.
ΕΥΘΥΜΑ ΚΑΙ ΣΟΒΑΡΑ.
Δημήτρης Κουκουζής
ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ
Περικαλλές και περίοπτον διδασκαλείον
|
«Aμα δε τω ήρι αρχομένω, ούσης οψίας, φάλαγξ τράκοντα και πέντε γυμνασιοπαίδων (αρρένων τε και θηλέων) εξελαύνει Λευκοχωριόθεν αναβαίνουσα οδόν ανάντη, δύσβατον και χαλεπήν λίαν. Απαντες δε είχοντο πεφορτωμένοι εν τοις ώμοις αυτών βιβλίοις, ωνίοις και λοιποίς εφοδίοις της εβδομαδιαίας διαβίωσης. Πορευθέντες σταθμούς δύο και παρασάγγας τρεις αφίκοντο εις θέσιν ΤΡΕΙΣ ΒΡΥΣΕΣ, ένθα τρεις λίθινες, ξεστές κρήνες εν τόπω χλοερώ, ανέψυξαν αυτούς σταθέντας επ ολίγον.
Εντεύθεν, αναστάντες, επορεύθησαν σταθμόν ένα, χαλεπόν λίαν επί ΑΡΟΥΛΙΑΚΟΥΣ. Ενταύθα έδει αυτούς διαβήναι κατάκρημνον οδόν εφ η εφοβούντο μη επιθοίντο, αυτοίς διαβαίνουσι, λίθοι και κέραμοι άνωθεν ΣΠΑΣΤΗΡΑ εξικνούμενοι. Ετι δε εκείσε βορράς εναντίος έπνει αυτοίς. Εκείθεν μετά μίαν παρασάγγαν αφίκοντο εις ΛΑΓΚΑΔΙΑ κώμην οικουμένην, ευδαίμονα και μεγάλην, ένθα έκτισται λαμπρόν, περικαλλές και περίοπτον Διδασκαλείον μετά πολλών αναβαθμίδων φέρον επιγραφήν ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΛΑΓΚΑΔΙΩΝ. Ενταύθα πεφωτισμένοι παιδαγωγοί δύο και δεκα ανέμενον αυτούς παιδαγωγείσαι, ως αν βέλτιστοι εν γραμμάτοις είεν και ως καλοί καγαθοί πολίται εν διαγωγή αναδειχθείεν, καθώς η ένδοξος παράδοσις του Διδασκαλείου τούτου, αυτοίς παλαιόθεν επέβαλεν αποδεικνύναι…»
Καταλάβατε ήδη ότι βρισκόμαστε στη…. «Λαγκαδίων Ανάβαση» με ορολογία από την Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντα. Για να θυμηθούμε τα Αρχαία Ελληνικά που διδαχθήκαμε στη τότε τέταρτη τάξη του Γυμνασίου. Δύο όμοιες αναβάσεις ανηφορικές και κοπιαστικές απέχουσες χρονικά πάνω από δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια! Δύο παράλληλες πορείες αγωνιώδεις με περιπέτειες και στερήσεις αλλά και με ενδιαφέρον και όνειρα. Οι μεν αναζητούντες την επιστροφή στη πατρίδα, οι δε αναζητούντες την παιδεία και τη γνώση.
Στις 25 του Σεπτέμβρη κάθε χρόνο άνοιγε τις πόρτες του ξανά το Γυμνάσιο Λαγκαδίων. Μάζευε πάλι «εκ δυσμών και βορρά και θαλάσσης και εώας» τα τέκνα του, τα πολυπληθή τέκνα του: 450 τον αριθμό! Στην εποχήν μου 30-40 Λευκοχωριτόπουλα «επανδρώναμε» όλες τις τάξεις του Γυμνασίου που τότε ήταν εξατάξιο (δεν υπήρχε Λύκειο). Μέρες πριν από την έναρξη της σχολικής χρονιάς είχαμε φροντίσει να βρούμε σπίτι να μείνουμε. Μέναμε σε ακατοίκητα ή σε μικρά δωμάτια με ενοίκιο που έφτανε το υπέρογκο ποσό των 20 με 30 δρχ. μηνιαίως! Σαν άλλοι μαστόροι κλείναμε τις παρέες (μέναμε δυό - δυό μαζί και τρεις ακόμη). Ετοιμάζαμε τα εργαλεία μας (προμηθευόμαστε δηλ. τα βιβλία), κάναμε τις προμήθειές μας (επισκευή παπουτσιών, μπάλωμα ρούχων) και «σαϊκώναμε» τα κλινοσκεπάσματα μας (σαΐσματα και μπαντανίες).
