Ητανε από τους Κατσιαπαίους.
Έτσι, χώρια από τ’ άλλο χωριό, ολομόναχη στην καλύβα της στο βουνό τη θυμήθηκα.
Εκεί στην καλύβα, πού έφτιασε με τα χεράκια της, έστησε δικό της γιατάκι και κύλησε τη ζωούλα της.
Άλλοι λένε πως είχε μελαφράτζα, άλλοι λέγανε πως είχε λόβα, άλλοι λέγανε πως είχε νόσημα που λούφαζε και για κείνο τη χωρίσανε.
Κανείς δεν ξέρει την αλήθεια. Μια χρονιά ο δάσκαλος παρακάλεσε τον ξακουστό γιατρό το Χαρίλαο τον Πουρναρά, να την ξετάσει. Διάηκε ο άνθρωπος στην καλύβα της και την είδε. Την έψαξε κοντά–κοντά. Δεν της βρήκε αρρώστια. Αφαγανιά μοναχά. Τίποτ’ άλλο. Τα πλεμόνια της ήσανε σαν της πέρδικας. Αλλά άμα μπει στ’ αλλουνού το μυαλό το σκουλήκι... άντε να του το βγάλεις. Μήτε και η ιδιανή ήθελε να γυρίσει να μπει σε φαμελιά μέσα. Είχε μια περηφάνεια στο αίμα της από σερμαγιά. Εκεί, έτσi σαν αγιασμένο ημερεμένο αγρίμι κουμαντάριζε τη ζωούλα της.
 

Αυγή-αυγή, τον καιρό της ξωμαχιάς, έβγαινε πότε στον ένα δρόμο και πότε στον άλλο και καθότανε κουβαράκι ντυμένο στ’ αποφόρια του χωριού και νεκρόσκουτα και τη βλέπανε οι νοικοκυραίοι. Κι όποιος είχε ανάγκη απ’ αργάτη, της έκανε νόημα και τον ακολούθαγε αλάργα-αλάργα κείνη σα χουγιαγμένο ζαγάρι .

XAKOΣαν πήγαινε σε χωράφι και της δίνανε δουλιά ήξερε, σαν πρωταργάτισσα, να τα βγάλει πέρα. Και η πλέρα της, ούλη μέρα, ένα ξακρίδι ψωμί και λιγοστό προσφάϊ. Τ’ απομεινάρι, τ΄ αποφαγούδι του νοικοκύρη. Τις πλιότερες μέρες της ζωής της τις πέρασε ξελιθαρίζοντας τα χωράφια των βασταμένων νοικοκυραίων. Κι είχε στο ξελιθάριασμα τον δικόνε της τρόπο. Έφτιανε τον πρώτο σωρό στη μέση του χωραφιού. Καθότανε χάμου και τον πέταγε παρακεί κατά κει που τον ήθελε ο νοικοκύρης. Κι από παρακεί πάλε καθιστή τον πέταγε ακόμα παρακεί και πάλε, ίσαμε που τον τροχάλιαζε έξω από το χωράφι. Κι ούλη η πλέρα της; μερολάσι και ξεροκόμματο·. Δω-εκεί, μέσα.- μέσα, της πήγαινε κανένας και κάνα πιάτο φαΐ. Της το άδειαζε στό δικό της τσανάκι κι έπαιρνε τ’ αγγείο του αμόλευτο, πίσω. Ήλιο με ήλιο δούλευε. Και τα καλοκαίρια ξάκριζε σε κάναν ήσκιο τα μεσημέρια και ξακλούθαγε στερνά από το ηλιοβασίλεμα με αστροφεγγιά και φεγγαράδα.

Γκράκ! Γκρα - κα κρακ!... Κρακ!... Τα ζιόμπολα στον τρόχαλο. Συντροφιά στα τριζόνια. Πρόγκαγαν τ’ αγρίμια... Ημέρευε η ερημιά. Ποδεμή τα πόδια της δεν είδαν ποτές. Πέθαινε ο άλλος; η άλλη; Μαζεύανε οι δικοί του ό,τι είχαν για πέταμα και το πέταγαν αγνάντια στης Ξάκως την καλύβα. Τα ‘ψαχνε κείνη. Άλλα φόρηγε, άλλα έστρωνε, άλλα έβανε μπερτέδες και σκεπή στην καλύβα της κι άλλα πέταγε στου χαντακιού το ρέμα. Καθότανε στου παπά τ’ αλώνι κι αγνάντευε τα σεΐρια και τα πανηγύρια του χωριού, που γίνονταν στη ράχη, στην αυλή της Κατωκκλησιάς.. Γιούρτες, μπελερίνες, μεσοφόρια, βελέσια, μπαρέζια, τζουράπια κάθε λογής έβρισκες τρουπωμένα στο ριζοσπήλι της. Κι απόξω τρακάς τα ξύλα για το χειμώνα. Άναβε και φωτιά κει μέσα. Πώς δεν καίγουνταν;

Σε σπίτι δεν μπήκε ποτές. Σ’ εκκλησιά δεν μπήκε, λειτουργιά δεν άκουσε, κοινωνία δε γεύτηκε. Απόξω στα ρημοκλήσια γονάτιζε και σταυροκοπιότανε απόκρυφα και λακιχτά. ΙΙότε στον Αγιαντριά, πότε στον Αγιολιά, πότε στον Αγιοσπυρίδωνα. Από δική της απόμερη βρυσούλα έπαιρνε νερό

