Από το ιστολόγιο του Ι. Στ. Βέργου

 

Αχ, αχ , πως κατάντησα... 

Αχ, αχ, πάει,  πάει, φύγανε τώρα πια, τελειώσανε, τελειώσανε, όλα τελειώσανε. 
Αλλά που θα φτάσω; Που;… 

Έλεγε και παραπονιότανε κάθε μέρα, όλη την ώρα η γιαγιά  Ντίνα, για τα πολλά της χρόνια. Εκατό χρονών παρά ένα κοντεύει. 

Που την πονάνε  λίγο τα πόδια της  και δεν μπορεί να κάνει όπως θέλει τις δουλειές της… 

Μα από μυαλό, είχε, έχει και είναι ακόμα ξυράφι!... 

Η γλώσσα της είναι γρήγορη, μελωδική, αηδόνι! 

Η έγνοια της, το μυαλό της, η σκέψη της, ήταν και είναι στον κηπάκο της και είχε κάθε μέρα τριβέλι, το είχε βάλει, μεγάλη έγνοια, βαλαντομάρα. 

Ήθελε να πάει να το σκάψει.  

Και όλο, οι άλλοι την αλληκοτάγανε, μη πάει και γκρεμιστεί και πέσει και τότε, θα τους βρει, συμφορά μεγάλη. 

Την μια την ημέρα ήταν η γιαγιά σκεφτική, την  δεύτερη βαλαντομένη, την τρίτη λιγόφαγη, την άλλη  ήταν λιγομίλιτη και όλοι είπανε στην γειτονιά, μέχρι εδώ είναι, ήτανε αυτή, πάει τώρα, αυτή πεθαίνει. 


Η Νικόλαινα, η γειτόνισσά της, τις άλλες, γυναίκες,  γειτόνισσες παρακίναγε,  συμβούλευε και  τους λέει: 

Ετοιμαστείτε, πηγαίνετε να την δείτε  την Ντίνα, τώρα που είναι ακόμα ζωντανή, αύριο- μεθαύριο, δεν ξέρουμε, αν θα ανταμωθούμε, που, πως και  πότε;… 

Τώρα, ας ιδωθούμε!… 


Μία, μια οι γειτόνισσες πηγαίνουν, όπως της πρέπει, με την σειρά τους, να την ιδούνε την γιαγιά, αντάμα με τα προφαντά τους. 
Η μια της πάει, ζάχαρη, καφέ, ή άλλη της πάει, γλυκό βύσσινο, κεράσι, η Τρίτη της πάει στο χαρτί διπλωμένο το μαλακό το λουκουμάκι, στο στόμα, της το βάζει. 

Και η φιλενάδα της, η πειστική, η Βασίλω, της πάει γλυκό, κυδώνι-ρόδο, μαζί με δύο κλώνους  βασιλικό και τρεις, από μαντζουράνα, την φιλάει, της δίνει, να τους μυρίσει… 

Της μιλάνε και αυτή με ξεψυχισμένη φωνή, σε όλες ανταποκρίνεται, απαντάει, στην μια όμως την Αννιώ, την ρώτησε και πολλές φορές την ξανά ρωτάει, αν έσκαψε τον κήπο της, που τώρα είναι εποχή του, να τον φυτέψει… κιόλας. 


Τα ακούει αυτά η νύφη της, και απορεί. 

Την πλησιάζει, η νύφη της και με γλυκιά φωνή την ρωτάει και της λέει:  

-Μάνα, καλά, καλούλια μου φαίνεται πως  είσαι σήμερα, ήρθανε οι φιλενάδες σου και όλες οι γειτόνισσες σου, να σε ιδούνε, είδες πόσο σε αγαπούνε;... 

Δεν έλειψε καμία!... 

-Ναι, το ξέρω, το γνωρίζω, τις ευχαριστώ και από ψυχής μου, τους το αναγνωρίζω!...

-Μάνα θέλεις κάτι; 

Τι θέλεις; 

Θέλεις να βάλεις κάτι στο στόμα σου;


Και αυτή, με στενάχωρη φωνή, της απαντάει: 

-Νύφη,   παιδάκι μου, ο κηπάκος είναι άσκαφτος και σκάψιμο γυρεύει… 

-Μη σε νοιάζει μάνα, για  το κήπο, κοίτα μάνα να γίνεις εσύ καλά και βάλε κάτι τώρα στο στόμα σου, έχεις τρεις ημέρες να φας, μόνο δύο, τρεις, σταγόνες νερό ήπιες, να ιδούμε τι θα γίνεις και άσε  τον κήπο τώρα… 

-Νύφη, παιδάκι μου, ο κήπος, είναι εποχή του για σκάψιμο και όπως βλέπω, κανένας σας, την έγνοια του δεν έχει…  

-Πως δεν την έχουμε μάννα, πως;… 

Αλλά τώρα, έχουμε και άλλες δουλειές, τον αφήνουμε για παρέκει. 

