Γεωργίου Δ. Βέργου

Εδώ που κάθομαι, ως ογδοντάρης πλέον, σκέφτηκα να γράψω κάποια διασκεδαστικά πράγματα που έζησα ο ίδιος, ή άκουσα από τους μεγαλύτερους, στο χωριό μας, έτσι για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, για τη ζωή στου Σέρβου, πριν 60 και πλέον χρόνια. Κυρίως αφορούν την περίοδο της δεκαετίας του 1950 και μέχρι το 1965, που έφυγα για την Αθήνα.  Λίγα-λίγα, θα τα γράψω σε συνέχειες.  Αυτά που θα γράψω αφορούν, χωρίς διάκριση, και τα δύο φύλλα, απλά για λόγους πρακτικούς, το πρώτο αφιερώνεται στις γυναίκες του χωριού, και το δεύτερο στους άντρες. Στη συνέχεια βλέπουμε…

Οι συνθήκες ζωής εκείνη την εποχή στο χωριό, δεν έχει καμία σύγκριση με τη σημερινές ζωής, είτε στην πόλη, είτε στο χωριό. Να σκεφτεί κανείς ότι οι πιο πολλές γυναίκες μέχρι το 1945, ίσως και αργότερα, δεν πήγαιναν σχεδόν καθόλου στο σχολείο ή όσες πήγαιναν δυο-τρία χρόνια, μάθαιναν  μόνο να γράφουν το όνομά τους. Με τις τόσες δουλειές, μέσα και έξω από το σπίτι, που να βρεθεί χρόνος για μόρφωση και των κοριτσιών! Οι πιο πολλές  γυναίκες δεν είχαν ταξιδέψει με λεωφορείο, ούτε είχαν  δει ποτέ θάλασσα.

Θυμάμαι μια  συγχωριανή μας, που είχε πάει στις αρχές του 1960 στη Δημητσάνα με τα πόδια, και για να επιστέψει μπήκε στο λεωφορείο. Μόλις ξεκίνησε αυτό το «θηρείο» και άρχισε να τρέχει, η γυναίκα πανικοβλήθηκε και φοβήθηκε πως το λεωφορείο θα πέσει στο γκρεμό. Με τα χέρια στο πρόσωπο και τρέμοντας έμπηξε μια φωνή: 

Αχ κακοπόπαθα, …Κρατήτετο να κατεβώ.

$  Εκλογή λαϊκών δικαστών στο χωριό μας, την περίοδο της κατοχής. 

Είναι σε όλους γνωστό ότι εκείνη την άσχημη περίοδο στη χώρα, λειτουργούσαν τα «λαϊκά δικαστήρια».

Στο χωριό μας λοιπόν «στήσανε κάλπες» για να εκλέξουνε τους δικαστές!  Κατά τη διαλογή των ψηφοδελτίων όμως, η εφορευτική επιτροπή διαπίστωσε ότι ήταν τόσο άσχετοι αυτοί που είχαν ψηφιστεί, ώστε αποφάσισε  να υποδείξει αυτή τους πιο άξιους και να ξαναψηφίσει …ο λαός. 

Ανοίγουν λοιπόν τη σόμπα, και καίνε όλα τα ψηφοδέλτια, τα οποία ήταν γραμμένα σε ότι χαρτί εύρισκε ο καθένας, διότι εκτός των άλλων προβλημάτων, στην κατοχή υπήρχε μεγάλη έλλειψη χαρτιού, παγκοσμίως. Κάνουν καινούρια κατάσταση υποψηφίων και βάζουν πρώτο, αυτόν που θεωρούσαν αυτοί …τον πιο κατάλληλο.  

Το αποτέλεσμα που ανακοίνωσε η εφορευτική επιτροπή, προφανώς μετά το σχετικό μαγείρεμα,  ήταν πως αυτός που ήταν πρώτος στην κατάσταση, πήρε το σύνολο των ψήφων, πλην μιας.  Έτσι ο «πρώτος επιτυχών»  πήρε τα πάνω του, και κορδωμένος γύριζε μέσα στο χωριό και φώναζε πως, αυτός που δεν τον ψήφισε ήταν ο ίδιος, και πως όλο το άλλο χωριό τον ψήφισε!

