Χ. Αθ. Μαραγκού.

"Η Σερβιώτισσα, όταν έλειπε ο άντρας της, έπρεπε να οργώσει το χωράφι και να σπείρει το σιτάρι, το κριθάρι, τη βρώμη, τις φακές...

Να βοτανίσει, να θερίσει, ν' αλωνίσει κι αν χρειαζότανε να πάει και καμιά ζαλιά στο μύλο.

Να κλαδέψει τ' αμπέλι, να το σκάψει, να το ραντίσει, να το τρυγήσει, να βάλλει το κρασί, να φτιάσει μουσταλευριά και μουστοκούλουρα για τα παιδιά, να βγάλει και κάνα μπουκαλάκι ρακί για να υποδεχτεί τον νοικοκύρη"  .

Ο "Αρτοζήνος" με το υπ' αρ.168 φύλλο (Αύγουστος 2008) γιόρτασε τα τριακοστά δεύτερα γενέθλιά του. Αξίζουν πολλά συγχαρητήρια σ' αυτούς που πήραν την πρωτοβουλία και σ' εκείνους που συνέχισαν επί τόσα χρόνια αυτή την αξιέπαινη προσπάθεια, που έχει σαν κύριο σκοπό την ενημέρωση των πατριωτών και την προβολή της πατρικής μας κληρονομιάς. 

Ιστορικά, λαογραφικά, κοινωνικά, αλλά και προσωπικές εμπειρίες, απόψεις, αναγνωστών, συνεργατών, ήταν τα κυριότερα θέματα που κάλυψαν τις στήλες της εφημερίδας. Με διάφορες αναδρομές στα παλιά, στα ήθη και τα έθιμα, περιεγράφησαν όλοι σχεδόν οι τομείς δραστηριότητας των κατοίκων του χωριού. Γράφτηκαν πολλά για τις παραδόσεις, τις χαρούμενες και νοσταλγικές αναμνήσεις, που θύμισαν στους παλαιότερους τα παιδικά τους χρόνια και μας έκαναν όλους υπερήφανους οι αναφορές στις ιστορικές ρίζες μας.

 

Εκείνο όμως που δεν "ακούστηκε" όσο θα έπρεπε, είναι κάποια αναφορά στις πρωταγωνίστριες της εν γένει ιστορίας του χωριού. Σ' όλες εκείνες τις ηρωίδες, που λόγω συνθηκών δουλειάς των γονιών, των συζύγων, των αδελφών, των παιδιών, έμεναν τουλάχιστον δέκα μήνες τον χρόνο μόνες τους στο χωριό.

Στις Σερβιώτισσες, που μέσα στις ευθύνες και τις πιέσεις των οικογενειακών αναγκών, των αγροτικών εργασιών και των κοινωνικών υποχρεώσεων προσπαθούσαν καθημερινά να ξεπερνούν τις δυνάμεις τους, να υπομένουν αγόγγυστα τις ταλαιπωρίες, να αντιμετωπίζουν τα παρουσιαζόμενα προβλήματα, να βοηθούν τον νοικοκύρη και να μεγαλώνουν σωστά τα παιδιά τους.

Οι υποχρεώσεις τους. Η Σερβιώτισσα, όταν έλειπε ο άντρας της, έπρεπε να οργώσει το χωράφι και να σπείρει το σιτάρι, το κριθάρι, τη βρώμη, τις φακές... Να βοτανίσει, να θερίσει, ν' αλωνίσει κι αν χρειαζότανε να πάει και καμιά ζαλιά στο μύλο. Να κλαδέψει τ' αμπέλι, να το σκάψει, να το ραντίσει, να το τρυγήσει, να βάλλει το κρασί, να φτιάσει μουσταλευριά και μουστοκούλουρα για τα παιδιά, να βγάλει και κάνα μπουκαλάκι ρακί για να υποδεχτεί τον νοικοκύρη. Να σκάψει, να φυτέψει, να ποτίζει τον κήπο, να πάει και κάνα δυο ζαλιές φουσκί για καλύτερη απόδοση. Να σπείρει τ' αραποσίτι, τα ρεβίθια, το λαθούρι, τα φασόλια. . .

