Πώς να εξηγήσει κανείς σήμερα στους νέους τι σημαίνει «ξέλαση» και πολύ περισσότερο πώς να τους βάλει στο κλίμα που επικρατούσε στη δεκαετία του 1950 στο χωριό μας, στις ανθρώπινες σχέσεις εκείνης της εποχής, στις ΄΄σεμπριές΄΄ και ΄΄δανικαριές΄΄, στις γεωργικές εργασίες και γενικά στην αλληλοβοήθεια των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή. Η λέξη ξέλαση (έλκω έξω) ήταν μια εργασία των ανθρώπων που αποσκοπούσε στο να βγάλουν από το ΄΄τρουμπούκι΄΄ του αραποσιτιού τα ΄΄πούσια΄΄, τα φύλλα δηλαδή που κάλυπταν τον καρπό του. Για να γίνει αυτό ξεφλούδιζαν το αραποσίτι λίγο στην κορυφή, τραβούσαν με δύναμη τα φύλλα προ τα πίσω και στη συνέχεια τα έκοβαν και τα πετούσαν σε ένα μέρος, ενώ το γυμνό πλέον αραποσίτι το έριχναν μέσα στα κοφίνια.

Αυτή λοιπόν η εργασία έπρεπε να γίνει ευθύς αμέσως μετά τη συγκομιδή του αραποσιτιού, γιατί η σοδειά που ήταν μαζεμένη σε σωρούς άναβε από τη ζέστη και την υγρασία, με κίνδυνο να μουχλιάσει και να σαπίσει ο καρπός. Η διαδικασία της ξέλασης απαιτούσε πολύ χρόνο. Για να τελειώνει γρήγορα μαζευόντουσαν στο σπίτι του ΄΄νοικοκύρη΄΄ συγγενείς, γείτονες και φίλοι -κυρίως γυναίκες- και μέσα σε ένα βράδυ -μέχρι τις μεταμεσονύχτιες ώρες- τελείωνε η εργασία. Τον συντονισμό και το κουμάντο της όλης διαδικασίας, τα είχε συνήθως η κυρά του σπιτιού. Αυτή κανόνιζε ποιους θα καλέσει, τι θα τους φιλέψει τις ώρες που θα δουλεύουνε, πού θα απλώνει τα ξεφλουδισμένα αραποσίτια για να στεγνώσουν, που θα συγκεντρώνει τα πούσια και όλες γενικά τις λεπτομέρειες για να κυλήσει η βραδιά ευχάριστα. Η ξέλαση εκτός από το συγκεκριμένο σκοπό είχε και κοινωνικό-ψυχαγωγικό περιεχόμενο. Γι΄αυτό αυτοί που πήγαιναν να βοηθήσουν -άνθρωποι της ίδιας περίπου κοινωνικοοικονομικής τάξης- το έκαναν ευχάριστα και με την καρδιά τους. Το ίδιο συνέβαινε και σε άλλες γεωργικές εργασίες όπως ήταν το βοτάνισμα, ο θέρος, το σκάλισμα κλπ.

Θυμάμαι λοιπόν μια «ξέλαση» σε γειτονικό πανωμαχαλίτικο σπίτι, εδώ και πενήντα χρόνια. H σπιτονοικοκυρά -η θεια Ντίνα- είχε καλέσει σχεδόν όλη τη γειτονιά, γιατί εκείνη τη χρονιά είχε βρέξει τον Αύγουστο και η σοδειά ήταν από τις καλύτερες. Είχαν λοιπόν μαζευτεί πάνω από δέκα γυναίκες και δυο-τρεις άντρες. Είμαστε ακόμη και τέσσερα μικρά παιδιά. Μόλις σουρούπωσε και οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί από τις δουλειές του, άρχισαν να πηγαίνουν στο σπίτι της θεια Ντίνας.

Η σπιτονοικοκυρά είχε στρώσει κάτω σαΐσματα, ματαράτσια, κουρελούδες και αντρομίδες και είχε μαζέψει σκαμνάκια και μαξιλάρια (γεμισμένα άλλα από μαλλί και άλλα από πούσια), για να κάτσει ο κόσμος. Εκεί δίπλα υπήρχαν κοφίνια μικρά και μεγάλα, δισάκια και τορβάδες και ότι άλλο θα βοηθούσε στο κουβάλημα του αραποσιτιού από τους σωρούς πού ήταν μαζεμένο (στο χαγιάτι, στο γκιλέρι και μέσα στη σάλα), στο μέρος που θα γινόταν η ξέλαση.