Δεν παραπήρε δα ο καιρός, ο χρόνος…. 

Εσύ, είσαι ανήμπορη, να σε αφήσουμε και τον κήπο να κοιτάξουμε  και να τον περιποιηθούμε, περισσότερο από σένα; 

-Το παρέκει, εγώ παιδάκι μου, δεν ξέρω,  το πότε, θα είναι… Το κάθε τι, πρέπει στην ώρα του, και στον καιρό του το γυρεύει, ότι γυρεύει, το θέλει, ότι, θέλει… 

Για έλα παιδάκι μου, αντεσήκωμε, να δοκιμάσω και να ιδώ, τι θα γίνω... 

Αν θα σταθώ στα πόδια μου... Θα τα στυλώσω τα ρημάδια;… 

Θα είμαι για προκοπή, ή έγινα μπιτ, για μπιτ;… 

Φέρε μου και ένα ποτήρι κρασί γεμάτο  να το πιω, να βάλω ξένη δύναμη, να ιδώ τι θα κάνω, να πάρω την έγνοια μου,  θα ζήσω, για θα πεθάνω;… 

Και την απόφασή μου την τελική να πάρω, τον κηπάκο μου, πρέπει,  μπορώ δεν μπορώ, να σκάψω… 
Βοήθα με παιδάκι μου… βοήθα με….  

-Ναι μάνα. 

-Ο κηπάκος αυτός παιδάκι μου, έζησε την φαμελίτσα μου, τώρα χέρσο, θα τον αφήσω;...
Θα τον αφήσω να γίνει έρημο, μπαϊρι; 

Από τώρα;… 

Ακόμα δεν έκλεισα τα μάτια... 

Άμα τα κλείσω και μετά , ας…. 

Βοήθα με, βοήθα με, παιδάκι να τα στυλώσω… 
-Αμέσως μάνα. 
Αλλά, γιατί στενοχωριέσαι;… 
Αμέσως, πηγαίνει στο κρεβάτι, την αντισηκώνει. 
Κάτσε εκεί λίγο της λέει και πάει να της φέρει και το ποτήρι με το κρασί γεμάτο. 

Η γιαγιά με πιο δυναμωμένη την φωνή αναστέναξε  και λέει: 

-Αχ, αχ, ξέρω εγώ!… 
Έχεις νύχια να ξυστείς;… 
Τα ξένα χέρια, παραθαρρεύουν, δεν θεραπεύουν, ότι να σου κάνουνε, ξένα είναι… 
Το κάθε πράμα θέλει  τον άνθρωπό του!... Το κάθε τι, για να προκόψει, πρέπει να το αγαπήσεις!... 
Και τον άντρα  ακόμα, για να τον κρατήσεις, πρέπει να τον καλολογήσεις!… 
Τίποτα δεν γίνεται από μόνο του, με το φου και φου…  και με το κοίταγμα… Θέλει και το κάτι άλλο…  
Θέλει σαν το μικρό παιδί, το χάιδεμα του!…
Όταν μπόραγα, είχα τον κηπάκο μου,  τον είχα  ωραία κουμανταρισμένο, δροσερό, λαμπερό, ζηλεμένο και  όταν έμπαινα μέσα, ήμουνα πλούσια, τα είχα από όλα!.. 

Τώρα μου φαίνεται πως θα καταντήσω να κοιτά, τους άλλους, στα χέρια...  
Το αν θα μου φέρουν να μου δώσουν μια ντομάτα, ένα αγγούρι ένα κρεμμύδι και εκείνα από λίγα, λίγα και αποδοτά 
-Γιατί μάνα τα λες αυτά, σε αφήσαμε, το κάτι τις να σου έχει λειπάσει; 
-Γιατί τα λέω;…  

Να σου  ειπώ, αφού δεν καταλαβαίνεις!.. 


Σε λίγο, μετά, θα είναι όλα, όπως το καταλαβαίνω παιδάκι με την δεκάρα. 
Και τότε δεν κεφαλιώνονται, δεν βρίσκεις άκρη… 
Πάει, πάει, πια, όπως το πάνε, το νοικοκυριό διαλύθηκε…  
Η νύφη της τα άκουσε, όλα αυτά, μηλιά δεν βγάζει. 
Πενήντα χρόνια είναι μαζί, δεν είχανε αλλάξει κουβέντα!.. 
Τώρα, στα τελευταία θα χαλάσουν τις καρδιές τους;…  
Έκανε πως δεν άκουσε, και το ποτήρι με το κρασί της δίνει γεμάτο και την ρωτάει.