.Κι άλλος δεν τόλμησε ποτές, να σκύψει, να πιεί εκεί, όση δίψα κι αν είχε. Κι ας είπε ο γιατρός ο Πουρναράς: “Δόστε μου να φάω δαγκωμένο ψωμί από την ίδια!...”. Χειμώνα - καλοκαίρι σκέπαζε τα ψαρά μαλλιά της με μια μισότριβη ράσινη ποδιά. Πυροκοκκίνιζαν τα μάτια της από τον καπνό στην καλύβα κι από τους μποχούς των τροχαλιών και η φωνή ήτανε βραχνή σαν της κουρούνας. Τα νύχια στα χέρια της ήσανε φαγωμένα από τα τρόχαλα και οι ρόγες στα δάχτυλα της φουσκωμένες και σκληρές σαν της γίδας τα γόνατα. Κείνες τις αφύσικες ρόγες και τα πυροκόκκινα μάτια βλέπανε οι πολλοί και λέγανε για λόβα και τη λυπόντουσαν και τη φοβόντουσαν, μη τους μολέψει.

Τα Ψυχοσάββατα η γριά Μαρία η μοδίστρα έστρωνε στην αυλή της εκκλησιάς ένα χεράμι ή μια λιοπάνα. και μάζευε τα περσεβάμενα κόλυβα και κομμάτια για την Ξάκω.Της τα κουβάλαγε η ιδιανή στην καλύβα της. Κείνη τα ‘παιρνε μέσα τα ‘βανε σε δικό της αγγείο και έτρωγε κι όσο δεν ήσανε ξυνισμένα και σαν ξύνιζαν... Το ‘χε αμαρτία να πετάξει λειτουργημένο πράμα.

xakos brysh
Η βρύση της Ξάκως

Και τα χρόνια φεύγανε. Και η Ξάκω στό βουνό αλάργα από τους ανθρώπους. Με συντροφιά της τα πουλιά, τα σερπετά και τ’αγρίμια ζούσε και δούλευε. Δούλευε και ζούσε. Και το φίλεμα πάσκιζε, το πώς και τι, να το ξεπλερώσει με ιδρώτα. Και τοιμαζότανε για το μεγάλο ταξίδι κι ήθελε να μην αφήκει χρέος πίσω· και δούλευε στα τρόχαλα νυχτοήμερα σαν τα σμερδάκια.

Ένα Αυγουστιάτικο νταλαμεσήμερο ξελιθάριαζε σης Ρίζες τα Σκιζαίικα χωράφια. Σιαδώ τις Λάκκες ερχότανε καβαλλάρης στ’ άλογό του κάποιος ποταμίσιος και την είδε. Γύρευε πώς του φάνηκε! Κατέβηκε από τ’ άλογο, το τράβηξε στο χέρσο και το ‘δεσε· και ίσια ντουγρού διάηκε και της γίνηκε! Πού να την ζαπώσει την Ξάκω! Έμπηξε τούτη τις βραχνές φωνές και σείστηκαν βράχια και ρεματιές. Και τ’ άλογο, από την αντάρα, ορθοπόδιζε και χλιμίτραγε κι έκοβε τη γης λαγούμι, σα να γροίκαγε κακό. Τούτη τη μεριά στον Ανεμόμυλο ανηφόριζε η γρια-Καλή. Πήγαινε στου Μισελήμη. Άκουσε τον ντορλοντό· αγκρουμάστηκε· αγνάντεψε· είδε· κατάλαβε κι έβαλε τις φωνές, τις βρισιές και τις κατάρες.

- Ου... να χαθείς βρωμίλο! Όποιος κι αν είσαι!...

Δεν ντρέπεσαι από το άλογό σου που σε χουγιάζει;! Και γάιδαρος να ήσουνα, θα χες πλιότερο φιλότιμο! Κι άλλα... κι άλλα που ούτε γράφουνται μήτε λέγουνται... Πισωπάτησε ο άλλος, έλυσε τ’ άλογο του, τ’ανέβηκε αλαφιασμένος, μπαμπουλώθηκε με το ζωνάρι του και σκαπέτησε στον κατήφορο του Μιλιάνθη και πάει... Και πίσω η γρια - Καλή έλεγε.... έλεγε..., και δεν τα ‘κιωσε. κι από τον τάφο της ακόμα θα λέει.

Και η Ξάκω ξακολούθησε το ξελιθάριασμα… Πέρασαν χρόνια. Κάποιο χινόπωρο αναζητήσανε οι πάνω μαχαλήτες την Ξάκω. Διαήκανε στην καλύβα της. Αναμερίσανε τον μπερντέ της εμπατής. Τη βρήκανε πεθαμένη φτιασμένη με τα χέρια σταυρωμένα· μάτια και χείλια σφαλιστά. Ούλη η γαλήνη του ντουνιά ήτανε απλωμένη στην όψη της. Θα κόντευε τα ενενήντα. Τούτη δεν την άφηκε η τύχη να φτιάξει φαμελιά. Έτσι ήτανε τότες η ζωή. Δε δούλεψε να γενούν σχολειά, γιοφύρια, παλάτια κι εκκλησιές.

Έφτιασε τρόχαλους. Και ίσως τούτα τα έργα της να ζήσουν πιο πολύ κι από τα πιο μεγάλα και τα ξακουστά του κόσμου. Ναι έφτασε τρόχαλους! Στα Σερβαίικα, στα Ψαραίικα και στα Λυκουρεσαίκα χωράφια, όπου ιδείτε τρόχαλο τρανό, μην ρωτάτε ποιος τον έφτιασε.

Ολοι οι μεγάλοι τρόχαλοι, στα χώματά μας, είναι έργα της Ξάκως.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.