Θάνου Π. Στρίκου.
 
«Νεραντζούλα φουντωμένη πούναι τ' άνθη σου;
Πούναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλλη σου;».
.
'Όταν θέλω να ξεκουραστώ ή ν' ακούσω ελληνική ιστορία από πρώτο χέρι ή να «φιλοσοφήσω» ή να ιδώ τη γνήσια αρχέγονη, αγέρωχη ελληνική ψυχή, όπως αποτυπώθηκε μέσα στο Λόγο του Έλληνα παίρνω και διαβάζω δημοτικά τραγούδια του Κλώντ Φλωριάλ, του Αποστολάκη τα Ριζίτικα της Κρήτης, Κυπριακά, Μα­κεδονίας, Ηπείρου, νησιώτικα δίστιχα ή άλλα που βρίσκω στις διάφορες συλλογές και λαογραφίες.  
Αρμονίζονται εκεί μέσα μάτι κι αυτί. Ανοίγουν και τα δυο και γρήγορα παραδίνονται στην τέχνη, μουσι­κή και χορό μαζί, όπως τη διαμόρφωσε η ψυχή του Έλληνα που απαθανατίσθηκε στο δημοτικό μας τραγού­δι. Αγαλματοποιήθηκε. Μαρμάρωσε.
Κριτικές ή αναλύσεις δημοτικών τραγουδιών αποφεύγω πια να διαβάζω. Όχι γιατί δεν εμπιστεύομαι τους επιστήμονες, τους μελετητές και αναλυτές (καμιά φορά συμβαίνει κι αυτό κι αμφισβητώ τις έρευνες ορισμένων, ιδίως εκείνων που από λόγους καθαρά τοπικιστικούς παρουσιάζουν τραγούδια άλλων περιοχών ως της γενέτειρας τους π.χ. του Ολύμπου το λένε της Αρκαδίας. Ή άλλοτε αποφαίνονται δογματικά). Έ­τσι και επειδή όταν διαβάζω ή ακούω γνήσια δημοτική ποίηση, εκείνη την ώρα καταδική μου, θέλω να εί­μαι ανεπηρέαστος. Κι αν το τραγούδι από μόνο του με παρασύρει με την απαράμιλλη και άψογη τέχνη του και τεχνική του και το νόημα του κλείνει το μέγα στο ελάχιστο του, παραδίνουμε χωρίς να το καταλάβω. Με αρπάζει μέσα του ολόκληρο, σωματικά και ψυχικά, όπως το σύννεφο τη φυλλωσιά.
.
Τελευταία, της Παναγιάς ανήμερα, βρέθηκα στο χωριό μου (Σέρβου Γορτυνίας). Συμμετείχα -μεγάλη τι­μή πραγματικά- σε μια εκδήλωση-αφιέρωμα στον λογοτέχνη, ποιητή, λαογράφο, θεατρικό συγγραφέα, δάσκαλο και άλλα πολλά Θ. Κ. Τρουπή. Γιατί πραγματικά δεν άφηκε κανένα είδος του λόγου που να μη σκαλοποτίσει στον αγρό του. (Κείμενα του τιμηθέντος λογοτέχνη έχει φιλοξενήσει αυτή η εφημερίδα, "ο παρατηρητής").
Δεν θα μιλήσω για την εκδήλωση. Πως θα μπορούσα άλλωστε να υψώσω ένα κόσμον ολόκληρον; Ν' αναφέρω δίχως ν' αδικήσω ένα φρόνημα ελευθερίας; Να κρατήσω έναν καταρράκτη; (Ύστερα, όποιος θέλει μπορεί άνετα να τ' αναζητήσει, να τα βρει και να τα μελετήσει. Όσο για 'κείνα τ' άλλα, τ' ανιχνευτι­κά των ψυχών, μόνον όσοι παρακολούθησαν τάνιωσαν, ο καθένας ανάλογα με την ευαισθησία του και δύ­σκολα μεταφέρονται).
.