Κάθε Κυριακή απόγευμα λοιπόν όλοι οι «γυμνασιόπαιδες» είμαστε έτοιμοι για την αναχώρηση. Από τη «δημοσιά» δινόταν το χαρακτηριστικό σφύριγμα και νάμαστε όλοι έτοιμοι για την ανηφορική πεζοπορία. Με την στολή μας (πηλίκιο οι μαθητές και ποδιά οι μαθήτριες) και τα «συμπράγκαλά» μας στον ώμο (σακούλια με τα «αναχρικά» μας, τρόφιμα, τσάντες με βιβλία, παλτό ή αδιάβροχο κ.λ.π.). Πεζοπορία δυο ωρών. Για λεωφορείο ούτε λόγος να γίνεται. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν για όλους απαγορευτική. Λευκοχώρι - Λαγκάδια = δραχμές 3,30. Δηλαδή τιμή απλησίαστη! Την πεζοπορία δεν την φοβόμαστε. Ούτε τις καιρικές συνθήκες. Είμαστε «ψημένοι» από τέτοια. Ακόμα και το βάρος από τα «ψωμοτσάρουχα» στην πλάτη τόχαμε συνηθίσει. Εκείνο που μας βάραινε τα βήματα βρισκόταν μέσα μας.
Στις τρεις βρύσες.
Από αριστερά όρθιοι: Χαρ. Σκούρος, Δ. Κουκουζής,
Θαν. Αντωνόπουλος, Ν. Ππαθεοδώρου, Γ. Χούπας
και Γ. Σπηλιόπουλος.
Καθιστοί: Μαρ. Αδαμόπουλος, Σπηλ. Χριστόπουλος,
Π. Παπακ/νου, Παναγιώτα Κουκουζή, Άννα Οικονόμου.
|
Ήταν η πίκρα της ξενητειάς.
Ξένα και πικρά ήταν για μας τα Λαγκάδια. Είναι πικρό και βαρύ σε ηλικία 12 ετών να παίρνεις το δρόμο για τα ξένα. Μακριά από το σπίτι σου, τους δικούς σου, το χωριό σου. Σε νέο χώρο, όπου σε περιμένει πολλή δουλειά, πολύ κρύο, πολλές αντιξοότητες και πολλοί καθηγητές (μαζί τους και ο αυστηρός Σταθόπουλος). Ένα βήμα λοιπόν πηγαίναμε μπροστά και δύο ο νους μας γύριζε πίσω στο χωριό. Κάθε στροφή που «σκαπετάγαμε» γυρίζαμε το κεφάλι πίσω και χαιρετούσαμε το προσκυνητάρι του Αγιώργη, τα Μαντριά, το Λουπουνάρι, της Κολοβής το ρέμα…
Στο δρόμο συναντούσαμε και πατριώτες που επέστρεφαν στο χωριό. Έρχόντουσαν από το Κυριακάτικο παζάρι των Λαγκαδιών και πάνω στα ζώα τους μετέφεραν τα ψώνια που αγόρασαν. Τους μακαρίζαμε που πήγαιναν στο χωριό. Τα μάτια μας τους παρακολουθούσαν μέχρι που χανόντουσαν στη στροφή.Μετά τους «Αρουλιάκους» και το «Σπαστήρα» γυρίζαμε σελίδα. Τώρα πια η καρδιά μας σφιγγόταν. Μία ελπίδα μόνο είχαμε. Νάρθει γρήγορα το επόμενο Σάββατο να ξανακατηφορίσουμε ελεύθεροι για το χωριό μας.
Με τα χρόνια «ψηνόμαστε» περισσότερο στη ξενητιά και την πεζοπορία. Σμίγαμε μεγάλες παρέες για να ξεχνάμε τον πόνο μας. Έτσι με την κουβέντα ο δρόμος συντόμευε. Οι μεγαλύτεροι στα χρόνια μαθητές βοηθούσαν τους νεώτερους κατά το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Οι ψηλοί επίσης (Αιμίλιος Μπούσμπουρας, Βασίλης Δούρος) κρατούσαν το βήμα τους να τους φτάνουμε και μεις οι «κοντίτεροι». Στις τρεις βρύσες που ο δρόμος μέσιαζε κάναμε στάση για ξεκούραση και κολατσιό. Φουσκώναμε στην κορύτα τους κανένα ξεροκόμματο και προσφαΐζαμε με τυρί ή ελιές. Αλλοτε πάλι όταν μαζευόμαστε πολλοί η πεζοπορία μετατρεπόταν σε εκδρομή και φθάναμε στα Λαγκάδια με το χαλούπωμα.