Θέλεις μάνα μια σαρδελίτσα, η μια ψίχα ρέγκα να νοστιμέψει το στόμα σου; 

Η γιαγιά με την μία, πίνει το κρασί και το ποτήρι αδειάζει. 

Α! α  α α!...  κάνει από ευχαρίστηση,  απλώνει το χέρι της, της δίνει το ποτήρι. 
Η νύφη της, το παίρνει και πάλι χωρίς να την ρωτήσει, με το κρασί, αυτό γεμίζει. 
Βγάζει και κόβει και παίρνει στο χέρι της, ένα κομμάτι μαλακό ρέγκας, της το δίνει. 


Φα το, της λέει, να νοστιμίσει το στόμα σου και πιες και άλλο λίγο κρασί, να στυλωθεί η καρδιά σου…. 


Η γιαγιά, γλύφει την ρέγκα την μαλακιά και πιάνει,  πίνει και το ποτήρι το κρασί και χίλιες ευχές της δίνει. 

-Να  είσαι καλά παιδάκι μου, να είναι συχωρεμένα τα γονικά σου, οι συμπέθεροι μου, που κάνανε, αναθρέψανε και είχανε τέτοια κόρη!  
Την μεγαλώσανε, την στολίσανε και την δώσανε σε εμένα νε, για κόρη μου, για παιδί μου, να σε έχω…. 
Και  αυτή, η νύφη της, αμέσως τα άλλα, τα λόγια της πεθεράς της, της γιαγιάς τα ξέχασε, τα τελευταία της μείνανε, θυμάται... 
Συγκινήθηκε,   θυμήθηκε τους γονιούς της, δάκρυσε, αμίλητη, σκύβει και την φιλάει...Με τις παλάμες της τα δάκρια της σφουγγίζει...

Την ευχή μου, κόρη μου, η γιαγιά της λέει: 

Να έχετε, υγεία, χαρά και να είσαστε όλοι,  καλά προοδευμένοι, παιδιά και εγγόνια… 
Νύφη παιδάκι μου, ο καιρός διάβηκε και κηπάκος παραπήρε, θέλει σκάψιμο και αναβολή δεν παίρνει. 
Για βοήθα με να σηκωθώ και βρες σε, τον κασμά και φέρτε μου να πάω να τον σκάψω. Πήγαινέ με  μέχρι  τα εδ εκεί και μετά μου φαίνεται, πως από μόνη μου και φέτος αγάλια- αγάλια, θα τα καταφέρω… 
Πέρσι το έσκαψα  καλά, το έσκαψα παλικαρίσια. 
Εφέτος να ιδού με θα τα καταφέρω;… 
Θα το σκάψω  τον κηπάκο καλά, η θα  κοροϊδεύει, με μένα, ο κήπος, ο ντουνιάς και ο κόσμος ούλος… 
Και πιότερο το έχω, που θα  με περιγελά, θα κοροϊδεύει ο κασμάς, με μένα;... 
Αλλά ήρθε  η ώρα του…, η ώρα τους, τώρα όλοι τους, με την κατάντια μου να με περιπαίζουν. 
Ας το έκαναν αυτό και πρώτα!... 
Όλοι, στην αδυναμία  όταν σε βρίσκουν, σε εκμεταλλεύονται... 
Μέχρι πέρσι το έσκαβα και τον φύτευα, καλά, παλικαρίσια, ήταν χαρά Θεού ο κηπάκος μου, χαιρόμουν εγώ και όλοι.  
Χόρτασα  κηπομαγέρεμα, όχι μονάχα εγώ και η φαμελιά μου, αλλά έφαγε,  έφαγε και ούλος ο κόσμος, γνωστοί και φίλοι, ξένοι, περαστικοί, διαβάτες, ντομάτες και αγγούρια… ένα σωρό…  
Άμα είναι το πράμα, όλοι τρώνε… 
Και είναι ευλογία Θεού!.. 
Παράδεισος ήτανε ο κηπάκος μου!...  
Άμα είναι κράνη, τότε είναι λωβά , όχι  μόνο για μένα, για όλους… είναι κακό μεγάλο… 
Τα καλοδουλεμένα, είναι και τιμημένα, όταν τα  καλό δουλεύεις, το προσέχεις  το κάθε τι, τότε  δεν σε αφήνει ποτέ, στο έτσι, στο τσάπα... 

Ναι μάνα το έσκαψες, να γίνεις  και τώρα καλά και σιγά,  σιγά όπως μπορείς, να τον κουμανταρίζεις, άλλα εκατό χρόνια. 


