"Ρε κουμπάρε Θόδωρε,
φόρτω να φορτώσουμε
και να ξιφορτώσουμε,
τι έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του..." 
-Και που πηγαίνουνε μετά τα καρκατζέλια;
-Στ΄ανάθεμα... Ίσιαμε του χρόνου, πάλε καλό νάχουμε.
-Και που είν΄ το ανάθεμα;
-Μπα σε καλό σας. Τι σγαρνάτε! Εκεί που λέει ο λόγος είναι. Σώνει.
Απόχρωση θυμού η φωνή της. Λειψή η εξήγηση και: 
"τα βλογημένα... Τι τα βάνει ο οξαποδώ...Να, εμείνανε με το σαράκι τώρα..." 
Δεν το αντέχει.
-Που λέτε πια, κυνηγημένα απ΄του σταυρού τη δύναμη, τρέχουν και χώνουνται στην κάτου γης, βαθιά βαθιά, σ΄ένα λαγούμι θεοσκότεινο. Όπου καταραμένα καθώς είναι να μη συχάζουνε στιγμή, πιάνουν εντός και σκαρφαλώνουνε να βγούνε πάλες στην απάνω γης... Μια σπιθαμή μπροστά και δέκα πίσω παλεύουνε το χρόνο ολάκερο. Και φτάνουνε παραμονή Χριστού ταμάμ. Το δωδεκαήμερο που λέμε. Τα τρισκαταραμένα! Ποιος δεν ξέρει τι σκαρφίζονται για να τσιγκλάνε τους ανθρώπους!
Έχουμε πια ιδωμένα κι ακουσμένα καν και καν. Τα πιότερα με χάζι. Σαν το χουνέρι του παππούλη μου.
-Θα μας το ειπείς;
-Ας πράξω αλλιώτικα. Γλιτώνω;
-Τραβάτε με κι ας κλαίω ντε! Ρώτα αν μπορεί να σταματήσει,
πετάει ο παππούλης τη μπηχτή του, καθώς αμάρτημα σχεδόν είναι γι΄αυτόν το μάκρος στην κουβέντα.
-Τα μολογάου να μείνουνε. Ειδεμή θα γένουν στάχτη.
Γυρίζει μαλακά το λόγο της, αλλά ο παππούλης δεν την ακούει, χωμένος πάλι στις κίτρινες σελίδες του βιβλίου του.
-Που είμαστε μεινεμένοι μάτι; Α, ναι.
....Ο παππούς της έψηνε στη θράκα ένα μεζέ. Μπαμ πίσω στο σκαμνί καλακαθούμενα. Γυρνάει να ιδεί, φραπ παίρνει το μεζέ το καρκατζέλι και ρίχνει ένα βατράχι στη φωτιά! Συνεννοημένα βλέπεις. Μα χαμπάρι ο γέρος. Φωνάζει η γριά του που τα είχε ιδεί, μα που να την πιστέψει! Τόφαγε! Μωρέ λουκούμι εκείνο... Εμαθεύτη στο χωριό, πέσανε γέλια κοροϊδίες... Τίποτα εκείνος. Φαντασίες έλεγε. Μα η συγχωρεμένη τ΄ορκιζότανε και τόλεγε ως τα στερνά της, να το μαθαίνουνε οι άνθρωποι, να φυλάγονται. Γιατί αλί του όπου ξεγνοιάζει. Σκαρώνουν ό,τι βάλει ο νους σου. Τι ανακατώνουν τα φαγώσιμα στους τεντζερέδες, τι κατουράνε στο νερό, μέχρι και τη μαγάρα τους αφήνουνε με το συμπάθιο αν βρούνε τίποτα ξεσκέπαστο. Για τούτο κι οι νοικοκυράδες ούλο το δωδεκαήμερο, έχουνε εικοσιτέσσερα τα μάτια τους. Διπλά τριπλά σκεπάσματα στα κάθηκα, κλείδωμα τα ντουλάπια, τα μπαούλα, τα πιατικά καθάρισμα πριν το φαΐ ...Και μ΄όλα τούτα πάλι να φυλάγεσαι. Λούσιμο, πλύσιμο καθόλου. Η αλισίβα ντε. Μαγαρισμένη! Βρεγμένη η στάχτη κάθε αυγή στο σταχτοφούρνι. Κάτουρα! Λημέρι τους η καμινάδα βλέπεις...