Το δημοτικό μας τραγούδι δεν είναι συλλογές. Αυτό πολύ να είναι μόνον το 1/3 ενός συνόλου από ποί­ηση, μουσική και χορό που δεν νοούνται χωριστά.
Θα πω τούτο μόνο. Έβλεπα κι άκουγα τη μεγάλη μας Νένα Βενετσάνου, που τι δεν έχει ιστορήσει, τι δεν έχει υμνήσει κι αποδώσει με την αγγελική φωνή της, να δονείται κυριολεκτικά. Νάναι κι αυτή χαμένη στον λόγο, πεζό και ποιητικό του λογοτέχνη, τον οποίον α­ντίκριζε λες μπροστά της "πλάτανον θεόρατον", κεφαλάρι. (Ήρθε με το "επιτελείο της" στη Γορτυνία απ' τη Μονεμβασία -όπου το προ­ηγούμενο βράδυ είχε συμμετάσχει σε εκδήλωση για τον αγαπημένο της (μας) Γιάννη Ρίτσο και τραγούδησε πέρα-πέρα αφιλοκερ­δώς).
Και το τραγούδι της, μετά από κάθε αφήγηση ή απαγγελία και με τη φλογέρα του Πάνα, Βασίλη Αγροκώστα, πήγαινε να συναντήσει στ' Αρκαδικά βουνά τη φωνής της Νύμφης Καλλιστούς, σε μια ένωση της με τον πατέρα ανθρώπων τε και θεών (1)
Και μετά την ανάγνωση ενός διηγήματος κι ενός αποσπάσματος από τα έθιμα του γάμου (το κανίσκι της νύφης), (οι αφηγητές διά­βαζαν μπροστά από μια πέτρινη βρύση κάτω από έναν πλάτανο, πίσω από ένα τραπεζάκι, που είχε επί τούτου τοποθετηθεί, με βιβλία μπροστά τους του τιμώμενου λογοτέχνη, απ' τα οποία, υποτίθεται έπαιρναν και διάβαζαν ή απάγγελναν) μπήκε δυνατά η Νένα Βενετσάνου με τη γνωστή μας Νεραντζούλα. Κι αντιλάλησαν τη γνήσια Ελληνική ψυχή τα βουνά, τα διάσελα και τα λαγκάδια!!!
.
Κι όταν έλεγε:
"Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα τίναξε, νεραντζούλα"
και κράταγε κάπως τη φωνή της κι άκουγες το φλάουτο (Πέτρος Στεργιόπουλος) να βγάζει ανέμου φύσημα κάπως παρατεταμένο, δεν περνούσε απλή εικόνα απ' το μυαλό, αλλά ξεσήκωνε το νου που προσδοκώντας να ξαναζήσει ξαναζούσε στ' αλήθεια με την καρ­διά παραδομένη στις αναμνήσεις.
"Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα ταπεινά"
και κρατώντας το πάλι ξανάκουγες το φλάουτο στον ήχο των βημάτων του ανέμου....
Και τότε ήταν που έμεινα να θαυμάζω. Τότε που ένωσα μέσα μου το "εξαίφνης" που θάλεγε ο σοφός προγονός μας. Οι αισθήσεις ό­λες σε εγρήγορση. Και "εξαίφνης" κάτι άστραψε. Κάτι συνέλαβε το μυαλό που ποτέ μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί κι ας είχα ακούσει τη "Νεραντζούλα" άπειρες φορές. Κι είναι τούτο που σήμερα θέλω να μοιραστώ μαζί σας, που μπορεί νάναι και λάθος.
Πως, όταν μόνοι μας καμιά φορά περπατάμε στο βουνό ή στην ακροθαλασσιά και σκεφτόμαστε χίλια και ξαφνικά κάτι βλέπουμε, κά­τι ακούμε, κάτι αισθανόμαστε και λέμε: Νάτο. Αυτό ήταν. Που έψαχνα να βρω χρόνια. Που με απασχολούσε και δεν μπορούσα. Ένας στίχος π.χ. κάποιου ποιητή ή το πραγματικό νόημα μιας φράσης αρχαίας που δεν μπορούσα να συλλάβω ή και που δεν είχα προσέ­ξει. Αυτό είναι σίγουρα εκείνο που γύρευα ή εκείνο που πραγματικά θέλει να ειπεί ο ποιητής.