Κοιμόταν αργά στο προσκέφαλο των παιδιών και ξημέρωνε στο χωράφι, στ' αμπέλι, στον κήπο, με την νάκα, με την ζαλιά με χίλιες δυο σκέψεις, με έννοιες, με προβλήματα.

Προσεύχονταν νάναι καλά ο ταξιδιώτης, οι ξενιτεμένοι.

Προσεύχονταν για τα μικρά και ανήμπορα παιδιά, προσευχόταν να παίρνει πίστη και δύναμη, για να ξεπερνά τις δυσκολίες.

Προσπαθούσε να δημιουργήσει νοικοκυριό αυτόνομο, ανεξάρτητο. Έβαζε κλώσα για πουλιά, ώστε όλο τον χρόνο νάχει αυγά, κοτόπουλα το Δεκαπενταύγουστο και κόκορα τα Χριστούγεννα. Πρόσεχε τα ζωντανά. Είχε το γάλα, το τυρί, τις μυζήθρες, το. . . κρέας, το χοιρινό για τις Αποκριές και τον λαμπριάτη για το Πάσχα. Έφτιαχνε το παστό. Φαγητό άφθαστης νοστιμιάς, για ν' αντιμετωπίζει ειδικές περιπτώσεις στο σπίτι, στο χωράφι και οπουδήποτε αλλού, για ολόκληρο τον χρόνο.

Μάζευε το γάλα και τ' αυγά και με το φρέσκο σιτάρι τον Αύγουστο έφτιαχνε τα μαγειρέματα και δίπλες για τα παιδιά.

Έκλεβε χρόνο για να ζυμώνει, να φέρνει νερό, να πλένει και να μπαλώνει τα ρούχα των παιδιών και του νοικοκύρη.

 

Να βγάζει και μερικά χερόβολα σπάρτο, για καμιά κουρελού για καμιά τριχιά. Να πλέξει φανέλες για τα παιδιά, κάλτσες του νοικοκύρη και κάνα ζωνάρι μάλλινο για τη μέση του. Να βάζει αργαλειό και τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα να υφαίνει κάνα σάισμα, καμιά μπατανία, καμιά ποδιά και σιγά-σιγά να φτιάσει και την προίκα του κοριτσιού, γιατί τα χρόνια περνούν γρήγορα. Ήταν η εποχή που οι . . οικιακές τέχνες, με τις σαΐτες, τα χτένια, τα μιτάρια, τις ανέμες, τα μασούρια, τα λανάρια, τις ρόκες, τ' αδράχτια, τα σφοντύλια είχαν την … τιμητική τους.

Προσπαθούσε να μεγαλώνει τα παιδιά, να τα παρακολουθεί, ν' αγρυπνά, να συναισθάνεται τις ευθύνες, ν' αγωνίζεται, να προβληματίζεται, ν' αποφασίζει. Να στέλνει το σακκούλι του παιδιού στο σχολειό, να πληρώνει το νοίκι, να του δίνει τα έξοδα του, νάχει την έννοια του μην μείνει νηστικό, ξυπόλυτο, αδιάβαστο, μην μπλέξει. Να στέλνει γράμμα στον νοικοκύρη, να τον ενημερώνει, να του δίνει κουράγιο, να του γράφει πως εύχονται νάναι καλά και πως τον περιμένουνε ναρθεί.

Ο ερχομός του πατέρα. Οι Σερβιώτισσες, ήταν οι γυναίκες που όλο τον χρόνο περίμεναν. Περίμεναν καρτερικά πότε θάρθουν οι μεγάλες γιορτές, οι μεγάλες αγροτικές ανάγκες του σπιτιού, για νάρθει κάποιος από τους ξενιτεμένους να τις βοηθήσει και να περάσει μαζί τους λίγες μέρες.

Χριστούγεννα, Απόκριες, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστος.

