Κάθε βραδάκι περπατώ, ανηφορίζω στο χωριό.

Μπαίνω στο καφενεδάκι, χρόνια τόχω το μεράκι.

Βρήκα τον καθηγητή, στου καφενείου την αυλή.

Μιλάω στον καθηγητή, που έχει ιδρύσει μια σχολή.

 

Έχει ιδρύσει μια σχολή, για όσους δεν ξέρουν δηλωτή.

Τον Παναγή το Μαραγκό, δεν έχει άλλον το χωριό.

Γράφουμε για τη σχολή, Θέλω να μάθω δηλωτή.

Παίζουμε κάνα χαρτάκι, μας διαβαίνει το μεράκι.


Παίζουμε τη δηλωτή, ποιος θα χάσει, ποιος θα βγει.

Ρίχνω τον άσο τον καρό, τον αρπάζει με ένα ευχαριστώ.

Ρίχνω το δύο το σπαθί, Το χέρι του γίνεται αστραπή.

Παίρνω το δέκα το καλό, να σταματήσει το κακό.


Οι ντόπιοι μες το μαγαζί, βοηθάνε τον κυρ-Παναγή.

Θα βγούμε στα εξήντα ένα, τα μάτια μου δακρύζουν αίμα.

Σαν τελειώνει η παιξιά, μετράμε τώρα τα χαρτιά.

Πρώτος μετράει ο Παναγής, γιατί έχει και από μια ξερή.


Πόντους μετράει 7, 8, 9 και μια ξερή δεκαεννιά.

Εγώ μετρώ χαρτιά δεκαοχτώ, κοιτώ την πόρτα που θα βγω.

Έτσι διαβαίνει η ζωή, στο κεντρικό το μαγαζί.

 

Ποίημα: του Γεωργίου Σχίζα (Αρφάνη)



Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.