Οι αισθήσεις όλες σε συναγερμό ξεσήκωναν μνήμες, φαντασία. Ανάσταιναν βιώματα. Ναι. Τούτο είναι. Αποκλείεται νάναι οτιδήποτε άλλο. Σίγουρα απ' αυτήν την κατάσταση και γεγονός ξεκίνησε ο ποιητής, αδιάφορο αν στη συνέχεια επεξετάθη ή πως ερμήνευσαν διάφοροι.
.
Ποια είναι εδώ η Νεραντζούλα;
Ήρθε πάλι το ερώτημα. Γιατί το τραγούδι είναι αλληγορικό, όπως πολλά απ' τα δημοτικά μας τρα­γούδια και το νόημα του όμορφα καλυμμένο, ώστε να μην προκαλεί. Και ειδικά τα παιδιά που μένουν μόνον στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις των αισθήσεων. Στο αισθητό μόνο μέρος. Στο δέντρο, την νεραντζούλα, τα άνθη της και το πέσιμο τους απ' το φύσημα του ανέμου. Το πραγματικό και βαθύτερο νόημα θα το καταλάβουν ίσως αργότερα.
Είχα βεβαίως ακούσει ερμηνείες διάφορες και μάλιστα από αξιόλογους εραστές και ερανιστές των δημοτικών μας τραγουδιών με επικρατέστερη εκείνη κατά την οποίαν η Νεραντζούλα δεν είναι άλλη από την Κωνσταντινούπολη, την οποίαν ο Έλληνας νοσταλγεί και θυμάται και για την οποίαν μιλάει τρυφερά μεν αλλά καλυμμένα γιατί δεν μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα απ' το φόβο του κατακτητή.
.
Πάρα πολλές φορές την είχα ακούσει αυτήν την ερμηνευτική εκδοχή και μάλιστα σε πολλά μέρη της Ελλάδος, νησιωτικής και ηπει­ρωτικής, ίδια πάντα. Που καίτοι δεν με ικανοποιούσε με είχε επηρεάσει. Μάλιστα, αρκετές φορές, όσο το σκεφτόμουν με τους τελευ­ταίους κυρίως στίχους
"Ν' αρμενίσουν τα καράβια τα Σπετσιώτικα, πούχουν μέσα παλικάρια..."
κι είναι μάλλον μεταγενέστεροι και δηλώνουν τάχα τον πόθο των Ελλήνων για εξέγερση και επανάκτηση της Πόλης-Νεραντζούλας, τόσο απομακρυνόταν αυτή η ερμηνεία. Γιατί όσο και νάψαχνα δεν έβρισκα κάτι σταθερό και συγκεκριμένο να πιαστώ. Ένα γεγονός που να δένει στενά με το τραγούδι που τραγουδιέται σ' όλη την Ελλάδα. Και πάντως ο λόγος και η δομή του τραγουδιού δεν οδηγούν ούτε να υποψιαστούμε καν ότι τούτο ανάγεται στο ιστορικό γεγονός της πτώσης της Πόλης και τον διακαή πόθο επανάκτησης της.
 
Ύστερα για την Πόλη και την Αγιά-Σοφιά υπάρχουν τόσα πολλά τραγούδια που μιλούν ευθέως ώστε η υποτιθέμενη σκοτεινή αλληγορία να μην είναι αναγκαία. Αλληγορία στα δημοτικά τραγούδια ναι. Δεν υπάρχει όμως σε κανένα απο­κρυφισμός. Τα τραγούδια μας ούτε σιβυλλικά είναι ούτε για να αποκρυπτογραφηθούν πρέπει να πάμε σε Πυθίες. Γιατί λοιπόν, κατ' εξαίρεσιν να γίνει αυτό με τη Νεραντζούλα; Και ξεμάκραινε, όπως είπα, η εκδοχή ότι το τραγούδι αναφέρε­ται στην Πόλη. Τη νόηση δηλαδή όσο και να πίεζα δεν την άγγιζε. Το αισθητό μέρος του με τίποτα δεν έβγαζε σ' αυτό τ' αποτέλεσμα συμπέρασμα. (Ουδέ εν τω νω, ό μη πρότερον εν τη αισθήσει»).