Όχι, παιδάκι μου, όχι τόσα, τι να τα κάνω, ας είναι και λιγότερα. 
Το μόνο που θέλω και παρακαλιέμαι, όσο ζω, τον κηπάκο μου να μπορώ, να περιποιέμαι. 
Και να σου το ξεμολογηθώ,  τώρα εδώ, που είμαστε μοναχές μας. 
Εκεί, μέσα θέλω, αν με αγαπάει ο Θεός, εκεί, όρθια, σκαλίζοντας, κορφολογόντας, τον κηπάκο μου, από εκεί μέσα, όρθια δουλεύοντας, να έρθει να με πάρει… 
Τότε θα είναι καλά!...
Θα είναι καλά για όλους μας, θα είναι ωραία!... 
Τότε θα είναι, η ώρα η καλή,  η ώρα  η  ευλογημένη!...  

Το κρεβάτι παιδάκι μου είναι  σιχαμερό, και ας λένε, ότι σε αγαπάνε οι άλλοι… 
Όχι, όχι, δεν το θέλω… 
Να γινόσανται  αυτά, όπως τα λέω και τα θέλω, θα ήτανε καλά για όλους, δεν θα βαρυγκώμαγε κανένας…. 
Αλλά;… Αλλά….  
-Ναι μάνα τον έσκαβες, και τώρα όλα καλά θα γίνουνε και μη στενοχωριέσαι. 
-Παιδάκι μου τον  έσκαβα ανάποδα, κατωκέφαλα, τον έφτιαχνα νοικοκυρεμένα, να μη τραβιέται το χώμα προς κάτω και γδύνεται ο τόπος, και με  κουβεντιάζει, με κοροϊδεύει ο κόσμος και ο ντουνιάς. 
Μέχρι τώρα, δεν έχω δώσει τέτοιο δικαίωμα, για τέτοια λόγια… Τώρα… δεν πρέπει…

Καλά τον είχες,  τον σκάλιζες, τον πότιζες μάνα  τόσα χρόνια, και όλος ο κόσμος, τον καμάρωνε και έλεγε και λέει, παινέματα, καλά λόγια για σένα… 
Τώρα… γέρασες πια, ας είναι και λιγάκι κατώτερος…  
Η γιαγιά ξαφνιάστηκε, μέριασε από τα αυτιά της το τσεμπέρι της, καλά να ακούσει. 


-Τι είπες νύφη, παιδάκι μου, δεν άκουσα; 


Καλός, καλός, ήταν ο κήπος μάνα και φέτος καλός, καλύτερος θα γίνει… Θα φάμε ζαρζαβατικά, όλοι παιδιά και εγγόνια, το καλοκαίρι, της Παναγιάς που όλοι τότε, θα έρθουν. 


Η γιαγιά Ντίνα με αυτά τα λόγια που άκουσε, ευχαριστήθηκε, που θα μαζευτεί στο χωριό, στο σπιτικό της , το ασκέρι της και ούλη, η φαμελιά της. 

Χαμογέλασε, σήκωσε το τσεμπέρι της και με το χέρι τρίβει τα μούτρα της,  σηκώνει, φτιάχνει τα μαλλιά της, και πήρε άλλη όψη. 
Αντρειεύτηκε και λέει: 


Μέχρι τώρα, νοικοκυρεμένο, κουμανταρισμένο, τον είχα και όσο μπορώ, δεν τον αφήνω, αλλά μέχρι πότε;… 
Από δω και πέρα δεν ξέρω τι θα γίνει;… 
Σε τι χέρια θα πέσει;… 
Αλλά όπως, δείχνουν και φαίνονται τα πράγματα, θα πέσει, σε χέρια Αγαρηνά!...
Και εγώ δεν θέλω να τον αγρικά και να τον βλέπω έτσι να είναι χέρσο- μπαϊρι. 
Κάλιο να μου έρθει τούτη στιγμή σουβάλα…


Η γιαγιά, της ήρθε και τα πήρε… όπως λένε τώρα, στο κράνος…  
Τα  έλεγε της πεθεράς, για να τα ακούσει η νύφη… 
Η νύφη της, κούνησε απότομα το κεφάλι της, έσφιξε τα δόντια της, να μη της ξεφύγει έξω καμιά λέξη, που δεν πρέπει, τίναξε τα χέρια της, έδιωξε την κακιά στιγμή, την σίμωσε και της λέει: 


-Σιώπα, σιώπα μάνα, σιώπα, θα ιδού με, τι θα γίνει, τι θα κάνουμε με τον κήπο, δεν θα τον αφήσουμε,  έτσι, θα τον περιποιούμαστε, θα τον περιποιούμαστε…  