Όργωμα, κλάδεμα, θέρισμα, αλώνισμα, τρύγος.

Οι γιορτές ορόσημο. Οι κρίσιμες, οι βαριές δουλειές. Τότε οι μεγάλες ανάγκες. Τότε όλες οι υποχρεώσεις.

Κουβεντιάσματα, λογοδοσίματα, αρραβώνες, γάμοι, βαφτίσια. ..

Τότε τα γλέντια και οι χαρές.

Τότε δεν γέμιζαν μόνο τα σπίτια, γέμιζαν και οι δρόμοι, τα χωράφια τ' αμπέλια. Γέμιζαν τα κασόνια με τις σοδειές, γέμιζαν και οι κασέλες με τα καινούργια ρούχα. Όλα έπαιρναν άλλη όψη. Τότε το χωριό ζούσε πραγματικά, όλοι έτρεχαν κάτι να προλάβουν, να καλοδεχτούν τους ξενιτεμένους, να τελειώσουν τις δουλειές, να χαρούν τις γιορτές.

Στο σπίτι έστρωναν λαμπρό τραπέζι ανάλογα με το έθιμο και την εποχή, με μακαρόνια πλαστά, χυλοπίτες στραγγιχτές, μπουγάτσες και κουλούρες, γαλόπιτες, λαχανόπιτες με πρασουλήθρες, σπαράγγια, καυκαλήθρες και μυρώνια, με τον χαλβά, τους κουραμπιέδες, τις δίπλες τις τηγανίδες, την μουσταλευριά, με αχλάδια και συκοστάφυλλα και πάντοτε με καλό κρασί "ιδίας" παραγωγής.

Στις δουλειές στα χωράφια, στ' αλώνια, στ' αμπέλια, στα σπίτια γλεντούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν. Χόρευε η οικογένεια με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Το τραγούδι της μάννας ήταν ξέσπασμα και αισιοδοξία, το χαμόγελό της αγάπη και στοργή για τον άνδρα της, για τα παιδιά της.

Κι όλα ήταν χαρούμενα στ' αλήθεια!

Στο σπίτι ήταν ο πατέρας, η δύναμη, η χαρά, η ασφάλεια. Ήρθε να ξεκουράσει την μάννα, να ρυθμίσει μερικές δουλειές, να τους χαρεί.

Το βράδυ στο παραγώνι τα παιδιά πέταγαν στο τζάκι κατά διαστήματα τούφες να φουντώσουν, να φωτίσουν, να βγει φλόγα, να βλέπουν καθαρά το πρόσωπο του πατέρα που έχτιζε στα ξένα, σπίτια, εκκλησιές, γεφύρια, πύργους, κάστρα.

Ήθελαν να τον θαυμάσουν, να τον χαρούν κι ευτυχισμένα ν' ακούν τις ιστορίες του μέχρι αργά την νύχτα, μέχρι να λαλήσουν τα κοκόρια. Ήθελαν να τον παρακολουθούν στο χωράφι, πως σήκωνε τις μεγάλες πέτρες, πως έκοβε τα ξύλα, πως φόρτωνε τα μουλάρια. Τον περιεργάζονταν όλες τις μέρες και προσπαθούσαν να γνωρίσουν καλύτερα έναν τόσο κοντινό τους….ξένο.

Το ταξίδι και η αναμονή. Πριν φτάσει η μέρα του ταξιδιού, η μάννα αναλάμβανε πάλι τις υποχρεώσεις της. Έπρεπε να κατευοδώσει τον νοικοκύρη αλλά και να μην στενοχωρήσει τα παιδιά. Έπρεπε να προσποιηθεί, να φαίνεται χαρούμενη, να ξεπεράσει τις φορτισμένες ώρες του αποχαιρετισμού που τα παιδιά αμήχανα λέγανε στον πατέρα:

Εμένα να μου φέρεις ένα φουστάνι… Εμένα παπούτσια…. . Εμένα. . . . Εμένα μία θάλασσα… . Εγώ δεν θέλω να φύγεις…

Η μάννα έπαιρνε την θέση της, απόλυτη, ανυποχώρητη.