Οι γυναίκες κάθισαν γύρω-γύρω και οι άντρες άρχισαν να κουβαλάνε με τα κοφίνια τα αραποσίτια και να τα αδειάζουν μπροστά από τις γυναίκες, οι οποίες αμέσως άρχισαν το ξεφύλλισμα. Αφού είχε προχωρήσει η διαδικασία και είχαν συγκεντρωθεί αρκετά πούσια, οι άντρες τα μάζευαν, τα έβαζαν σε λινάτσες και τα άδειαζαν πάνω σε ένα ματαράτσι, για να τα τακτοποιήσει η νοικοκυρά την άλλη ημέρα. Τη φούντα (τα γένια), που είναι το μόνο άχρηστο από το φυτό του καλαμποκιού, το πετούσαν. Από την αρχή σχεδόν της ξέλασης η ομήγυρης άρχισε σιγά-σιγά τα τραγούδια. Τραγούδια δημοτικά πού υμνούσαν τα νιάτα και τη λεβεντιά, τα όμορφα μαύρα μάτια μιας κοπέλας αλλά και τα καπρίτσια της, καθώς και τραγούδια σκωπτικά που παρέπεμπαν σε ερωτικές ιστορίες και γενετήσιες λειτουργίες. Και ενώ η διαδικασία προχωρούσε ευχάριστα η θεια Ντίνα έφερε τα καλούδια της να φιλέψει τους καλεσμένους: Μουστοκούλουρα και καρύδια, σουτζούκια, ρακί για τους άντρες, ξερά σύκα, φέτα βαρελίσια που μύρισε όλο το σπίτι άρμη και μπομπότα. Είχε κρατήσει από τον προηγούμενο χρόνο αραποσιτάλευρο και ζύμωσε την κουλούρα το απόγευμα και τη φούρνισε με το ηλιοβασίλεμα. Ήταν ακόμη ζεστή. ΄Έφερε και κρασί από το βαρέλι και άρχισε το φαγοπότι, χωρίς να διακοπεί το ξεφύλλισμα.

Το κέφι είχε ανάψει και τα πρόσωπα όλων ήσαν χαρούμενα. Τα τραγούδια και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν. Οι μεγαλύτερες γυναίκες πείραζαν τις μικρότερες, κυρίως τις ανύπαντρες και αρραβωνιασμένες. Βοηθούσε βλέπετε σε αυτό και το αραποσίτι, το σχήμα του οποίου παρέπεμπε σε συνειρμούς σεξουαλικού περιεχομένου. Η ποιο χωρατατζού της βραδιάς ήταν η θεια Γιωργιά. Έλεγε ιστορίες παλιές, άλλες αληθινές και άλλες ΄΄από την κοιλιά της΄΄ και έκανε την παρέα να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Κάπου-κάπου απευθυνόταν και σε μας τα παιδιά και μας έλεγε:

«Ρε μαμούρια μην ακούτε σεις, βουλώστε τα αυτιά σας. Πηγαίνετε να σβερκωθείτε».

Η παιδική μας βέβαια περιέργεια και αυτά τα παράξενα και υπονοούμενα που ακούγαμε μας έκανε να μην το κουνάμε ρούπι και όχι μόνο μας κράταγε άγρυπνους -παρόλο το προχωρημένο της νύχτας- αλλά και μας ανάγκαζε να τεντώνουμε τα αυτιά μας, μη μας ξεφύγει τίποτα. Θυμάμαι που η θεια Γιωργιά έδινε οδηγίες στις άλλες γυναίκες να μην αφήνουν πάνω στα φύλα, την ουρά από το κότσαλο. Τους έλεγε πως με τα πούσια γεμίζουν τα ματαράτσια για στρώματα στα κρεβάτια και αν μείνουν οι μύτες στα πούσια μπορεί να μελανιάσουν κανένα πισινό και άιντε μετά να το δικαιολογήσεις ότι αυτό δεν είναι από χέρι. Έτσι με τραγούδια και καλαμπούρια κύλησαν οι ώρες, κουραστικές βέβαια αλλά πολύ ευχάριστες και η ξέλαση τέλειωσε. Σηκώθηκαν οι γυναίκες χαμογελαστές, τίναξαν τις ποδιές τους καληνύχτισαν και έφυγαν.

Η θειά-Ντίνα θα άπλωνε την άλλη ημέρα το αραποσίτι να ξεραθεί, ώστε να ακολουθήσει το στούμπισμα και να ξεχωρίσει ο καρπός από το κότσαλο.

Με τον καρπό αυτό γέμιζαν οι άνθρωποι του μόχθου τα κασόνια της οικογένειας, για τις ανάγκες της επόμενης χρονιάς και μαζί με αυτά γέμιζαν και τις καρδιές τους, αφού έβλεπαν τους κόπους τους να πιάνουν τόπο. Ήταν προφανώς η αίσθηση της αφθονίας που τους προκαλούσε η καλή σοδειά και η σιγουριά για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Συναισθήματα στην πλέον πρωτόγονη και αυθεντική τους μορφή, που οι νέοι σήμερα δεν μπορούν να τα βιώσουν, αφού η εξέλιξη της κοινωνίας και της τεχνολογίας έχει αλλάξει ολοκληρωτικά το τρόπο ζωής τους.

Θεωρώ πως εμείς είμαστε τυχεροί που ζήσαμε και αυτή τη μορφή της ζωής. Ασφαλώς τα παιδιά μας και οι νέοι θα ζήσουν πράγματα που εμείς δεν πρόκειται να ζήσουμε.

Έτσι είναι η ζωή. Κύκλος.

Τουθεύς


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.