.
Όμως μπροστά στην πανδαισία εκείνη που βρέθηκαν το βράδυ της Παναγιάς με τον ποταμό και τον άνεμο και τον καταρράκτη φωνή της Νένας Βενετσάνου, το φλάουτο, του Χάρη Μέρμηγκα το κόντρα μπάσο, την κιθάρα, τη φλογέρα και το ακορντεόν και τη λύρα σε αρμονία τέλεια που απογεί­ωναν, γοητευμένος και εκστατικό απ' τ' ακούσματα και τις εικόνες που και ως ανάμνηση περνούσαν μπροστά μου εί­πα: Αυτό είναι. Τούτο το τραγούδι όλο, καταφανώς και δί­χως αμφιβολία δεν κάνει άλλο παρά να προλέγει την «κατα­στροφή» της νύφης. Γιατί:
Πρώτα-πρώτα το τραγούδι λέγεται (λεγόταν) κυρίως στους γάμους. Και η αρχή γινόταν από τους αρρεβώνες κιό­λας. Ύστερα λεγόταν απ' το συμπεθεριό του γαμπρού όταν πήγαιναν να πάρουν τα προικιά. Και κατά την προσέλευση και κατά την αναχώρηση. Μετά λεγόταν την Κυριακή όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη πριν τη στέψη, αλλά και από το συμπεθεριό της νύφης όταν την οδηγούσαν και την πα­ρέδιδαν του γαμπρού στην είσοδο της εκκλησιάς τα στεφανώματα. Και τέλος, μετά το μυστήριο, όταν τα δύο συμπεθε­ριά γίνονταν ένα.
Ύστερα η ίδια η Νεραντζούλα. Το δέντρο.
Είναι γνωστό ότι η γυναίκα, το κορίτσι συμβολίζεται στη δημοτική μας ποίηση με κάποιο δέντρο καρποφόρο και με ωραία ευωδερά άνθη και καρπούς. Ή γλάστρα ή καλλωπι­στικό φυτό.
Όπως δηλαδή στα κλέφτικα κυρίως τραγούδια τα πουλιά συμβολίζουν τον ηρωικό θάνατο του κλέφτη κι όσο πιο ά­γρια κι ολόμαυρα τα πουλιά τόσο ηρωικός ο θάνατος του κλέφτη:
«Ένας αητός περήφανος κι ένας αητός λεβέντης, δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει», ή «μαύρα που­λιά τον τριγυρνούν κι άσπρα τον παραστέκουν»,
το τραγού­δι του Μήτρου του Μποταίτη ή του Ολύμπου. Πάνω σ' αυτό θυμηθείτε το δεύτερο μέρος του τραγουδιού - του Ολύμπου - όπου ο αητός στην πιο ψηλή κορφή του όρους καθισμένος έχει μεταφέρει και κρατεί στα νύχια του «κεφάλια αντρειωμένου» και μάλιστα συνομιλεί μ' αυτό. Συνομιλώντας δε ο σκοτωμένος κλέφτης εκφωνεί ο ίδιος τον επικήδειό του. (2) Ή το ποντιακό:
«Εκράνεν και σα τσάρκας απ' παλη καρί βρασιόνα»
-κράταγε στα νύχια του μπράτσα παλικαριού-, του σκοτωμένου πέρα στην πέρα ράχη Τραντέλλενα. Όπως, λέω, τα πουλιά στα κλέφτικα τραγουδά αναγγέλλουν ή ιστορούν το θάνατο των παλικαριών παίρνοντας «αν­θρώπινη λαλίτσα» (αετοί, αηδόνια, κοράκια, πετροπέρδικες γεράκια, τρυγόνες, κούκοι) και μάλιστα όσο πιο αχόρταγο και σαρκοβόρα, τόσο μεγάλη και η λεβεντιά και ο ηρωισμός του κλέφτη που σκοτώθηκε, έτσι και τη γυναίκα την όμορ­φη, το κορίτσι το ωραίο (που είναι στην ώρα του) συμβολί­ζουν διάφορα δέντρα και φυτά μ' ευωδερούς καρπούς και άνθη.
