Σεπτέμβριος 25, 2016 - 11:05

Πηγή: Arcadia portal

Μετά την άφιξη του Όθωνα και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, φυσικό ήταν τα «φράγκικα» ρούχα, δηλαδή το παντελόνι για τους άνδρες, και η ευρωπαϊκή γυναικεία μόδα με τα φτερά στα καπέλα και το κρινολίνο να υιοθετηθούν στην πρωτεύουσα. Ωστόσο, στην ελληνική επαρχία η παραδοσιακή φορεσιά δεν ανακαταλήφθηκε, κυρίως από τους γεροντότερους.

Αφορμή για το κείμενο που ακολουθεί, στάθηκε αυτή η φωτογραφία του άγνωστου γέροντα χωρικού σε καφενείο της Τρίπολης, για την οποία πιθανολογούμε ότι τραβήχτηκε ανάμεσα στο 1900 και 1910. Ανήκει στον σπουδαίο φωτογράφο Νίκο Ζωγράφο (1881-1967), ο οποίος γεννήθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε φωτογραφία στο Παρίσι.

Πολύ δύσκολα οι γέροντες, και δη οι χωρικοί, αποχωρίζονταν την πατροπαράδοτη φορεσιά, πόσο μάλλον που η συνήθεια της κατασκευής των ρούχων στο σπίτι εξακολουθούσε να είναι εν πολλοίς επιβεβλημένη.

.

Ποια ήταν, λοιπόν, η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά της Αρκαδίας; 

«Οι φορεσιές που κινούνται στα πλαίσια των βασικών αρχών της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής των τοπικών εθίμων και του καλλωπισμού έχουν ρίζες από το μακρινό παρελθόν και καταγράφονται επί το πλείστον οι γιορτινές και νυφικές φορεσιές. Η φορεσιά διαφέρει σύμφωνα με την ηλικία και την κοινωνική θέση εκείνου που τη φοράει», γράφει η ενδυματολόγος Νίκη Κούλη-Κούρταλη («Η λαϊκή φορεσιά της Αρκαδίας», Α' Παγκόσμιο Διαδικτυακό Παναρκαδικό Συνέδριο, conference.arcadians.gr).

«Οι κοινότητες που είχαν περιορισμένες εμπορικές συναλλαγές και επικοινωνία με άλλες περιοχές είχαν διαμορφώσει αυστηρά ήθη και έθιμα και ακολουθούσαν ένα καθορισμένο τρόπο ζωής. Έτσι λοιπόν και η Αρκαδία έχει το δικό της πολιτισμό, τα δικά της ήθη, τα δικά της έθιμα, τις δικές της συνήθειες και βέβαια τις δικές της φορεσιές.

.

Ανδρικές φορεσιές:

Φουστανέλες, γιλέκο, φέρμελη, ντουλαμάς, καπότα. ράσο, πουκαμίσα, βέστα,
πουκάμισο, μπουντούρι, μπενοβράκι, μειντανογίλεκο. Ιδιαίτερη είναι η φορεσιά του Λεωνιδίου, η Τσακώνικη.

Υλικά: Ζωικές και φυτικές ίνες. Ζωικές: Μαλλί από τα πρόβατα, μαλλί από τα κατσίκια (γίδια) τη λεγόμενη κοζιά και το μετάξι το οποίο καλλιεργούνταν στην Τεγέα. Φυτικές Ίνες: Λινάρι, βαμβάκι και σπάρτο. Βαμβακερά νήματα αγόραζαν διότι το βαμβάκι δεν καλλιεργούνταν στην Αρκαδία. Το λινάρι καλλιεργούνταν πολύ περιορισμένα, το δε σπάρτο το προσέφερε η αρκαδική γη απλόχερα στους κατοίκους της.

.

Η φουστανέλα της Αρκαδίας.

Φουστανελάς ΑρκαδίαςΕίναι μακριά, σταματά κάτω από το γόνατο και είναι καμωμένη από ύφασμα υφαντό ή λευκό ύφασμα «του εμπορίου». Η αυθεντική φουστανέλα έχει 400 φύλλα, 1.200 πτυχές και όχι πιέτες όπως τις ονομάζουν πολλοί. Τα μανίκια του πουκαμίσου είναι πολύ φαρδιά με 5-6 πιετάκια κατακόρυφα, δεξιά και αριστερά από το κούμπωμα. Το γιλέκο, το μεινταλογίλεκο, η φέρμελη της Αρκαδίας είναι σε χρώμα κυανό με μαύρα κορδόνια, κεντημένο με σιρίτια, κουμπιά μαύρα, πλεγμένα με το βελόνι. Με χρυσογάιτανα κεντούσαν μόνον τα γαμπριάτικα γιλέκα. Εξάρτημα της φουστανέλας είναι το σιλάχι της μέσης, το πλεχτό μαύρο ζωνάρι, μήκους τριών μέτρων, με κρόσσια. Η φορεσιά συμπληρώνονταν από μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Οι περικνημίδες μαύρες ή κυανές κεντημένες όπως και το γιλέκο με φούντες και τσαπράζια. Τη φορεσιά αυτή τη φορούσαν τόσο στα προ-επαναστατικά χρόνια οι κλέφτες και οι αρματωλοί όσο και κατά την επανάσταση του ’21 οι αγωνιστές. Ως επίσημη εθνική ενδυμασία την καθιέρωσε ο βασιλιάς Όθωνας. Εκείνη την περίοδο καθιερώθηκε το ριγέ ζωνάρι με μπλε-άσπρες ρίγες και κρόσσια. Το φέσι, ο μαύρος ή κόκκινος σκούφος με τη μεταξωτή φούντα, αποτελεί εξέλιξη του μαντηλιού.