-...Ετούτα μέχρι της πρωτάγιασης, ταχιά καληώρα, και όπου φύγει φύγει πια να ξεπαστρέψουμε. Λούσιμο, παστρικά σκουτιά για την τρανή ημέρα των Φωτώνε, που αγιάζουνε τα σύμπαντα με τη βάφτιση του Κυρίου...
Μα τώρα να πλαγιάσουμε. Θα σηκωθούμε νύχτα-νύχτα, να μας εβρεί ο παπάς να λάμπουμε. Μπαίνει ο σταυρός!... Κι όπου το παίρνει αψήφιστα...
Γλύκα, τρομάρα, ζεστασιά και ... καληνύχτα. ...Φορτώνουν στην αυλή τα καρκατζέλια. Σακιά, καλάθια, τετζερέδες. Στραυτοκοπάει ο σταυρός στης εκκλησιάς τον τρούλο! Τα τυφλώνει. Μπερδεύονται με τις τριχιές, χτυπιούνται, πέφτουν κάτω, σπρώχνονται... Δυο τρύπωσαν στην καμινάδα... Αχ θα μείνουν...
-Έλα ξυπνάτε τώρα, χάραξε.
Γύρισμα στο πλευρό. Μια στάλα ακόμη. Να τοσηδούλα από τη γλύκα του ύπνου και του ονείρου τη ζωγραφιά...
"Πρέπει να σηκωθούμε νύχτα"... Βαθιά στη σκέψη χαραγμένη η επιταγή! Στο πόδι. Νίψιμο, ντύσιμο "πάτερ ημών" στο εικονοστάσι, όπου του καντηλιού η φλόγα γλυκαίνει των Αγίων τα πρόσωπα, αλλά και ολόκληρη τη σάλα...
Τρίζει η φωτιά στο τζάκι πλούσια. Νερό βραστό στο μπρίκι πλάι. Το σταχτοφούρνι σκουπισμένο, πεντακάθαρο. Η μάνα στις τελευταίες της φροντίδες. Ένα χέρι ακόμα με τη σκούπα, τέντωμα τα στρωσίδια και τελειώσαμε. Ίσα ίσα με το έμπα της ημέρας...
Νηστικοί ως να περάσει ο σταυρός. Κι από δουλειά... ως τότε μόνο. Μετά, εκτός απ΄τ΄αναγκαία, τίποτα. Ρόκα η γιαγιά, αργαλειό η μάνα, και "σεις το νού σας" η δουλειά μας. Παράθυρο και καραούλι και
-Έρχεται!
Η πόρτα διάπλατα ανοιχτή, άψε σβήσε. Κι "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε" πλημμύρα γύρω η μελωδία απ΄την καμπανιστή μπάσα φωνή. Υψωμένος ο σκαλιστός αργυρένιος σταυρός, κι η αγιαστήρα καταβρέχει, πατώματα, τοίχους, ταβάνια. Πλάι του ο Νίκος με τον αγιασμό στην άγια μπακιρένια τέσσα... "...Ευλογία και έλεος..." Ανατριχίλα του σταυρού το φίλημα και του αγιασμού οι ψιχάλες...
-Χρόνια πολλά. Υγεία και κι ευτυχία.
-Επίσης παππούλη. Και η φαμελιά σου.
Με τρόπο η πληρωμή στο χέρι, και στου παιδιού το πλουμιστό σακκούλι τσαπελόσυκα... Φεύγουν...Κρυφό καμάρι μου η συγγένεια μας. Αδερφός της μάνας! Κι ο Νίκος πρωτοξάδερφος με τέτοια χάρη! Μ΄όλο το φτωχικό του ντύσιμο και τα λιγνά μελανιασμένα πόδια.
Βουρ στο ψωμί. Το μεσημέρι ώσπου να ρθει ο πατέρας, χρόνος!
-Μη γελαστείτε κι αρτηθείτε. Ταχιά ο μεγάλος αγιασμός. Πες ματαλάβωση!
Γιορτή. Παραμονή γιορτής μεγάλης! Γελά το σπίτι μας σε κάθε κόχη, σαν πεταλούδα ανάλαφρη η ψυχή. Μ΄όλο το δίκιο. Του σταυρού το πέρασμα και των παιδιών που κάθε τόσο μας θυμίζουν πως "σήμερα τα φώτα κι ο Φωτισμός, τι χαρά μεγάλη τ΄αφέντη μας..."