Συγκεκριμένα μαζί με την «Νεραντζούλα» άλλα τραγούδια απ' το φυτικό κόσμο που λέγανε στα διάφορα στάδια το γά­μου ήσαν:
«Η μπαμπακιά»: "άσπρη μπαμπακιά είχα στην πόρ­τα μου",
"ας παν να ιδούν τα μάτια μου"
"ποιος τόειπε δεντρουλάκι μου",
«βασιλικός μυρίζει εδώ, κάποια τον έχει στο λαιμό/τον έχει η ρούσα και η ξανθιά",
«βιολέττα μ' ανθι­σμένη»,
«σε περιβόλι μπήκα και βρήκα μια μηλιά»,
«Ιτιά-ιτιά μοσχοϊτιά»,
«πέρασα ξαναπέρασα σε βλέπω ακουμπισμέ­νη σ' ένα κλωνί βασιλικό),
«Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου»,
«περιβόλι οργωμένο» (έχει γύρω-γύρω δάφνες... έχει μια μηλιά στη μέση π' απ' όλα τα μήλα πάει να πέσει),
«μη­λίτσα που είσαι στο γκρεμό»,
«Μάννα στο περιβόλι μας» (εκεί πέρασαν τρεις αητοί και τρεις καλοί λεβέντες),
«κόβω μια κλάρα λεμονιά»,
«Μια αυγούλα Σταυρούλα» (να μπω σε περιβό­λι να κόψω μήλο της μηλιάς κυδώνι της αγάπης),
«απάνου σε μια λεμονιά»,
«Γαμπρέ μου σε παρακαλώ» (το άνθος που σου δώκαμε να μη μας το μαράνεις),
«Νυφούλα καλωσόρι­σες» (σαν κυπαρίσσι να σταθείς σαν δέντρο να ριζώσεις/και σα μηλιά γλυκομηλιά ν' ανθίσεις να καρπίσεις) και πλείστα άλλα.
.
Ενώ τα στέφανα του γάμου έχουν λεμονανθούς. Και βεβαίως πολλά σχετίζονται με την ευγονίαν και την πολυτεκνίαν των γυναικών και κατεβαίνουν από την αρχαιότητα.
Και τη γυναίκα συμβολίζουν κατά κανόνα τα φυτά που είναι στατικά. Ενώ τον άντρα τα πουλιά, τα' αποδημητικά και διαβατάρικα. Κι αυτό βεβαία ανάγεται στη φύση και τον προορισμό του κάθε φύλου ανά τους αιώνες. Η ζωή της γυ­ναίκας είναι μόνιμη και σταθερή, που απορρέει απ' τη φύση της να γεννά και ν' ανατρέφει τα παιδιά της, ενώ του ά­ντρα, για τη δράση. (Θυμηθείτε και την εντολή(;) στους πρωτόπλαστους μετά την εκδίωξη τους απ' τον παράδεισο).
.
Κι όπου η γυναίκα παρουσιάζεται ως πουλί, γίνεται για να τραγουδήσει ή να μοιρολογήσει, που είναι το ίδιο,
«Τι έ­ρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις»
ή παίρνουν τη θέση της (στο μοιρολόι) πολλά πουλιά μαζί, όπως χαρακτη­ριστικά βλέπουμε στο τραγούδι της Αντρούτσαινας όπου είναι άλλοτε τριγόνα κι άλλοτε περδικούλα ή κόρακας.