Και να σκεφτεί κανείς, πως τα λαϊκά δικαστήρια εκείνη την εποχή, είχαν μεγάλη δύναμη. Είναι γνωστό ότι στο χωριό μας εξόρισαν κάποιο πατριώτη στη Λακωνία για πολλά χρόνια, με αμφίβολη κατηγορία. Άσχετα που αυτός έμεινε στον τόπο της εξορίας, και σημείωσε εξαιρετική πρόοδο στη ζωή του, και πολλοί τον ζήλευαν γι αυτή του την πρόοδο.

 Επίσης οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών, συχνά δημιουργούσαν αντιδικίες μεταξύ δικαστών και δικαζόμενων, και συχνά άκουγε κανείς φράσεις όπως:  «…Εφτού που είσαι ήμουνα και εδώ που είμαι θάρθεις, και τότε θα τα ειπούμε…». «…θα σου δείξω εγώ, κύριε …δικαστά…» κλπ. κλπ.

$   Το μπαρέζι και πώς να το βάψουμε.

Μία χωριανή μας πήγε να πάρει μπογιά, στο παντοπωλείο που ήταν απέναντι από το μαγαζί του Ν. Τρουπή (σήμερα είναι σπίτι), να βάψει το μαντίλι που φορούσε στο κεφάλι της (μπαρέζι το έλεγαν). Ο καταστηματάρχης όμως έπαιζε κολιτσίνα  με ένα συγχωριανό του, και όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω στο χαρτί. 

- Θέλω λίγη μπογιά, ξέρεις εσύ, να βάψω το μπαρέζι μου, του λέει.

-Τώρα παίζω, έλα αργότερα, της απαντάει αυτός.

Αυτή όμως επέμενε και δεν έφευγε, παρόλο που της είπε στη συνέχεια πως δεν έχει καθόλου μπογιά. Παρεμβαίνει τότε και ο συμπαίκτης και του λέει:

-Σήκω ρε σύ και δώσε της γυναίκας τη μπογιά, να κάνει τη δουλειά της.

Σηκώνεται φουριόζος ο καταστηματάρχης, της βάζει  τη μπογιά σε ένα χαρτάκι, το τυλίγει και της το δίνει. Απευθυνόμενος δε στο συμπαίχτη του λέει:

- Έλα, ποιος κάνει (ποιος μοιράζει χαρτιά, δηλαδή);

Η γυναίκα έφυγε γρήγορα-γρήγορα να παέι να βάψει το μπαρέζι.

Δεν πέρασε πολλή ώρα που ξαναφαίνει  στο Ιερό της Κοίμησης της Θεοτόκου, ωρυόμενη, με τα χέρια τεντομένα και  βαμμένα πράσινα:

-«ρε αχαΐρευτε, τι μου  έκανες;» « τι θα φορέσω τώρα;», «τι μπογιά μούδωκες;», «τήρα τα χέρια μου;» «με τέτοια μπογιά ρε βάφουμε τα μπαρέζια;) και άλλα πολλά. 

Προφανώς ο μαγαζάτορας, με το μυαλό στην κολιτσίνα, δεν έκανε την κατάλληλη ανάμειξη, ώστε το μπαρέζι να γίνει σκούρο, όπως συνηθιζόταν στο χωριό, και έγινε πράσινο!!  Τι της απάντησε αυτός; 

-Σου είπα, να φύγεις. Αφού δεν έφευγες, σου έδωσα ότι βρήκα!

-Α έτσι έ;… είπε η καψερή, και έφυγε …ψέλνοντας.

Μην ξεχνάμε ότι, για να αγοράσει ένα μαντίλι κεφαλής μια γυναίκα τότε στο χωριό, ήθελε 12-15 δραχμές. Το μεροκάματο για θέρο ή σκάψιμο ήταν 10 δραχμές.