Το βλέπω εγώ, το βλέπω, το καταλαβαίνω, το καταλαβαίνω, όλα τα καταλαβαίνω…  το βλέπω σαν να είμαι εκεί, το πώς θα καταντήσει… 
Τα ξένα χέρια παραθαρρεύουν, δεν θεραπεύουν… 
Αλίμονο, αλίμονο σε μένα και στο νοικοκυριό μου… που…


Καλά είσαι μάνα, καλά είσαι, τον κηπάκο σου και φέτος με το καλό,  παλικαρίσια, όπως πρώτα θα τον περιποιηθείς, θα τον φυτέψεις και βλέπουμε για παρέκει, έχει ο Θεός!...
Εκατό χρονών κοντεύεις!... 
Μια χαρά είσαι, μια χαρά!... 
Δόξα τον Θεό, δόξα τον Θεό να λες… 
Η κότα πίνει  το νερό, σηκώνει το κεφαλάκι της, κοιτάζει τον Θεό και τον δοξάζει!... Εμείς οι άνθρωποι είμαστε…. τι είμαστε… είμαστε αυχαρίστηγοι,  αχάριστοι… 
Κάνε το σταυρό σου μάνα… κάνε το σταυρό σου…  
Δοξασμένος, πέσε να είναι ο Θεός και δοξασμένο το όνομά του! 

Η γιαγιά ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Χα,  χα, χα χα,  ααα. 

Κάνει το σταυρό της και λέει: 


Δοξασμένος να Είναι… και να έχει καλά, όλο τον κόσμο!...
Αλλά εσύ, με το συμπάθιο, νύφη μου, παιδάκι μου, με αυτά που λες, εδώ πα, τα είπες, μη τα λες παρ έξω, μπίτι, μου φαίνεται μυαλό δεν έχεις. 
Ούτε κουκούτσι!... 
Μη λες, μη λες τέτοια λόγια, τέτοια πράγματα, στα παιδιά σου, στα εγγόνια σου, ούτε, για παραμύθια και τα αποκοιμίζεις 
Ακούς , ακούς , η κότα πίνει νερό, σηκώνει το κεφάλι, κοιτάει τον Θεό, και Τον δοξάζει…  κιόλας…. Χα χα  χααα, τι μας λες;…  τι μας λες;… 
Κοιτάς να κοροϊδέψεις εσύ εμένα και  θα τα πιστέψω εγώ… 
Τι μας λες; τι μας λες, τι μας λες. 
Ποιος στα είπε αυτά να λες;…  


Η νύφη της, ξαφνιάστηκε με τα λόγια αυτά της πεθεράς της, που ακούει και αυθόρμητα την ρωτάει: 

Γιατί  μάνα, γιατί, δεν πρέπει να δοξάζουμε τον Θεό, δεν πρέπει;… 
Εκατόν χρονών κοντεύεις... 
Είδες παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, σε λίγο θα ιδείς τρισέγγονο, τι άλλο περιμένεις;...
Τα λογικά σου τα έχεις ούλα, με τα τετρακόσια, τώρα αρχίσανε να σε πονάνε λίγο τα πόδια… 
Μια χαρά είσαι, μια χαρά. 
Μας  έδωσε ο Θεός και σου έδωσε την υγειά σου και φάρμακα μέχρι τώρα, δεν  παίρνεις, αριά και που παίρνεις για τον πονοκέφαλο ένα κουκούτσι καλμόλ και κάπου,  κάπου μια ασπιρίνη και έχεις από τον Θεό παράπονο; 
Να σηκώνουμε το κεφάλι μας προς τα επάνω, σαν την κότα, που πίνει  το νεράκι, που της το έδωσε ο Θεός και δροσίζεται, σηκώνει το κεφαλάκι της ,Τον κοιτάζει, Τον ευχαριστεί, και Τον δοξάζει. 
Ας κάνουμε και εμείς οι άνθρωποι το ίδιο!... 

Χα,χα,χααα, η γιαγιά γελάει… 

Μετά από λίγο σταματά, κάνει το σταυρό της και λέει: 