Ο πατέρας πρέπει να πάει στο καλό. Εμείς εδώ τις δουλειές μας. Στο σχολειό μας. Εξ άλλου σε λίγο θάμαστε πάλι μαζί. Έρχονται Χριστούγεννα. Πρέπει να βιαστούμε να μαζευτούμε λίγο, να πάμε στο χωράφι, να φέρουμε ξύλα, γιατί αύριο, μεθαύριο. . .

Αύριο μεθαύριο πέρασε ο καιρός.

Ήρθαν τα Χριστούγεννα.

Νοιασμένα τα παιδιά σαν επέστρεφαν από την εκκλησία, κοιτάγανε στο δρόμο να δούνε τον πατέρα νάρχεται. Τους φάνηκε ότι άκουσαν το κουδούνι του μουλαριού. Άλλοτε άκουγαν το καμπανάκι της σκυλίτσας που 'ρχότανε νωρίτερα.

Το τζάκι έκαιγε από το βράδυ.

Έκαιγε όλη την νύχτα κατά το έθιμο.

Η μάννα είχε μεριμνήσει, είχε φέρει ζαλιά και δυο κούτσουρα κοκκορίτσα.

Τα παιδιά συδαύλαγαν τη φωτιά κι όσο περνούσε η ώρα προσπαθούσαν να την καίνε πιο σιγά.

Αραίωναν τα ξύλα να μην χωνέψουν γρήγορα, γιατί ήθελαν και ο Χριστούλης να μην κρυώσει, αλλά να ζεσταθεί και ο πατέρας που θαρχόταν κουρασμένος…

Πέρασε η ώρα, η μάννα κατάλαβε. . . έβγαλε το τσουκάλι από την φωτιά, θάβραζε κάτι πιο πρόχειρο….

Επάνω στην αυλόπορτα ο κόκορας άρχισε να λαλεί ασταμάτητα. Ήθελε να ευχαριστήσει τον νοικοκύρη για την . . "απονομή χάριτος".

Τα σταφύλια πούχε κρεμάσει η μάνα στο πάτωμα και τα φύλαγε για τον πατέρα άρχισαν να σταφιδιάζουν. Πέντε-έξι χειμωνάχλαδα μέσα στο σιτάρι στο κασόνι μαυρίσανε….

Παρ' όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα.

Η μάννα τα ταίριαζε καλά. Επιστράτευε την αντοχή της, αντικαθιστούσε επάξια τον νοικοκύρη. Αξιολογούσε σωστά τις ανάγκες της οικογένειας. Ρύθμιζε ανάλογα τις απαιτήσεις των παιδιών.

Αν είστε καλά παιδιά, θα γράψω του πατέρα σας μεθαύριο που θαρθεί να σας φέρει καινούργια ρούχα, να σας φέρει βιβλία, μια φυσαρμόνικα, μια τσεμπέρα, μια χρωματιστή μεσσήνα…..Τα ξεγέλαγε με δυο κομμάτια χαλβά, με δυο τρεις δίπλες, με λίγη γαλόπιτα, με πέντε καρύδια, με δυο τρία μουστοκούλουρα, με καμιά μπουγάτσα, με καμιά κουλούρα….

Στα μεγαλύτερα εκτός από τα καθιερωμένα τους έδινε και κάνα δυο αυγά να πάρουνε τα κάλαντα ή τα εγκώμια, ανάλογα με την εποχή, να τα ψάλλουνε στο σπίτι, στα χωράφια. Τους έδινε κι άλλα αυγά να πάρουνε χαρτί και κόλλα να φτιάσουν κάνα αετό, κάνα κλεφτοφάναρο, λάστιχο για καμιά σφεντόνα, υλικά για κανένα κωλοστρόκι.. Κάπου-κάπου τα άφηνε να παίρνουν κρυφά κανένα κομμάτι γερή κλωστή να δένουν τα τσιποκλείδωρα για τις πλακοπαϊδες, τους έδινε κουρέλια για τόπια να παίζουνε λακκάκια, τους έδινε ακόμη και μερικά πενηνταράκια για να παίξουνε τοιχάκι. Παρά το επικίνδυνο του παιχνιδιού, τους επέτρεπε να παίζουν με την ξυλογαϊδούρα και πολλές φορές ενίσχυε με λίγδα και κάρβουνο τον . . ."στροφέα" για να τρίζει περισσότερο.