Έξω απ’ όλα αυτά φορούσαν τον ντουλαμά, ρούχο εφαρμοστό ως τη μέση και πολύπτυχο κάτω. Ένα είδος σημερινής ρεντικότας. Αυτό βέβαια το φορούσαν οι άντρες εκείνοι που είχαν κοινωνική και οικονομική επιφάνεια, οι υπόλοιπο φορούσαν το ράσο ή την καπότα.

.

Πουκαμίσα:

Υφαντό καρό ύφασμα σε χρώμα λευκό, κυανούν, κόκκινο σκούρο. Αυτό φοριόταν στην ευρύτερη περιοχή της Τριπόλεως και κυρίως της Νεστάνης. Από τη μέση και επάνω είναι με πιέτες, ωμίτες και πλούσιο διάκοσμο από το ίδιο το ύφασμα ενώ από τη μέση και κάτω φτάνει στη μέση του μηρού με πολλές πιετούλες.Τα κουμπιά ήταν διαφορετικών χρωμάτων ενώ υπήρχε τσεπάκι λοξό με μαντηλάκια μικρά από τα χρώματα που είχε η πουκαμίσα.

Στην επαρχία Γορτυνίας με πρωτεύουσα τη Δημητσάνα, το ρούχο αυτό ενώ είναι ίδιο και απαράλλακτό στην κατασκευή, είχε διαφορά στην ονομασία και το χρωματισμό. Στη Γορτυνία λοιπόν λεγόταν βέστα και τα χρώματα ήταν πιο σκούρα. Επικρατούσε το γκρι, το μπεζ και το πολύ σκούρο κόκκινο. Υπήρχε και άλλη μια διαφορά: καρό βέστες φορούσαν μόνον οι φτωχοί. Οι πιο πλούσιοι που ήταν καλοαναθρεμμένοι φορούσαν ριγέ σε χρώμα μπεζ ανοιχτά, με μπλε ραφ ρίγα. Μας το βεβαιώνει άλλωστε και το τετράστιχο:

Καρό φοράν οι μπιστικοί
ριγέ οι αρχοντάδες
που’ χουν γεμάτη την κοιλιά
η τσέπη έχει παράδες.

Η ρίγα, έχει την ιδιότητα να δείχνει τους εύσωμους πιο αδύνατους, έτσι δεν γίνονταν στόχος στους πεινασμένους. Κάτω από την πουκαμίσα ή τη βέστα φορούσαν πλεκτό βρακί από προβατόμαλλο ή βαμβακερό λευκό ή μαύρο βαμβακερό που σούρωνε με κορδόνι στη μέση και στο κεφάλι σκουφάκι μαύρο.

Όσο εξέλιξη και μόδα προχωρούσε, το βρακί και το σουρωτό παντελόνι αντικαταστάθηκε με κανονικό παντελόνι. Από πάνω φορούσαν την καπότα, φτιαγμένη από κοζιά μαύρη (κατσικίσιο μαλλί) υφαντή, με μανίκι και κατσιούλα (κουκούλα) και δύο ανοίγματα για να βγάζουν τα χέρια, ειδικό για τη βροχή. Συνήθως τη φορούσαν οι τσοπάνηδες διότι η κοζιά ήταν αδιάβροχη. Ράδο υφαντό στον αργαλειό από μάλλινο στημόνι και υφάδι χτυπημένο στη νεροτριβή, ανοιχτό κατακόρυφα, κούμπωνε με τσαπράκια (μεγάλες κόπιτσες), χτυπημένο στη νεροτριβή με μανίκια και κατσιούλα.

.

Μπουντούρι ή μπενοβράκι:

 Παντελόνι φαρδύ, κάτω από το γόνατο σουρωτό στη μέση. Φοριόταν με πλεκτές μαύρες κάλτσες και τσαρούχια μαύρα με καρό υφαντά πουκάμισα χωρίς γιακά, μανίκια με μανσέτα και γιλέκο.

.

Βλάχικη φορεσιά:

 Μεταγενέστερη. Μαύρο παντελόνι, μαύρο γιλέκο με κόκκινη επένδυση, κόκκινο μαντηλάκι τρίγωνο ή λευκό στο λαιμό, πουκάμισο άσπρο με φαρδιά μανίκια στη μέση, ζωνάρι πλεκτό. Το χρώμα του ζωναριού ήταν επί το πλείστον μαύρο, εκρού ή ριγέ γκρι-άσπρο.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τη μεγαλύτερη θητεία ως πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων έκανε ο γιατρός Ιωάννης Δ. Δημόπουλος. Συνολικά χρημάτισε πρόεδρος 21 χρόνια (1936-1953, 1956 και 1962-1964). Επί προεδρίας του χτίστηκε το σχολείο στο χωριό, συνεχίστηκε το χτίσιμο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και έγινε η διάνοιξη του δρόμου για αυτοκίνητα από το Αγιώργη Σαρά μέχρι το χωριό.