Τον ευχαριστώ  τον Θεό , τον Χριστό την Παναγιά και όλους τους Αγίους, για όλα τα καλά που απλόχερα μας δίνει. 
Άγιο, μεγάλη η χάρη του και Άγιο και δοξασμένο το όνομα τους!... 
Αλλά… Για αυτό εγώ, είπα και το λέω, ότι καλή είσαι!... 
Είσαι καλή, προκομμένη, είσαι γυναίκα για σπιτικό, για το νοικοκυριό, καλοσυνάτη και καλή γνώμη έχεις, αλλά από μυαλό …. να παίρνει στροφές….
Όλο τον ίσιο, τον δρόμο, πάει… 
Με το συμπάθιο θα στο ειπώ, γιατί είμαστε οι δύο μας, μόνες μας, δεν θα μαθευτεί πιο έξω, αλλιώς, κόρη μου, δεν θα μίλαγα καθόλου, γιατί στους δύο, στους τρεις, ανάθεμα δεν χωράει και το μυστικό δεν κρύβεται,  δεν κρατιέται!... 
Και λόγος που βγαίνει έξω από τα δόντια, μέσα δεν ξανά μπαίνει!.. 
Εμένα μου αρέσεις, όπως είσαι, αλλά  δεν έχεις από μυαλό, ούτε μέχρι μιας κότας, που έχει τόσο δα μικρό,  μικρό, κεφάλι… 

-Τι είπες μάνα είμαι τώρα και άμυαλη;.. 
Αυτά θα ακούσω τώρα;… 
Και άρχισε να κλαίει… 


Κόρη μου, παιδάκι μου:
Όλα τα παινέματα για σένα, τόσα χρόνια τα έχω ειπωμένο, νομίζω δεν ωφελούν πιότερα να ειπώ,  που δεν υπάρχουν λόγια, καλύτερα, άλλα… 
Παινέματα τώρα, περισσότερα  δεν θα ειπώ,  γιατί τα λόγια, φοβάμαι μην είναι λειψά… και σε αδικήσω…
Η δουλειά σου, η προκοπή σου, η καλοσύνη σου, αλήθεια λέω, από μόνη της μιλάει!...

Αλλά νομίζω, ότι με αυτά που λες, εμένα θέλεις να με ξεγελάσεις… 
Ξεγελιέμαι εγώ, ξεγελιέμαι, μικρό παιδάκι είμαι. 
Δεν ξεγελιέμαι, ούλα τα καταλαβαίνω, άμα θέλω  μπορεί να με ξεγελάσει ο άλλος και ας μη ξέρω γράμματα… 

-Όχι μάνα γιατί να σε ξεγελάσω;.. 

Τι να σου πάρω; 
Όλα ό,τι είχες  με την ευχή σου σε όλους μας  από μόνη σου  μας τα έχεις μοιρασμένα, δοσμένα και μας τα έχεις δώσει  ότι  είχες και δεν είχες, χωρίς να στα ζητήσουμε από μόνη σου, με  ευχαρίστηση, χαρισμένα και όλοι μας προκόβουμε, παιδιά και εγγόνια… Τον κηπάκο σου μόνο έχεις κρατήσει, τι να σε ξεγελάσω, να σου πάρω τι;.. 
Την ψυχή!..  
Και από αυτόν τον κηπάκο, όλοι μας τα καλοκαίρια, μέχρι τώρα τρώμε.
Τι άλλο, να σου πάρω;  

Δεν έχω τίποτα για να φοβάμαι μη μου πάρεις, αλλά με αυτά που είπες και λες,  εμένα, κορόιδο, δεν με πιάνεις… 

Επειδή ο Θεός έκανε την κότα λειψή και δεν μπορεί να καταπιεί, νομίζεις εσύ και οι άλλοι, πως έκανε και εμένα;… 
Εσύ και οι άλλοι, να με κοροϊδέψουν;… 
Εμένα;… 
Τούτο, ας το βγάλουν όλοι τους, από το μυαλό τους… Χα, χα ααα. 
Ας το βάλουνε να δουλέψει λίγο!...
Λειψή ,την έκανε  την κότα. Το ποιος;  Δεν ξέρω!... 
Ο Θεός;… 
Και το γιατί;.. Δεν ξέρω… 
Το μόνο που καταλαβαίνω και ξέρω, πως η κότα είναι λειψή, δεν μπορεί το νερό να καταπιεί και σηκώνει το κεφάλι της, για να κατέβει το νερό κάτω... 
Και οι έξυπνοι, οι πονηροί, που τώρα  εσείς τους λέτε, κάπως έτσι άκουσα, λαμόγια, λένε, πως η κότα έχει μυαλό και καταλαβαίνει και δοξάζει τον Θεό, για το κουσούρι που της έχει δοσμένο…  Χα χα χα…  
Κοίτα ρε, με τι παράξενα  και με τον Θεό ακόμα, πως εκμεταλλεύονται και κοροϊδεύουν, οι αθεόφοβοι, οι Θεομπαίχτες, τον κόσμο. 
Νομίζουν θα  … και εμένα... Αμ δε…. 
Και η νύφη μου, όλα αυτά, τα πιστεύει. 
Καλά είναι αυτά, δεν βλάπτουν… 
Αλλά, να θέλουν να τα ειπούνε και σε μένα; 
Για να τις πιστέψω εγώ, αυτές τις σαχλαμάρες;…. 
Τις κουταμάρες;…  
Ο Θεός έδωσε μυαλό, μόνο στο άνθρωπο!...
Το μόνο μυαλό που τους έδωσε, σε  όλα, τα άλλα ζωντανά της πλάσης, της φύσης, τους έδωσε [το ένστικτο] την γνώση,  μεταξύ τους να γνωρίζονται,  για να αυξάνεται η πλάση. 