Τους έδινε την αγάπη της και πάντα τους έλεγε πως έπρεπε να γίνουν καλοί και χρήσιμοι άνθρωποι.

Εκ περιτροπής έπαιρνε τα παιδιά κοντά της για παρέα, αλλά τους έλεγε πως μεγάλωσαν και πρέπει να βοηθάνε στις δουλειές. Εκείνα πρόθυμα ακολουθούσαν, έκοβαν κανένα στάχυ, πέταγαν καμιά πέτρα στα ζωντανά, έδιωχναν τα τσιροπούλια, τόπαιρναν επάνω τους και γύριζαν στο σπίτι εκτός από επιτυχημένοι προστάτες και μεγάλοι αγρότες, φθασμένοι κτηνοτρόφοι, άριστοι κυνηγοί.

Και περνούσε ο καιρός.

Κι έφταναν οι Απόκριες.

Τα ίδια πάλι προετοιμασία αναμονή. Τα παιδιά ανησυχούσαν μήπως με το χοιρινό επαναληφθεί εκείνο που συνέβη με τον κόκκορα τα Χριστούγεννα.

Κι ερχότανε το Πάσχα.

Το ίδιο δίλημμα με τον λαμπριάτη.

Τον δεκαπενταύγουστο τα παιδιά έβαζαν στοίχημα για το τυχερό κοτόπουλο…

Και περνούσε ο καιρός και το ένα ταξίδι διαδεχότανε το άλλο. Και περνούσαν τα χρόνια και τον πατέρα διαδεχότανε ο γιος και την μάννα διαδεχότανε η κόρη…Μέχρι να επέλθει ριζική αλλαγή.

Σημερινή κατάσταση. Σήμερα οι ευχές, τα σακκούλια, τα ξενύχτια, οι ζαλιές, οι αγωνίες της Μάννας έπιασαν τόπο. Το σύνολο των καταγόμενων από του Σέρβου "είναι καλοί άνθρωποι και χρήσιμοι στην κοινωνία, άριστοι επιστήμονες και σωστοί επαγγελματίες"

Τα ταξίδια σταμάτησαν.

Όλοι γίναμε ταξιδιώτες!

Δεν υπάρχει ξενιτιά. Ξενιτευτήκαμε όλοι!

Γίναμε κυρίως οι εν Αθήναις και Πειραιεί Σερβαίοι . . .

Χωρίς γιορτές και πανηγύρια. Ούτε περιμένουμε, ούτε μας περιμένουν. Δεν σπέρνουμε, δεν θερίζουμε, δεν αλωνίζουμε, δεν τρυγάμε.

Διαπιστώνουμε σιγά-σιγά ότι η στέρηση και η επάρκεια έχουν τις ίδιες επιπτώσεις. Τότε τρέχαμε για να ξεπεινάσουμε, σήμερα τρέχουμε για να ξεχορτάσουμε.

Ερήμωσε το χωριό!

Παρ' όλα αυτά στα σπίτια, στα χωράφια, στ' αμπέλια, στις βρύσες, στους δρόμους υπάρχει η ανάμνηση μιας Μάννας. Μιας μάννας, υπεύθυνης και ανυποχώρητης, έτοιμης να πάρει θέση, να λύσει το μαντίλι της ν' ανασκουμπωθεί και με το νεύμα της να δείξει το σωστό δρόμο, τον ορθό τρόπο, να δώσει δύναμη κι ελπίδα, να βοηθήσει τον πατέρα και να ζεστάνει με την ανάσα της τα παιδιά της.

Μια Σερβιώτισσα !


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.