Ακόμα στο νησιώτικο δίστιχο τι λέει ο ποιητής αναμιμνησκόμενος την Πηνελόπη του Οδυσσέα;
«Έμεινες ρίζα γιασεμί» δεν λέει;
Ενώ ο Οδυσσέας: Έφυγε χελιδόνι».
Και η Πηνελόπη που τον στερήθηκε είκοσι χρόνια και ζούσε εσωτερική περιπέτεια χειρότερη απ' όλες τις περιπέτειες του άντρα της έμεινε: «Ν' αναζητάει την άνοιξη κι αυτή να μη ζυγώνει» (3).
.
Επομένως δεν υπάρχει πιστεύω αμφιβολία ότι η Νεραντζούλα εδώ είναι η γυναίκα. Το κορίτσι το ωραίο στη μεγάλη και δοξασμένη της ώρα, όπως η νεραντζιά την άνοιξη στην ανθοφορία της. Το κορίτσι στη σημαντικότερη στιγμή της ζωής του, που είναι όταν γίνεται νύφη και παντρεύεται. Ο παραλληλισμός της νεραντζούλας με τη νύφη είναι ολοφά­νερος. Και σ' αυτό συνηγορεί το γεγονός, ότι η Νερανζούλα είναι αποκλειστικά τραγούδι του γάμου καθ' όλα τα στά­δια του.
Ότι στο τραγούδι αυτό ο ποιητής προλέγει συγκεκριμένα την καταστροφή της νύφης, και μάλιστα με λόγον αριστο­τεχνικά αλληγορικό και ευγενικό συνάγεται και από τους στίχους που ακολουθούν κι απαντούν στο ερώτημα που προ­ηγήθηκε:
«Νεραντζούλα φουντωμένη πούναι τ' άνθη σου; Πούναι η πρώτη σου ομορφάδα και τα κάλλη σου;»
Σ' αυτά λοιπόν τα ερωτήματα των δύο στίχων δίδεται η απάντηση σε δύο επίσης στίχους.
«Φύσηξε βοριάς κι αέρας και τα τίναξε» (I)
Ο άντρας δηλαδή εδώ, ο γαμπρός, παρομοιάζεται με τον άνεμο που γονιμοποιεί τα άνθη. Έτσι δεν γίνεται στη φύση; (Η σύλληψη καταπλήσσει στην τέχνη της και την ευγένεια). Το δυνατό βοριά που τίναξε τα άνθη της Νεραντζούλας. Και τα άνθη βεβαίως δεν είναι άλλα από την παρθενιά της κόρης. Και γενικά μέχρις εδώ είναι «πρώτη της ομορφάδα».
Η ομορφάδα βέβαια της νύφης-γυναίκας θα εξακολουθήσει. Αλλά μέχρις εδώ είχαμε την πρώτη. Όμορφη θάναι κι α­πό 'δω και πέρα αλλά αυτή θάναι άλλη ομορφάδα. Ενώ εδώ μιλάμε για την πρώτη.
Το ότι έτσι είναι (προλέγεται, όπως είπαμε, η «καταστροφή») ενισχύεται και από τον δεύτερον στίχο:
«Σε παρακαλώ βοριά μου φύσα ταπεινά» (II)
όπου βεβαίως ο δημ. ποιητής δεν διατάσσει το βοριά (τα στοιχεία της φύσεως δεν διατάσσονται) αλλά κυριολεκτικά παρακαλεί το γαμπρό-άνεμο την πρώτη νύχτα του γάμου να μην είναι βίαιος αλλά «να φυσήξεις ταπεινά». Και μάλι­στα αυτό το ζητάει παρακαλώντας. (Θυμηθείτε την Αθηνά στην Ιλιάδα, όταν απευθύνεται στον οργισμένον Αχιλλέα: Αν θες βάλε το ξίφος στο θηκάρι του κι άκουσε με. Αν θες).
Σε λίγο, θεληματικά βέβαια, θα σου παραδοθεί. Θα εκπορθήσεις κάστρο. Είναι λουλούδι η γυναίκα. Σε λίγο θα δέσει καρπόν. Θα νικήσετε μαζί το χάρο (4)
.