Η νύφη της, έμεινε  βουβή και αμίλητη, και από μέσα της χωρίς να ακουστεί λέει: 

Για κοιτάτε την,  τι μυαλό και θέληση που έχει. 
Αυτή, αν δεν γκρεμιστεί, να τσακιστεί  και να τριφτεί, σαν το χοντρό το αλάτι, με την θέληση και με το πείσμα που έχει, Θεός να φυλάξει, θα τα διαβεί τα εκατόν είκοσι χρόνια.  
Και εκεί  που αυτά σκεπτότανε, ακούει την γιαγιά να λέει.: 

Νύφη , παιδάκι μου, αυτά, καλά είναι που είπαμε, αλλά όμως, αυτά, δεν μπαίνουν στο τσουκάλι… 

Για πήγαινε μια στιγμή, μια πιλαλίτσα παιδάκι μου και βρες μου, τον κασμά, δεν θυμάμαι σε ποια μεριά τον έχω  βάλει, να δοκιμάσω και να ιδώ, ποιος θα  περιγελάει, ο ένας, με τον άλλον;... 
Εγώ;.. Η αυτός;… 
Και αν δεν τον βρεις, τον κασμά,  φέρε μου το σκαλιστήρι. 
Δίπλα στην πόρτα στην πλόχτη, σε μια μεριά το έχω κρεμασμένο, και με αυτό, στην ανάγκη, θα κάνω την δουλειά μου… 

-Δεν το αφήνεις τώρα μάνα, για αύριο, να δυναμώσεις λιγάκι… 

-Τώρα, είπα κόρη μου… Τώρα… 
Το αύριο ίσον, είναι ποτέ… 
Τώρα, τώρα θέλω, τον κήπο μου να σκάψω, για να μη φρίξει, με μένα ο κόσμος… Ακόμα είμαι ζωντανή… Δεν είμαι και για του παπά το κουταλάκι…  
Με την επιμονή της γιαγιάς, δεν είχε άλλη επιλογή, η νύφη της να κάνει. 
-Αφού το θέλεις μάνα και επιμένεις τόσο πολύ, πηγαίνω. 
-Πήγαινε παιδάκι μου, πήγαινε. 

Επήγε τα βρήκε και τα δύο, τακτοποιημένα, στην θέση τους. 
Εκεί εκάθησε συλλογίστηκε και σκέφτηκε, ποια απόφαση να πάρει; 
Να της πάει τον κασμά, η το σκαλιστήρι; 
Και αμέσως, το αποφάσισε το σκαλιστήρι, που είναι ελαφρότερο για  να της πάει. 
Τον κασμά, να της ειπεί, πως δεν το βρίσκει.  
Και αυτή την στιγμή, της πέρασε από το νου της, να της πει, πως δεν βρίσκει κανένα, μα ούτε τον κασμά, ούτε το σκαλιστήρι.  
Θα φωνάζει λίγο, ή πολύ, θα της περάσει, προκειμένου να γκρεμιστεί. 
Τότε, κοντά στα άλλα,  θα έχουνε και την κατακραυγή του κόσμου, που αφήσαμε μια γριά, εκατό χρονών, στον κήπο να πάει να σκάψει και ποιος σε πιστεύει μετά;… Πως για αυτό τον λόγο, έχουμε μεγάλη γκρίνια;... 
Σκέφτηκε όμως και το άλλο, να της ειπεί: 
Πως δεν τα βρίσκει, ούτε τον κασμά, μα ούτε, το σκαλιστήρι… 
Καλά λέω εγώ, πως θα της περάσει… 
Αν, αν, την βρει κανένα εγκεφαλικό;…  
Τότε;… Τότε;…  
Αν, της το δώσει, μία και καλή, λίγο θα είναι το κακό της. 
Δεν είναι μεγάλο… Εκατό χρονών είναι!... Που θα πάει; 
Δεν της κλαίνε τα παιδιά!... Δεν χάνεται και η πλάση!… 
Αν όμως την αφήσει χάμου, κατάκοιτη στο κρεβάτι;…  
Κακή μου ημέρα και χρονιά, και δεν ξέρουμε το πόσο θα ζήσει!... 
Και γιατί να μη ζήσει;… 
Τι έχει για να πεθάνει; 
Δεν έχει τίποτα!… 
Πεθαίνει έτσι, στα καλά του καθουμένου;…  
Όχι δεν πεθαίνει!… 
Ας της πάω, το σκαλιστήρι και άμα είναι να πάθει κάτι, ας το πάθει…  
Εκεί που είναι και επιθυμία της, η μεγάλη!.. 
Όμως, το να είναι μία και έξω, δεν χάνεται τώρα η πλάση, ούλα τα είδε και χαρές και λύπες… 
Μα νομίζω, πως καλά θα πάει, αν θα πάει!… 
Και το αποφάσισε, το σκαλιστήρι, να της πάει… 

