θα πρόσφερε στην αρραβωνιαστικιά ένα σταυρό, ρολόι και παπούτσια. Η νύφη θα του φιλούσε το χέρι. Παλιά γονάτιζε και του φίλαγε το πόδι, ένδειξη σεβασµού στον πεθερό.

Άρχιζε ο χορός. Ο γαµπρός θα πήγαινε µπροστά την κοπέλα και µετά θα χόρευε και αυτός πρώτος. Την ώρα που χόρευε η νύφη της έλεγαν το τραγούδι της.

«Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβίθι,
χαράς τα µάτια του γαµπρού που διάλεξε τη νύφη.

Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο φασόλι,

να ζήσει η νύφη κι ο γαµπρός κι οι συµπεθέροι όλοι.

Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο κεράσι,

να ζήσει η νύφη κι ο γαµπρός, να ζήσει να γεράσει».

Χόρευε και ο γαµπρός µε το τραγούδι του.

«Για ιδές λεβέντη που 'χουµε, λεβέντικα χορεύει,
λεβέντικα πατάει τηγη κι η γη τον καµαρώνει>.

Στο µεταξύ ετοίµαζαν το τραπέζι για να καθίσει όλο το συµπεθεριό. Έτρωγαν, έπιναν και άρχιζαν τα τραγούδια του τραπεζιού.

«Εµείς καλά τον βρήκαµε τον σπιτονοικοκύρη,
µε τα φαγιά, µε τα ποτά, µε τις καλές κουβέντες.

Να τον πολυχρονίσουµε, χρόνους πολλού; να ζήσει, να ζήσει χρόνια εκατό και να τα διαπεράσει».

Τελειώνοντας η αρραβωνιάρα µαζί µε µια άλλη γυναίκα πρόσφεραν στους συµπεθέρους µεσίνες. Πετσέτα προσώπου στον πεθερό, µπαρέζι µάλλινο της πεθεράς και στους υπόλοιπους µαντίλια µεταξωτά. Αυτοί της έδιναν χρήµατα, της εύχονταν και έφευγαν για το σπίτι του γαµπρού. Εκεί τους κερνούσαν γλυκά και αφού χαιρετούσαν έφευγαν για τα σπίτια τους.

          

                       ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟ

1 σταυρό

1 ζεύγος σκουλαρίκια
4 δαχτυλίδια

2 μπαρέζια

9 αλλαξιές αντρικιές
7 φουστάνια υφαντά
8 μισοφόρια

8 παντελόνια γυναικεία
15 μπόλιες διάφορες

3 μπελερίνες

57 ποδιές διάφορες
3 τραπεζομάντιλα
10 πετσέτες

3 σεντόνια

1 ανδρομίδα
2 παπλώματα
2 γιούρτες

1 φουστανέλα τακίμι
12 σώβρακα ανδρικά
12 πουκάμισα ανδρικά
1 γιούρτα ρουχάτη

12 φουστάνια υφαντά

1 λεβέτι

2 τετζέρια
2 ταψιά

1 τσουκάλι
1 τηγάνι

1 σουπιέρα
2 σαγάνια

2 σιδερώστρες
2 μπαούλα

3 μπατανίες

6 στρώματα

1 σάισμα

1 λιόπανο

2 δισάκια

12 προσκέφαλα
1 ζεύγος σακιά
7 σακούλια

3 κιλίμια

3 κουβέρτες
1 τέσα

1 κεψέ

2 δωδεκάδες μαχαιροπίρουνα

Μετρητά 20.000 δραχμές, ένα μεροδούλι αμπέλι, 10 πρόβατα και το τάδε χωράφι και την ευχή των γονέων.

proikia

 * Παπά-Χρήστος Αθ. Κομνηνός είχε μια ρίζα από του Σέρβου, η μητέρα του ήταν η Παναγούλα Βασ. Σχίζα, και ο ίδιος είχε διατελέσει Ιερέας στου Σέρβου. 

 

(Θ.Γ.Τ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.