-Αλήθεια ανοίγουν απόψε τα ουράνια;
-Ναι. Μ΄αστραπή. Κι όπου αγρυπνάει, ό,τι γυρέψει γίνεται. Βλέπεις βαφτίζεται ο αφέντης ο Χριστός από τον Άγιο Γιάννη...
...Η φωτιά χορεύει. Πορτοκαλιές, γαλάζιες, χρυσοκόκκινες, κυλούν στον Ιορδάνη αυλάκια οι φλόγες και σμίγουνε με το λιωμένο φως που τρέχει απ΄του Χριστού το σώμα: Η Παναγία, οι μαθητές, ο κόσμος γύρω. Κόσμος πολύχρωμος, που σαν με μια φωνή "Η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις..." ψάλλει.
-Ε δεν ακούς. Αποκοιμήθηκες;
Λέγεται πως δεν ήταν ύπνου όνειρο, παρά της σκέψης το σεργιάνι, εκεί στον Ιορδάνγη ποταμό. Καίγεσαι να το μοιραστείς. Μα βάστα. Είπαμε δεν λέγεται...
-Η ώρα πέρασε, δεν τρώμε;
Ψωμί κι΄ελιές. Ε, κι έπειτα; Η τετράπαχη σφαγμένη κότα στο ταψί, παρέχει για αύριο πλούσιες υποσχέσεις.
Αύριο θα πάτε στα χωράφια μας. Στα περιβόλια και στ΄αμπέλια. Πρέπει να αγιάσουμε κι εκεί για το καλό. Το θέλει η μέρα.
Απαλός ο τόνος του πατέρα. Και τι σπουδαία η εντολή! Αύριο λοιπόν... Τι θα ζητήσω απόψε αλήθεια στο άνοιγμα των ουρανών; Κούκλες, φανταχτερά φορέματα, ή ...
"Υγεία. Μόνο υγεία, μάτι μου. Κι ομόνοια. Σαν έχεις τούτα τα δυο, τα έχεις ούλα..."
...Υγεία, ομόνοια. Υγεία, ομόνοια... Προλαβαίνω!...
Πεινάω. Δε βαστάω πια.
-Πωπώ! Αμαρτία να το λες. Χαίρεται ο "σκατογέννης". Σήμερα αργεί η εκκλησία. Τρανή γιορτή. Η δεύτερη μετά τη γέννα...
Στο παραγώνι, και φροντίζει τη φωτιά. Η κότα βράζει και η ευωδία της άχνης της ένα κι ένα να θεριεύει η πείνα.
Υπομονή. Όπου νάναι ερχόνται. Άιντε να μετρήσουμε τους Φώτηδες. Ένας ο Φώτη-Σκίζας, ο παππούλης σας...
Νάτην η μάνα. Έφυγε πρώτη να ετοιμάσει το φαΐ.
-Φτάνουν. Εβγάτε στο μπαλκόνι ν΄αγναντέψετε...
Αδύνατο να ονοματίσεις της γιορτής το χρώμα. Μέσα του όλα τα χρώματα της γης, σ΄ότι χωρούν τα μάτια σου απλωμένο!...
-Ελάτε, ήρθε ο αγιασμός!
Δροσιά και μέλι και φτερά η καρδιά! Και ξέρεις, μια σταγόνα μόνο αγιάζει ένα λεβέτι ολόκληρο! Μπορείς να ρίξεις όσο θέλεις. Στα ζωντανά, στην αποθήκη, στο κατώι...
Τραπέζι. "Κύριε ο θεός ημών..." και φωτιά στα... κουτάλια! Της μάνας η κοτόσουπα! Αμβροσία την παινεύει ο παππούλης. Φαΐ που τρώνε οι Θεοί του Ολύμπου λέει...
-Χρόνια πολλά. Υγεία. Ότι καλύτερο...
Ωπ, νάτο κιόλας!
Δίπλες με το μέλι! Μάνα, Χριστέ μου, Παναγιά, Ιορδάνη μου.
Στους Φώτηδες θα πάτε τώρα ή στα χωράφια;
Με συμπαθείς. Λεν και ξελένε τούτοι οι μεγάλοι. Χτες δεν μας είπανε ρητά για τα χωράφια;
-Ντυθείτε και μισοί-μισοί. Μη βραδιαστείτε.