Της το πήγε, το πιάνει στα χέρια η γιαγιά και λέει: 

-Τούτο το πράμα, δεν είναι για δουλειά, είναι, είναι, να παίζουν τα μπεμπέκια. 
Είναι για τα παραθάρρια, να ξεγελάει τον κόσμο ούλον, με το να μαυρίζεις τον κήπος, νομίζοντας ότι τον σκάβεις… 
Σαν κάμποσες, νοικοκυρές, που όταν σκάβουν, γελάει ο κασμάς, με δαύτες… 
Κοίταξε καλά παιδάκι  μου και δεν τον βρήκες;… 
-Κοίταξα μάνα καλά, τόση ώρα και δεν το βρήκα… 
-Που να το έχω ακουμπισμένο; Που;…

Η γιαγιά συλλογιέται και λέει:  

Δεν φαντάζομαι  να μας τον πήρανε!...
Αλλά, τι να τον κάνουν; 
Ποιος έχει τώρα, έγνοια για δουλειά;… 
Όλοι είναι στους καφενέδες…  
-Δεν  νομίζω μάνα… Καμιά φορά σου τον κρύβει και ο διάβολος. 
Μπροστά σου είναι και δεν το βλέπεις… 
-Σε αυτό έχεις δίκιο παιδάκι μου, το έχω και εγώ, πολλές φορές παθημένο… 
Και με αυτό, εδώ, εγώ ,καλά, θα κάνω την δουλειά μου και πολύ καλά, θα την κάνω… 
Ότι  δεν θέλει ο άνθρωπος δεν κάνει,  και ας του πας, και να έχει, όλες τις διευκολύνσεις

Παίρνει η γιαγιά, στα χέρι της το σκαλιστήρι, το γυρίζει ανάποδα, τον κάνει μαγκούρα, ακουμπάει και λέει στην νύφη της. 

-Βοήθησε με  μέχρι να κινήσω
Την βοήθησε, έφτασε σούρνοντας, στον κηπάκο της, επήγε!... 
Δίπλωσε την ποδιά της στην μέση της, σηκώνει από τα χέρια, τα μανίκια της,  βγάζει πετάει τις παντόφλες, από τα πόδια της και στο χώμα ξυπόλυτη πατάει… 
Σηκώνει το σκαλιστήρι της, την πόρτα της Γης με αγάπη κτυπάει!.. 
Ακούει, η Γη  το κτύπημα, την πόρτα της ανοίγει και της δίνει το καρπερό το χώμα! Αυτό χαϊδεύει τα πόδια της γιαγιάς και δύναμη της δίνει. 
Η γιαγιά αλλάζει όψη και γίνεται ορεξάτη!.. 
Σκάβει- σκάβει και το ευχαριστιέται. 
Τον κηπάκο της, βλέπει, φαντάζεται, με ανθούς, καρπούς, γεμάτος και κούραση δεν έχει… 
Αρχίζει, σιγά –σιγά, μελωδικά να λέει το τραγούδι: 
Λεμονάκι μυρωδάτο και από περιβόλι αφράτο….   
Την άκουσε και την είδε ένας περαστικός, που είχε πολλά χρόνια να την δει, που νόμιζε πως είναι ταξιδεμμένη!.. 
Τρόμαξε, ξαφνιάστηκε, την νόμισε για οπτασία… 
Συνήλθε, μονολογεί και λέει: 


Αυτό είναι το μεγάλο, το θαύμα και το αντίθαυμα, το παράξενο το τρανό, και το μεγάλο, να κάθονται οι νιοι  στο καφενέ, να σκάβουν, να φυτεύουν τους κήπους, οι πεθαμένοι!… 
Για να τρώνε, ανίδρωτα, σελέμικα, Ούλοι!… Οι άλλοι!…

.

Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}

29.11.2011


Αφιερώνεται:
Στην αγρότισσα μάννα μου 

.

(χιμ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.