Συχνά η πεζοπορία διακοπτόταν και γινόταν εποχούμενη. Όλο και κάποιο φορτηγό περνούσε ή κάποιος τουρίστας με γιώτα χι και προθυμοποιόταν να μας μεταφέρει στα Λαγκάδια ή και στο χωριό όταν επιστρέφαμε τα Σάββατα. Αν είχε μόνο μία ή δύο θέσεις διαθέσιμες προτιμούσαμε να πάρει τον μικρότερο μαθητή, ή την μαθήτρια, ή τον πιο βαρυφορτωμένο ή αυτόν που τον «βάρεσε» το τελάκι ή τον «έφαγε» το παπούτσι του. Ηταν οι τυχεροί της φάλαγγας. Κάποτε ένα τέτοιο φορτηγό έβαλε στη καρότσα του τον Γιώργη τον Μπούσμπουρα και τον Αιμίλιο. Όμως ξέχασε να τους κατεβάσει στο χωριό. Είδαν και έπαθαν τα παιδιά με φωνές και χτυπήματα να του θυμίσουν την παρουσία τους στο φορτίο του. Τους κατέβασε τελικά έξω από το χωριό, στον Κοπρινίκο.
Το χωριό μας, Λευκοχώρι.
Από εδώ ξεκινούσε η "Γυμνασίου Λαγκαδίων ...Ανάβασις"
|
Αλλοτε πάλι μια Καθαρά Δευτέρα (ημέρα νηστείας) στα «τοιχεία» σταμάτησε ένα πούλμαν με εκδρομείς, που από την Αρχαία Ολυμπία πήγαιναν στην Αθήνα, και πρόθυμα πήρε 5-6 μαθητές από μας για τα Λαγκάδια. Στη διαδρομή με δυσάρεστη έκπληξη είδαμε ότι οι τουρίστες αυτοί ήσαν όλοι τους αμαρτωλοί!. Τρώγανε -μέρα που ήταν- τυρόπιτες, σοκολάτες και άλλα μη νηστήσιμα φαγητά. Τόλμησαν μάλιστα και να μας προσφέρουν! Εμείς βέβαια παρά την φτώχεια και την πείνα μας αντισταθήκαμε στο «μήλο της Εύας» και αρνηθήκαμε «να εισέλθουμε εις πειρασμόν»γιατί νηστεύαμε!.
Κατεβαίνοντας από το πούλμαν στην πλατεία αφού τους ευχαριστήσαμε για την μεταφορά σταυροκοπηθήκαμε που δεν...κολαστήκαμε από τις αμαρτωλές προσφορές τους! Είπαμε πτωχοί αλλά τίμιοι και χριστιανοί!
Μερικές φορές θέλοντας να μείνουμε ένα βράδυ ακόμα στο χωριό αναχωρούσαμε πρωΐ Δευτέρας για τα Λαγκάδια. Εδώ η αγωνία ήταν μεγαλύτερη γιατί έπρεπε να φθάσεις εγκαίρως 8 η ώρα και να προφθάσεις την έναρξη του πρώτου μαθήματος. Άντε λοιπόν μέσα στο σκοτάδι και κρύο να περάσεις τα πυκνά πλατάνια στις τρεις βρύσες. Ν' ακούς το «χουχουλόγιωργα» και να «λιμαρίζεις». Ή νάχει φεγγάρι, να θροΐζουν τα πλατανόφυλλα και συ να βλέπεις μαύρες σκιές να σε πλησιάζουν. Ή να «φρουτσουλάνε» νυφίτσες, κουνάβια και άλλα αγριόζουδα.
Αλλά είπαμε:
της παιδείας αι ρίζαι πικραί. Πικραί και ανηφορικαί. Όπως ο ποδαρόδρομος της διαδρομής Λευκοχώρι - Λαγκάδια.
(XIM)