Μην είσαι λοιπόν στο καινούριο ξεκίνημα βίαιος, απότομος ορμητικός, αλλά συνεργάτης. Μαζί με τη γυναί­κα αυτή θα ταξιδέψετε ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή σας. Ολόκληρη την οικουμένη. Και τούτη η ώρα η μο­ναδική θα τη σημαδέψει. Μη το ξεχνάς λοιπόν. Βοριάς ναι. Αλλά να ελέγχεις τον εαυτό σου. Να φυσάς τα­πεινά. Όχι με σφοδρότητα. Και τούτο το «ταπεινά» τα περιλαμβάνει, μου φαίνεται, όλα. Παντού ταπεινά. Στη συμπεριφορά, στις ενέργειες, στο μοίρασμα... Γιατί το κορίτσι τούτο, καθαρό και λαμπερό σαν την δροσάτη αυγή, δεν επιτρέπεται να το πληγώσεις. Ανάμεσα στα πόδια της "η ομορφιά του κόσμου".
.
Μα ήταν τόσο σημαντική η «παρθενιά»; Αναμφίβολα ναι. Τόσο μάλιστα ώστε εκείνη την αιμάτινη λερωματιά στο πουκάμισο, η νύφη την κράταγε και την έπαιρνε μαζί της στον άλλο κόσμο (της τόβαζαν σάβανο). Τόσο σημαντική, που αν δεν υπήρχε, ο γάμος μεταβαλλόταν σε...
Κι αν η κόρη έχανε την τιμή της προτού να γίνει νύφη, αυτό ήταν σφάλμα σοβαρό. Με μεγαλύτερες συνέ­πειες αν παντρευόταν μ' άλλον απ' αυτό που την ξεπαρθένεψε. Τόσο σοβαρό μάλιστα που ο Β. Κορνάρος γράφει στον Ερωτόκριτο:
«Γιατί είναι κάποια σφάλματα, όπου ποτέ δεν λειώνου,καθημερινά την όχθριτα κι όργιτα δυναμώνον, το σφάλμα όπου στην τιμή αγγίζει και πληγώνει ο θάνατος δεν το σωπά, το μνήμα δεν το χώνει».
Κι ακόμα:
«Όποιες στην τιμή τέτοια ασκημάδια βάνου σαπούνια δεν τα πλύνουσι, μηδέ νερά τα βγάνου».
Και η ευχή που δινόταν στο ζευγάρι:
«Μονοστέφανοι».
Μια λέξη μόνο. Και τα είπαν όλα. Δηλαδή: να ζήσε­τε υγιείς, μονιασμένοι, ανέφελοι, να κάνετε τα παιδιά σας συνεχίζοντας το θαύμα της ζωής, να διέλθετε το βίο σας όλον χωρίς τίποτα να ταράξει την ευτυχία σας. Μονοστέρανοι.
Μα κι αν ο ένας απ' τους δύο φύγει πολύ νωρίτερα -γραφτά της μοίρας- ο άλλος αναμιμνησκόμενος ε­κείνου που έφυγε να μην ξανακάνει γάμο αλλά κι αυτός, όταν έρθει η ώρα του να φύγει μονοστέφανος(η). Τι υπέροχη, πραγματικά ευχή! Μονοστέφανοι!
.
Μπαίνετε λοιπόν σ' ένα καράβι και θα ταξιδέψετε μαζί πια μέχρι να ξεπληρώσετε τον προορισμό σας στη ζωή. Το κορμί της γυναίκας καράβι κι εσύ καραβοκύρης. Πρόσεξε λοιπόν. Θα την ιδείς γυμνή. Θα θαμπωθείς. Θα μαγευτείς. Θα τρελαθείς. Θα μεθύσεις. Πρόσεξε μη ξεστρατίσεις.