$      Άλλη η «πάστα» του χωριού και άλλη αυτή της πόλης

Πατριώτισσά μας βρέθηκε στην Τρίπολη, και περίμενε το λεωφορείο στο πρακτορείο, για να επιστρέψει στο χωριό. Εκεί ήταν και ένας πατριώτης, οικογενειακός φίλος, που και αυτός θα πήγαινε στο χωριό.

Επειδή είχαν ώρα μέχρι να φύγει το λεωφορείο, της είπε να μη σταλίζουν εκεί και να πάνε μέχρι το διπλανό καφενείο-ζαχαροπλαστείο να καθίσουν, και να πάρουν και κάτι τις. Πράγματι πήγαν, κάθισαν και τη ρώτησε ο πατριώτης τι θέλει να την κεράσει. Για να μην τον προσβάλει και του πει πως δεν θέλει τίποτα, του λέει:

-Ότι πάρεις εσύ να πάρω κι εγώ.

-Εγώ, της λέει αυτός, θα πάρω μια πάστα.

- Έ, ας φέρει το ίδιο και σε μένα,

απαντάει αυτή, ξενόρεξα,  γιατί σκέφτηκε πως «πάστα» (έτσι λέγανε στο χωριό τον τοματοπελτέ) είχε κάμποση στο σπίτι της, και δεν υπήρχε λόγος να τη φάει στο καφενείο και να υποχρεωθεί και στον άνθρωπο.   Επιπλέον, άρχισε κάπως να ιδρώνει μέχρι να φέρει ο καφετζής την πάστα-γλυκό, γιατί σκεφτόταν πως θα φάει αυτό το «πράμα», τον τοματοπελτέ. Έφερε ο καφετζής τις πάστες, και παρακολουθώντας  πως την τρώει ο πατριώτης, την έφαγε και αυτή με το κουταλάκι, αφού του ευχήθηκε στην υγειά του.  Όταν τέλειωσε,  …γυάλισε  το μάτι της από τη νοστιμιά, ευχαρίστησε τον πατριώτη και τότε κατάλαβε πως υπάρχουν και άλλα ωραία και νόστιμα πράγματα στην πόλη, πέρα από  αυτά που αυτή ήξερε στο χωριό της, και το δικό της τοματοπελτέ.

 

4.      Τι είναι αυτό το πράμα;

Δυο αδελφές πατριώτισσές μας, πήγαν στα Λαγκάδια  (πράγμα που ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, να πηγαίνουν δηλαδή σχεδόν κάθε εβδομάδα πολλοί πατριώτες εκεί), να ψωνίσουν και να δουν και το παιδί που είχε η μία στο Γυμνάσιο.

Εκεί που περπατούσαν στην πλατεία ήρθε μια μοτοσυκλέτα με παγωτά, που τα κρατούσε παγωμένα ο παγωτατζής, με ξηρή αμμωνία.  (Τότε δεν πουλούσαν παγωτά στα χωριά, δεν υπήρχαν ψυγεία κλπ). Το παιδί ζήτησε από τη μάνα του να του πάρει ένα παγωτό. Πράγματι η μάνα πήρε το παγωτό στο παιδί και  πήρε ένα ακόμη για το  άλλο παιδί στο χωριό. Το έβαλε στην  τσέπη της ποδιάς της, και μετά από λίγο κατηφορίσανε οι αδερφές το δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσανε στο ποτάμι στου «Μπούφι»,  βλέπει η μία αδερφή, την ποδιά της άλλης αδερφής, βρεγμένη  και κάτι να στάζει.

-Γιατί είναι βρεγμένη μωρή-αδερφή η ποδιά σου;

-Αχ κακοπόπαθα η «μαυρούλα», λέει εκείνη.

Κείνο το πράμα που πήρα, φαίνεται πως έλειωσε το έρημο. Μάλλον χαλασμένο θα ήτανε.  Λες να πάθει τίποτα το παιδί;

 Άει να χαθεί εκεί που βρέθηκε μπροστά μας. 

και βάζει το χέρι στην τσέπη και πετάει ότι είχε απομείνει,  λερώνοντας το χέρι της. 

-Σαν νάχει γάλα μωρή αδερφή, μου φαίνεται…

.

Η συνέχεια …για τους άντρες του χωριού μας

.

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.