Στο σταυροδρόμι κλείνεται η συνωμοσία. Μαζί κι η Ντίνα, ο Τάκης, η Αννιώ, ο Δημήτρης. Συνεταιρικά. Ου, προλαβαίνουμε... Στ΄αμπέλια πρώτα. Προσοχή. Δεν είναι παιχνίδι. Κλήμα-κλήμα. Μόνο μη μας στραγγίσουν τα παγούρια. Μια στάλα, ίσα ν΄αγιάσει το άλλο που θα πιάσουμε...
Λοιπόν, η απόσταση αμπέλια-χωράφια στο βουνό στην άλλη άκρη είναι ακριβώς ένα όνειρο, θυμήσου... Πράσινα φύλλα, ανθοί και ρόγες. Γλυκά σταφύλια ζουμερά, να τόοσα σαν κουτάβια!... Τρύγος... Ποτάμι ο μούστος στο ληνό. Μουσταλευριά, σουτζούκια, πετιμέζι και βάστα εδώ, να βγει η δουλειά όπως πρέπει. Τα μάτια εικοσιτέσσερα στα φύτρα και σπιθαμή μη μείνει αράντηστη. Τίποτα σπουδαιότερο από το ψωμί, το ξέρεις.
Και το καλύβι μας ε; Το αλώνι μας...
Ψηλές που θάναι οι θημωνιές εδώ τον Αύγουστο!... Εντάξει. Ίσα-ίσα με τον Αγιασμό... Στα περιβόλια τώρα. Πείνασες; Ορίστε χιόνι εκεί στην άκρη...
Άιντε μου και σας πήρε η νύχτα. Βοήθεια και καλή σοδειά. Για μολογάτε. Τ΄είδατε;
Πες τι δεν είδαμε. Χωράει γιαγιά ο παράδεισος σε λόγια; Κι εξάλου πούντα; Με το γυρισμό καπνός! Καταλαβαίνεις; Ιδές τηνε. Καταλαβαίνει, ναι ή όχι;
-Κοπιάσατε. Να φάτε, να πλαγιάσετε. Έχουμε και την "ταχινή" μεγάλη η χάρη της κι απέ...
-στον πάγκο του ο κάθε κατεργάρης,
η σαϊτιά του παππούλη κατάστηθα...
.
-Για τις γιορτές θα έλεγα, που ακολουθάνε η μια την άλλη. Να, εξαγναντίσαν κιόλας οι αποκριές... Η Λαμπρή ξοπίσω... Μόνο να βρίσκουν την καρδιά ανοιχτή, μη μένουν όξω.
Τα μάγια της! Με μιας ζωήρεψαν η καθαρή φωτιά κι η νυσταγμένη λάμπα. Μεγάλωσαν στους τοίχους οι σκιές. Το παραθύρι πλάτυνε. Ψωμί και καγιανάς, λουκούμι. Κι όσο για τους κουραμπιέδες, στο λαδόχαρτο. Συγκομιδή απ΄ τη "χαιρετούρα" των γονιών, το μέλι του μελιού και βάλε...
...Σ΄ευχαριστώ, Χριστούλη μου για τα καλά που... "μόνε να βρίσκουν την καρδιά ανοιχτή"
Διάπλατη, από τώρα κιόλας στις Αποκριές που ξαγναντίζουνε... Δι΄ευχών των αγίων πατέρων....
Καληνύχτα...
.
.......
-Θεία, μ΄αρέσει η ιστορία σου.
-Γιατί;
-Να, Τώρα δεν ανοίγουν τα ουράνια. Κι οι καλικάτζαροι είναι ψεύτικοι στην τηλεόραση.
-Οι γιορτές σου αρέσουν, όμως.
-Πάρα πολύ, όπως σε όλα τα παιδιά.
-Μου λες γιατί;
-Ε, διακοπές, ετοιμασίες, δώρα, επισκέψεις. Και στο τραπέζι όλοι μαζεμένοι. Σαν Κυριακές πολλές μαζί. Καταλαβαίνεις...
-Ναι αγόρι μου και σε ευχαριστώ. Νάσαι καλά που με ζεσταίνεις με την πίστη πως οι καρδούλες σας ορθάνοιχτες δέχονται ό,τι οι δικές μας έχουν εξορίσει αμετάκλητα στην μουχλιασμένη περιοχή της νοσταλγίας. Θες οι συνθήκες, οι καιροί που άλλαξαν, η ηλικία... Άσε...
.
(ΧΙΜ/4-1-10)

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.