Το καράβι και το ταξίδι έχουν επίσης τη θέση τους στα τραγούδια του γάμου:
«Τα παλικάρια τ' ανύπαντρα και τ' αρρεβωνιασμένα/καράβι αρματώσανε νύφη να πα να φέρουν». Ή:
«φύσηξε δυνατός βοριάς.... Και γιό­μισε η θάλασσα προικιά». Ή:
«καράβι καραβάκι που πας γιαλό-γιαλό / Αν είσαι για την Πόλη... / Δεν είμαι για την πόλη παρά για τα νησιά / πουν όμορφα κορίτσια κι έχουν γλυκά κρασιά".
.
Το καράβι δηλαδή έχει τη θέση του και στα τραγούδια του γάμου. Άλλωστε η ίδια η ζωή ένα ταξίδι και ο άνθρωπος πεζοπόρος και ποντοπόρος ταξιδευτής της. Έτσι κι ο στίχος με τον οποίον κλείνει το τραγούδι:
«Ν' αρμενίσουν τα καράβια τα Σπετσιώτικα
πόχουν μέσα παλικάρια κι όμορφα παιδιά»
και μεταγενέστερος να είναι έχει κι εδώ τη θέση του και δένει με το σύνολο αρμονικά.
.
Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσαμε άνετα, νομίζω, να πούμε, δίχως το φόβο να λαθεύουμε ότι η Νεραντζούλα, τραγούδι του γάμου αναφέρεται στη Νύφη της οποίας προαναγγέλλει την «καταστροφή», και καλεί ταυτόχρονα το γαμπρό-βοριά να μην είναι βίαιος διότι η στιγμή είναι κρίσιμη και καθοριστική για ο­λόκληρο το μακρύ ταξίδι στο καινούριο καράβι.
(Οποιαδήποτε τυχόν διαφορετική άποψη να τη συζητήσουμε. Άλλωστε μια συντροφιά, ένας όμιλος είμαστε σ' αυτήν εδώ την εφημερίδα καθώς λέει ο φίλος Θεόφιλος. Και η ζωή έτσι πάει μπροστά).
.
Υποσημείωση:
(1)Ο Δίας με την Νύμφη Καλλιστώ, γνωστή για το μελωδικό της τραγούδι και την ομορφιά της είχαν κι αγκαλίτσα κρυφή. Από "κείνη δε την έ­νωση" εγεννήθη ο Αρκάς.
(2) Σ' άλλον καιρό και τόπο είχαν αναλύσει το τραγούδι (Πνευμ. Εστία Σπάρτης 08-03-07) όπως ολόκληρο είναι κατα­χωρισμένο στη Συλλογή του Φωριέλ «Δημοτικά τραγούδια της Συγχρόνου Ελλάδος», με εισαγωγή Ν. Βέη, Εκδ. Ν. Νίκας 1956.
(3)Φώτη Βαρέλη «Ο δάσκαλος». Έδοση Δημόσιας Βιβλ. Ρόδου 1996, σελ. 372.
Η συμμετρία πολλών δημ. τραγουδιών καταπλήσσει. Στο τραγούδι του Ολύμπου για παράδειγμα έχουμε οκτώ (8) και οκτώ (8) στίχους σε κάθε μέρος, κι έναν στίχο-ερώτημα ακριβώς στη μέση. Ή στο τραγούδι της Δέσπως. Στον στίχο "Ε­δώ είσαι σκλάβα του πασά σκλάβα των Αρβανιτών" απαντά: "Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει". Ή σ' όλα τα νησιώτικα δίστιχα, ο πρώτος δαχτυλίδι κι ο δεύτερος πετράδι, όπως γράφει ο Φ. Βαρέλης.
(4) και στη νεοελληνική ποίηση, σ' άλλο επίπεδο βέβαια, δέστε και το στίχο του Ε. Θαλασσινού: «Θυμάμαι μονάχα τη θά­λασσα τραγούδαγε ανάμεσα απ' τα πόστα σου σήκωναν περήφανα/που σήκωναν περήφανα την ομορφιά του κό­σμου».
Μαγούλα 20 Αυγούστου 2009
(ΣΣ: Αναδημοσίευση από την εφημερίδα της Σπάρτης "Παρατηρητής")
.
(XIM_2-12-09_

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.